Νομολογιακή προσέγγιση της
αναδρομικότητας του νόμου από το ΣτΕ.
Η αρχή του Κράτους δικαίου, η
αρχή της ασφάλειας δικαίου και η αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης των
πολιτών επιτάσσουν τη ρύθμιση τη; Φορολογίας για το μέλλον και αποδοκιμάζουν
την αναδρομική ισχύ των φορολογικών διατάξεων. Η αυστηρή ρύθμιση των χρονικών
ορίων στηρίζεται στον επαχθή χαρακτήρα της φορολόγησης και στην επέμβαση στη
σφαίρα των οικονομικών δικαιωμάτων του πολίτη, ο οποίος έχει απαίτηση να
γνωρίζει έγκαιρα το φορολογικό καθεστώς προκειμένου να προγραμματίζουν τις
οικονομικές τους αποφάσεις σύμφωνα και με το υφιστάμενο φορολογικό πλαίσιο.
Υπάρχουν δύο είδη φορολογικής
αναδρομικότητας
- Η γνήσια αναδρομικότητα σύμφωνα με την οποία τροποποιείται δυσμενέστερα το ισχύον φορολογικό καθεστώς.
- Η μη γνήσια αναδρομικότητα σύμφωνα με την οποία εφαρμόζονται οι νέες διατάξεις και στις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον των φορολογικών αρχών και των δικαστηρίων.
Έχει νομολογηθεί ότι (βλ. ΣτΕ 2828/1980, ΣτΕ 207/1988) αναδρομική
φορολόγηση συνιστά η αναδρομική κατάργηση ή ο περιορισμός υφιστάμενου ευνοϊκού
φορολογικού καθεστώτος, φορολογικών απαλλαγών ή εξαιρέσεων (ΣτΕ Ολ. 1865/1985,
ΣτΕ 428/1986, ΣτΕ 1704/1986), αναδρομική μεταβολή του τρόπου εξεύρεσης της
φορολογητέας ύλης (ΣτΕ 2958/1981, ΣτΕ 49/1984, ΣτΕ 2380/1984, ΣτΕ 3700/1985),
αναδρομική εφαρμογή φορολογικού τεκμηρίου (ΣτΕ 2958/1981, Στε 49/1984, ΣτΕ
2380/1984, ΣτΕ 4355/1985), αναδρομικός περιορισμός των εκπιπτόμενων δαπανών
(ΣτΕ 4155/1984, ΣτΕ 1485/1989), απαγόρευση επιστροφής φόρου που καταβλήθηκε
αχρεωστήτως (ΣτΕ 2630/1981), αναδρομική αλλαγή του υπόχρεου καταβολής φόρου
(ΣτΕ 989/1980), δυσμενέστερη φορολόγηση σε εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον των
φορολογικών αρχών και των δικαστηρίων (ΣτΕ 207/1988), αναδρομική στέρηση
δικαιώματος επιλογής ειδικού φορολογικού καθεστώτος (ΣτΕ 2516/1980).
Αντίθετα έχει κριθεί ότι δεν
αποτελεί αναδρομική φορολόγηση η νομοθετική αναπροσαρμογή της αξίας των
ακινήτων και η επιβολή φόρου που προκύπτει από αυτήν την υπεραξία με τη σκέψη
ότι αυτή αποτελεί φορολογητέα ύλη προβλεπόμενη εκ του νόμου και δεν έχει
επέλθει πραγματικά σε παρελθόν χρονικό σημείο (ΣτΕ 176/1990). Επίσης έχει
κριθεί ότι δεν αποτελεί αναδρομική επιβολή φόρου η νομοθετική επιμήκυνση του
χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων υπό την προϋπόθεση ότι οι αξιώσεις αυτές
έχουν ήδη παραγραφεί (ΣτΕ 5460/1996).
Έως την καθιέρωση της
περιορισμένης αναδρομής των φορολογικών νόμων με το άρθρο 78 παρ. 2 Σ το ΣτΕ δεχόταν
ότι εφόσον δεν υπήρχε ρητή απαγόρευση στο Σύνταγμα καταρχήν αντενδείκνυτο από
τους κανόνες της δημοσιονομικής επιστήμης, ωστόσο αν συνέτρεχαν αποχρώσες
περιστάσεις επιτρεπόταν η αναδρομική φορολογική ρύθμιση.
Ζήτημα ανακύπτει όσον αφορά τις
ερμηνευτικές διατάξεις φορολογικών νόμων ως προς το κατά πόσον είναι δυνατό να
έχουν αναδρομική ισχύ πέραν της επιτρεπόμενης με βάση την παρ. 2 του άρθρου 78
Σ, δηλαδή πως εφαρμόζεται το άρθρο 77 Σ σε θέματα φορολογίας. Η νομολογία του
ΣτΕ δέχεται την αυτοτελή εξέταση της συνδρομής των όρων εφαρμογής του άρθρου 77
Σ σχετικά με τις γνησίως ερμηνευτικές (ΣτΕ 5123/1996) και ψευδοερμηνευτικές
διατάξεις νόμων και στην περίπτωση των
φορολογικών διατάξεων χωρίς να τη συσχετίζει με το άρθρο 78 παρ. 2 Σ. Συνεπώς
όταν δεν συντρέχει λόγος αυθεντικής ερμηνείας, διότι η διάταξη είναι σαφής και
δεν υπάρχει ανάγκη ερμηνείας, η διάταξη που χαρακτηρίζεται ως ερμηνευτική είναι
ψευδοερμηνευτική και επομένως ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου και όχι
αναδρομικά (ΣτΕ 62/1991, ΣτΕ 202/1982, ΣτΕ 1161/1992, ΣτΕ 1026/1996). Εξ
αντιδιαστολής συνάγεται ότι επιτρέπεται να ορισθεί με αναδρομικό νόμο η αληθής
έννοια ασαφών διατάξεων έστω και αν το αποτέλεσμα είναι η αναδρομική επιβολή
φόρου (ΣτΕ 2233/1988, ΣτΕ 2183/1989, ΣτΕ 64/1990, ΣτΕ 757/1983, ΣτΕ 4324/1983) με
την απαραίτητη προϋπόθεση φυσικά να τηρηθεί απαρέγκλιτα το όριο της
επιτρεπόμενης αναδρομής που θέτει η παρ. 2 του άρθρου 78 Σ.
από το εβδομαδιαίο forum της ΕΝΩΣΗΣ ΕΝΕΡΓΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου