Powered By Blogger

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Η θρησκευτική ελευθερία στην Ευρώπη με αφορμή την υπόθεση Lautsi


Η θρησκευτική ελευθερία στην Ευρώπη με αφορμή την υπόθεση Lautsi
                                                                                  
                                                                            

Ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προσέφυγε την 27-06-2006 η Ιταλίδα υπήκοος Soile Lautsi, για λογαριασμό της και ως εκπρόσωπος των ανηλίκων τότε τέκνων της με αίτημα την καταδίκη της Ιταλίας για παραβίαση του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (δικαίωμα επί της θρησκευτικής ελευθερίας) καθώς και του άρθρου 2 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής (δικαίωμα των γονέων να αξιώσουν από το κράτος θρησκευτική εκπαίδευση σύμφωνη προς τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις) σε συνδυασμό και προς το άρθρο 14 της Συμβάσεως (απαγόρευση διακρίσεων). Τούτο διότι στις αίθουσες διδασκαλίας των δημοσίων σχολείων της Ιταλίας ήταν ανηρτημένος ο Εσταυρωμένος, πράγμα το οποίο ήταν (κατά την προσφεύγουσα) αντίθετο προς το χαρακτήρα του ιταλικού κράτους ως ουδέτερου θρησκευτικά κράτους.
                Στις 3-11-2009, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (Τμήμα II), έκανε δεκτή την εν λόγω προσφυγή και καταδίκασε την Ιταλία. Στις 28-01-2010, η Κυβέρνηση ζήτησε η υπόθεση να παραπεμφθεί στο Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως.
Η διατύπωση της απόφασης του 2011 αφήνει να εννοηθεί ότι το επίδικο ζήτημα κρίνεται εν τέλει μέσα από δύο πρίσματα: το περιθώριο εκτίμησης του ενδιαφερομένου Κράτους και το ευρύτερο περιβάλλον εντός του οποίου κρίνεται η επιλογή του. Με άλλα λόγια, αυτό που φαίνεται να απορρέει από την απόφαση του Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως είναι ότι το ίδιο ζήτημα δεν μπορεί να κριθεί με τους ίδιους όρους για παράδειγμα στην Ελβετία και στην Ιταλία.
                Το Δικαστήριο παραπέμπει, στη νομολογία του σχετικά με τη θέση της θρησκείας στο σχολικό πρόγραμμα σπουδών. Η διαμόρφωση και ο σχεδιασμός του προγράμματος σπουδών εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των Συμβαλλομένων Κρατών. Καταρχήν, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί τέτοιου είδους ερωτημάτων, καθώς οι λύσεις μπορούν, νομίμως, να διαφέρουν ανάλογα με τη χώρα και την ιστορική περίοδο. Ειδικότερα, η δεύτερη φράση του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 δεν εμποδίζει τα Κράτη-Μέλη να μεταδίδουν, μέσω της διδασκαλίας ή της εκπαίδευσης, πληροφορίες ή γνώσεις άμεσα ή έμμεσα θρησκευτικής ή φιλοσοφικής φύσης. Δεν επιτρέπει καν στους γονείς να αντιτάσσονται στην ενσωμάτωση της εν λόγω διδασκαλίας ή εκπαίδευσης στο σχολικό πρόγραμμα σπουδών.
                Το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση για το εάν θα διαιωνιστεί ή όχι μια παράδοση εμπίπτει, καταρχήν, στο περιθώριο εκτιμήσεως του εναγόμενου Κράτους. Λαμβάνει επίσης υπόψη το γεγονός ότι η Ευρώπη χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλομορφία μεταξύ των Κρατών που την απαρτίζουν, ιδιαίτερα στη σφαίρα της πολιτιστικής και της ιστορικής εξέλιξης. Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι η αναφορά σε μια παράδοση δεν μπορεί να απαλλάξει ένα συμβαλλόμενο Κράτος από την υποχρέωσή του να σέβεται τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη και τα Πρωτόκολλά της.              Συνεπώς, το Δικαστήριο οφείλει, καταρχήν, να σέβεται τις αποφάσεις των Συμβαλλόμενων Κρατών στα θέματα αυτά, συμπεριλαμβανόμενου και του χώρου που παραχωρούν στη θρησκεία, υπό την προϋπόθεση ότι οι αποφάσεις αυτές δεν θα οδηγούν σε μια μορφή κατήχησης.
                        Το ΕΔΔΑ όμως φαίνεται να λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη του την παράμετρο του περιβάλλοντος εντός του οποίου κρίνεται η έκθεση του Εσταυρωμένου, δηλαδή την αντιμετώπιση των άλλων θρησκειών στο πλαίσιο το ιταλικού δημοσίου σχολείου. Η παράγραφος 74 της απόφασης αναφέρει ότι : «η Ιταλία ανοίγει το θρησκευτικό περιβάλλον και σε άλλες θρησκείες.            Όσο όμως κι αν καταβάλλεται προσπάθεια στο πλαίσιο της κρατικής σφαίρας ώστε να μην δημιουργούνται ανισότητες, είναι γεγονός ότι η αυξημένη «ορατότητα» που αποδίδεται ιδίως στην κυριαρχούσα θρησκεία δεν μπορεί παρά να δημιουργεί δυσάρεστες καταστάσεις στις σύγχρονες πολυσύνθετες κοινωνίες (βλ. σχόλιο της Θάνου στην απόφαση Lautsi δημοσιευμένο στην Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου σελ. 224-225).  Το γεγονός ότι βρισκόμαστε και διαβιούμε στον ευρωπαϊκό χώρο δεν είναι δυνατό να επιτρέψει την αλλοίωση της πολιτισμικής μας ταυτότητας.
                        Η απόφαση του Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως του ΕΔΔΑ δέχεται λοιπόν ότι οι επικαλούμενες διατάξεις της ΕΣΔΑ δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν κατά τον τόσο αυστηρό και απόλυτο τρόπο, σε σημείο που τα ευρωπαϊκά κράτη, να δεσμεύονται υπέρμετρα και πέρα από κάθε λογική και να μην έχουν κανένα απολύτως περιθώριο να κινηθούν και να δείξουν, ότι σέβονται τις αρχές και τις παραδόσεις τους, που σχηματίζουν την πολιτιστική υπόσταση του κράτους.
                        Δεν είναι δυνατόν επομένως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να έρχεται και να αποφασίζει π.χ. ότι τα ευρωπαϊκά κράτη δεν επιτρέπεται να στολίσουν τις σχολικές τους αίθουσες με ένα σύμβολο της ιστορίας τους (της πολιτικής ή της θρησκευτικής) χωρίς κανένα λόγο. Αυτό ακριβώς το πολύ καίριο σημείο πρόσεξε η απόφαση του Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Lautsi και ορθώς βεβαίως το ενέταξε στο παγίως αποδεκτό από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου «περιθώριο εκτίμησης», που αναγνωρίζεται στα ευρωπαϊκά κράτη κατά την εφαρμογή των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
                        Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν παραβλέπει ότι η αναφορά σε μια παράδοση δεν μπορεί να απαλλάξει ένα συμβαλλόμενο Κράτος από την υποχρέωσή του να σέβεται τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη και τα Πρωτόκολλά της. Συνεπώς, έκρινε ότι καταρχήν οι αποφάσεις των Συμβαλλόμενων Κρατών στα θέματα αυτά πρέπει να είναι σεβαστές, συμπεριλαμβανόμενου και του χώρου που παραχωρούν στη θρησκεία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι αποφάσεις αυτές δεν θα οδηγούν σε μια μορφή κατήχησης.
                Η απόφαση του ΕΔΔΑ, εν τέλει, είναι περισσότερο μια πολιτική και διπλωματική απόφαση παρά εναρμονίζεται με τη δημιουργική ερμηνεία της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της. Ακυρώνει σε σημαντικό βαθμό την υποχρέωση ουδετερότητας του κράτους στην εκπαίδευση των μαθητών. Η απόρριψη της προσφυγής της μητέρας δεν είναι μια προσωπική ήττα της ιδίας αλλά αποτελεί παράλληλα και μια ήττα του σύγχρονου ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού που στηρίζεται στο κοσμικό κράτος και στις αρχές της ισότητας των πολιτών και της ουδετερότητας του κράτους στα θρησκευτικά ζητήματα ( βλ. Χειρδάρη στην απόφαση Lautsi δημοσιευμένο στο Νομικό βήμα (σελ.1045-1046).


Από  το forum της ΕΝΩΣΗΣ ΕΝΕΡΓΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ 
Εισήγηση Μαρίας Κ. Δουλή δικηγόρου
     Αθήνα, 26-04-2012

 
                                                                            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου