Powered By Blogger

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Νομολογιακή προσέγγιση της αναδρομικότητας του νόμου από το ΣτΕ.


Νομολογιακή προσέγγιση της αναδρομικότητας του νόμου από το ΣτΕ.

Η αρχή του Κράτους δικαίου, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης των πολιτών επιτάσσουν τη ρύθμιση τη; Φορολογίας για το μέλλον και αποδοκιμάζουν την αναδρομική ισχύ των φορολογικών διατάξεων. Η αυστηρή ρύθμιση των χρονικών ορίων στηρίζεται στον επαχθή χαρακτήρα της φορολόγησης και στην επέμβαση στη σφαίρα των οικονομικών δικαιωμάτων του πολίτη, ο οποίος έχει απαίτηση να γνωρίζει  έγκαιρα το φορολογικό καθεστώς  προκειμένου να προγραμματίζουν τις οικονομικές τους αποφάσεις σύμφωνα και με το υφιστάμενο φορολογικό πλαίσιο.
Υπάρχουν δύο είδη φορολογικής αναδρομικότητας
  1. Η γνήσια αναδρομικότητα σύμφωνα με την οποία τροποποιείται δυσμενέστερα το ισχύον φορολογικό καθεστώς.
  2. Η μη γνήσια αναδρομικότητα σύμφωνα με την οποία εφαρμόζονται οι νέες διατάξεις και στις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον των φορολογικών  αρχών και των δικαστηρίων.
Έχει νομολογηθεί ότι  (βλ. ΣτΕ 2828/1980, ΣτΕ 207/1988) αναδρομική φορολόγηση συνιστά η αναδρομική κατάργηση ή ο περιορισμός υφιστάμενου ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος, φορολογικών απαλλαγών ή εξαιρέσεων (ΣτΕ Ολ. 1865/1985, ΣτΕ 428/1986, ΣτΕ 1704/1986), αναδρομική μεταβολή του τρόπου εξεύρεσης της φορολογητέας ύλης (ΣτΕ 2958/1981, ΣτΕ 49/1984, ΣτΕ 2380/1984, ΣτΕ 3700/1985), αναδρομική εφαρμογή φορολογικού τεκμηρίου (ΣτΕ 2958/1981, Στε 49/1984, ΣτΕ 2380/1984, ΣτΕ 4355/1985), αναδρομικός περιορισμός των εκπιπτόμενων δαπανών (ΣτΕ 4155/1984, ΣτΕ 1485/1989), απαγόρευση επιστροφής φόρου που καταβλήθηκε αχρεωστήτως (ΣτΕ 2630/1981), αναδρομική αλλαγή του υπόχρεου καταβολής φόρου (ΣτΕ 989/1980), δυσμενέστερη φορολόγηση σε εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον των φορολογικών αρχών και των δικαστηρίων (ΣτΕ 207/1988), αναδρομική στέρηση δικαιώματος επιλογής ειδικού φορολογικού καθεστώτος (ΣτΕ 2516/1980).
Αντίθετα έχει κριθεί ότι δεν αποτελεί αναδρομική φορολόγηση η νομοθετική αναπροσαρμογή της αξίας των ακινήτων και η επιβολή φόρου που προκύπτει από αυτήν την υπεραξία με τη σκέψη ότι αυτή αποτελεί φορολογητέα ύλη προβλεπόμενη εκ του νόμου και δεν έχει επέλθει πραγματικά σε παρελθόν χρονικό σημείο (ΣτΕ 176/1990). Επίσης έχει κριθεί ότι δεν αποτελεί αναδρομική επιβολή φόρου η νομοθετική επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων υπό την προϋπόθεση ότι οι αξιώσεις αυτές έχουν ήδη παραγραφεί (ΣτΕ 5460/1996).
Έως την καθιέρωση της περιορισμένης αναδρομής των φορολογικών νόμων με το άρθρο 78 παρ. 2 Σ το ΣτΕ δεχόταν ότι εφόσον δεν υπήρχε ρητή απαγόρευση στο Σύνταγμα καταρχήν αντενδείκνυτο από τους κανόνες της δημοσιονομικής επιστήμης, ωστόσο αν συνέτρεχαν αποχρώσες περιστάσεις επιτρεπόταν η αναδρομική φορολογική ρύθμιση.
Ζήτημα ανακύπτει όσον αφορά τις ερμηνευτικές διατάξεις φορολογικών νόμων ως προς το κατά πόσον είναι δυνατό να έχουν αναδρομική ισχύ πέραν της επιτρεπόμενης με βάση την παρ. 2 του άρθρου 78 Σ, δηλαδή πως εφαρμόζεται το άρθρο 77 Σ σε θέματα φορολογίας. Η νομολογία του ΣτΕ δέχεται την αυτοτελή εξέταση της συνδρομής των όρων εφαρμογής του άρθρου 77 Σ σχετικά με τις γνησίως ερμηνευτικές (ΣτΕ 5123/1996) και ψευδοερμηνευτικές διατάξεις νόμων  και στην περίπτωση των φορολογικών διατάξεων χωρίς να τη συσχετίζει με το άρθρο 78 παρ. 2 Σ. Συνεπώς όταν δεν συντρέχει λόγος αυθεντικής ερμηνείας, διότι η διάταξη είναι σαφής και δεν υπάρχει ανάγκη ερμηνείας, η διάταξη που χαρακτηρίζεται ως ερμηνευτική είναι ψευδοερμηνευτική και επομένως ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου και όχι αναδρομικά (ΣτΕ 62/1991, ΣτΕ 202/1982, ΣτΕ 1161/1992, ΣτΕ 1026/1996). Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι επιτρέπεται να ορισθεί με αναδρομικό νόμο η αληθής έννοια ασαφών διατάξεων έστω και αν το αποτέλεσμα είναι η αναδρομική επιβολή φόρου (ΣτΕ 2233/1988, ΣτΕ 2183/1989, ΣτΕ 64/1990, ΣτΕ 757/1983, ΣτΕ 4324/1983) με την απαραίτητη προϋπόθεση φυσικά να τηρηθεί απαρέγκλιτα το όριο της επιτρεπόμενης αναδρομής που θέτει η παρ. 2 του άρθρου 78 Σ.   

από το εβδομαδιαίο forum  της ΕΝΩΣΗΣ ΕΝΕΡΓΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ 
ΕΙΣΉΓΗΣΗ της Κατερίνας Τσιροβασίλη δικηγόρου[ μεταπτυχιακής στο Δημόσιο Δίκαιο]

ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΑΣΥΛΟ


[    ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΑΣΥΛΟ

Το πανεπιστημιακό άσυλο αποτελεί κατά την άποψη των περισσοτέρων αναπόσπαστο στοιχείο της ακαδημαϊκής ελευθερίας και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν, δηλαδή το δικαίωμα στη γνώση, τη μάθηση και την εργασία των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Το άσυλο χαρακτηρίζει την ακαδημαϊκή ελευθερία στην έρευνα και τη διδασκαλία και την ελεύθερη έκφραση και διακίνηση των ιδεών μέσα στους χώρους του Πανεπιστημίου για τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, δηλαδή τους διδάσκοντες και τους διδασκομένους.
Με τη λέξη «άσυλο» εννοούμε τον τόπο όπου παραδοσιακά ο χώρος καθίσταται «απαραβίαστος» και έχει τις ρίζες του στην ελληνική αρχαιότητα. Βωμοί, ναοί, ιερά άλση και γενικότερα χώροι θρησκευτικής λατρείας παρείχαν προστασία από βίαιη σύλληψή τους στους διωκόμενους για ποινικά αδικήματα.
Το ακαδημαϊκό άσυλο δεν κατοχυρώνεται ρητά στο Σύνταγμα, το γεγονός αυτό χρησιμοποιούν αρκετοί ως επιχείρημα λέγοντας ότι δεν είναι νομικά κατοχυρωμένο, σίγουρα, όμως έχει κατακτηθεί με τους αγώνες της φοιτητικής νεολαίας και έχει αναγνωρισθεί στην πράξη και από τις πανεπιστημιακές αρχές αλλά και το Υπουργείο Παιδείας.
Πολλοί ακαδημαϊκοί, όπως ο Χρυσόγονος και ο Κατρούγκαλος,  υποστηρίζουν, ότι το άσυλο αποτελεί συνταγματικό έθιμο και δεν μπορεί να καταργηθεί με νόμο. Σε αντίλογο πολλοί, όπως ο Αλεβιζάτος, υποστηρίζουν ότι δεν ταιριάζει και δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει το άσυλο σε μια κοινωνία δημοκρατική που λειτουργούν οι νόμοι.
Το πανεπιστημιακό άσυλο μπορούσε  να αρθεί όπως ρητά όριζε ο νόμος 1268/1982: α) Με «πρόσκληση ή «άδεια» από το αρμόδιο όργανο του Ιδρύματος και με την παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής αρχής. (άρ. 3 παρ. 4 Ν 3549/2007). Η «πρόσκληση » αφορούσε  πρωτοβουλία του αρμόδιου οργάνου του Α.Ε.Ι. , ενώ η «άδεια» αφορούσε  αίτηση του αρμόδιου οργάνου του Ιδρύματος. Τόσο η πρόσκληση όσο και η άδεια μπορούσαν  να αφορούν όλους τους χώρους του Α.Ε.Ι. ή και ορισμένο μόνο χώρο του ΑΕΙ . β) Επέμβαση δημόσιας δύναμης χωρίς την άδεια του αρμόδιου οργάνου του Α.Ε.Ι. επιτρέπεται μόνον εφόσον διαπράττονται αυτόφωρα κακουργήματα ή αυτόφωρα εγκλήματα κατά της ζωής. Οι παραβάτες των διατάξεων του άρθρου αυτού για το ακαδημαϊκό άσυλο τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών μετά από έγκληση του αρμόδιου οργάνου της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού ή της Συγκλήτου για τα Πανεπιστήμια και της Συνέλευσης για τα Τ.Ε.Ι.
Στο άρθρο 3 παρ.2 και  3 του νόμου 4009/ΦΕΚ 195/Α/6.9.2011 « Δομή, λειτουργία, διασφάλιση της ποιότητας των σπουδών και διεθνοποίηση των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.» ορίζεται ότι: «2. Σε αξιόποινες πράξεις που τελούνται εντός των χώρων των Α.Ε.Ι. εφαρμόζεται η κοινή νομοθεσία. 3. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργούνται το άρθρο 2 του ν. 1268/1982 (Α' 87) και οι παράγραφοι 1 έως και 7 και 9 του άρθρου 3 του ν. 3549/2007 (Α' 69).», επομένως συνάγεται ότι το άσυλο παύει κατά νόμο να υφίσταται και ότι εφεξής η δημόσια δύναμη θα επεμβαίνει σε όλους τους πανεπιστημιακούς χώρους, χωρίς περιορισμό.
Μετά την ανωτέρω ρύθμιση άρθρο 3 παρ.2 και  3 του νόμου 4009/ΦΕΚ 195/Α/6.9.2011 εφαρμόζεται πλέον μόνον η κοινή νομοθεσία και ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 334 ΠΚ που ορίζει στην παράγραφο 3 ότι : «Όποιος εισέρχεται παράνομα σε κατάστημα ή χώρο δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφελείας ή παραμένει στους χώρους αυτούς παρά τη θέληση της υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, της οποίας τη θέλησή του δηλώνει ο νόμιμος εκπρόσωπος ή υπάλληλός της, και προκαλεί έτσι διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.» Συνεπώς μετά τον ν. 4009/2011 την αξιόποινη πράξη μπορεί να καταγγείλει  τόσο ο νόμιμος εκπρόσωπος του ΑΕΙ, δηλαδή ο πρύτανης, αλλά και οποιοσδήποτε υπάλληλος του ΑΕΙ.
Αναμφισβήτητα έως σήμερα το πανεπιστημιακό άσυλο αποτελεί ένα προπύργιο της δημοκρατίας που υπενθυμίζει σε όλους εμάς τα δύσκολα χρόνια που πέρασε η χώρα μας και ο θεσμός της δημοκρατίας.


 από το εβδομαδιαίο Forum της ΕΝΩΣΗΣ ΕΝΕΡΓΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
[31] 10/24-11-2011 ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΑΙΚ. ΤΣΙΡΟΒΑΣΙΛΗ Δικηγόρου Μετ/κης Δηοσίου Δικαίου 

Προοπτική των Ελληνικών Τραπεζών


[
Αναμφισβήτητα την τελευταία δεκαετία, οι Ελληνικές τράπεζες πίστευαν ότι τα έχουν τα πάντα: Διψήφια ποσοστά ανάπτυξης σε έσοδα και κέρδη, αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων άνω του 20% ετησίως και μία εύκολη πρόσβαση στα Βαλκάνια. Δυστυχώς, οι καιροί άλλαξαν δραστικά όταν χτύπησε ο τυφώνας του Ελληνικού Δημόσιου Χρέους.

Παρόλο που σχεδόν καμία τράπεζα δεν είχε ενδώσει στις σειρήνες των τοξικών προϊόντων, οι ισολογισμοί τους ήταν ακμαίοι και η κεφαλαιακή τους επάρκεια ήταν κορυφαία, ο αντίκτυπος προκάλεσε ανυπολόγιστη ζημιά.

Η παρατεταμένη ύφεση της Ελληνικής οικονομίας, που αναζητεί πλέον ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, έχει προκαλέσει την εκτίναξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ οι καταθέσεις καταφεύγουν σε ασφαλέστερες τράπεζες ή καταναλώνονται.Παράλληλα, η απώλεια της πρόσβασης στη διεθνή αγορά κεφαλαίου συνεπάγεται ότι οι επιλογές χρηματοδότησης έχουν μειωθεί δραστικά.

Νέοι παίκτες επηρεάζουν σήμερα τον τομέα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή, το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο, κ.ά. Οι πολιτικές τους ορισμένες φορές αντικρουόμενες δυσχεραίνουν την κατανόηση της τελικής έκβασης του παιχνιδιού αυτού.

Υπό αυτό το πρίσμα, ποιό είναι το μέλλον του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος; Υπάρχει τρόπος να επιβιώσει από την καταιγίδα και να βρεθεί πάλι σε ήσυχα, χαρτογραφημένα ύδατα;

Το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζει πέντε συνυφασμένες προκλήσεις: τη διατήρηση της κεφαλαιακής επάρκειας, την αύξηση ρευστότητας, τη μείωση των αυξημένων μη εξυπηρετούμενων δανείων, την προώθηση της ανάπτυξης και την αντιμετώπιση του προγράμματος συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα.

Το σύνολο του τραπεζικού συστήματος περιμένει εναγωνίως να μάθει τα αποτελέσματα της αποστολής που κλίθηκε να φέρει σε πέρας η Blackrock Solutions: μία πλήρης, ανεξάρτητη αξιολόγηση των επιπέδων των μη εξυπηρετούμενων δανείων κάθε Ελληνικής τράπεζας. Η έκθεση πρόκειται να ανακοινωθεί επίσημα, ενώ αναμένεται ότι θα αποτελέσει καταλύτη για ριζικές αλλαγές στο Ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Κατά την ίδια περίοδο η αγορά αναμένει την οριστικοποίηση του προγράμματος συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα, το οποίο θα επηρεάσει την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, αλλά ταυτόχρονα θα ενδυναμώσει τα εναπομείναντα χαρτοφυλάκια ομολόγων τους.

Θα είναι ποτέ ίδιο το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα μετά την ανακοίνωση της έκθεσης της Blackrock Solutions και πως θα ανταπεξέλθουν οι τράπεζες στις μύριες προκλήσεις;Χωρίς εμφανώς αντικείμενο εργασιών θα αρχίσει η συρρίκνωση, οι απολύσεις[ και στην καλύτερη περίπτωση εθελούσιες εξόδους], η μείωση μισθών,προσωπικού και καταστημάτων ;

Το πρώτο πυρ στον πόλεμο των συγχωνεύσεων των Ελληνικών τραπεζών άνοιξαν οι Alpha Bank και Eurobank, προκαλώντας την έκπληξη της αγοράς. Υπήρχε η γενική πεποίθηση ότι κανείς δεν θα κατέληγε σε συμφωνία πριν την ανακοίνωση της έκθεσης της Blackrock Solutions, παρά το γεγονός ότι όλοι ήταν σε διαπραγματεύσεις με όλους.

Όλοι οι μετέχοντες στην αγορά αναμένουν την κίνηση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία θα γίνει μετά την ανακοίνωση της έκθεσης για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Αν αποφασίσει να κινηθεί, η επιλογή του συνεργάτη θα δημιουργήσει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην αγορά. Ποιοι θα πρέπει να είναι οι παράγοντες που θα συμβάλλουν στην απόφαση της Εθνικής Τράπεζας, ενώ το τελικό αποτέλεσμα θα είναι επωφελές για το σύνολο της Ελλάδας;

Ακόμη ένα θέμα ανησυχίας θα είναι η μοίρα των θυγατρικών των Ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια. Το συλλογικό μερίδιό τους στην αγορά υπερβαίνει το 20% σε ορισμένες από αυτές τις αγορές, αλλά οι μητρικές τράπεζες δυσκολεύονται να χρηματοδοτήσουν τις λειτουργίες τους εν μέσω της πιστωτικής στενότητας. Η Εθνική Τράπεζα αποφάσισε να συγκεντρώσει τις θυγατρικές της εκτός Ελλάδας και Τουρκίας σε μία νέα εταιρεία holding, προκειμένου να διευκολύνει τη χρηματοδότησή τους (ή ως ένα πρώτο βήμα προς την τελική πώληση;). Τι είδους επιλογές θα πρέπει να αναλογιστούν οι διευθυντές και οι μέτοχοι των Ελληνικών Τραπεζών;

Από την άλλη πλευρά, θα ήταν επωφελές για την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας εάν η Κυβέρνηση συστήσει μία νέα κρατική επενδυτική τράπεζα, πιθανώς με τη βοήθεια της Γερμανικής κρατικής επενδυτικής τράπεζας KfW;

Θα πίστευε κανείς ότι μια ύφεση της τάξης περίπου του 7% θα ήταν η μεγαλύτερη ανησυχία των Ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά αυτό πόρρω απέχει. Το κυριότερο πρόβλημά τους είναι ότι οι Ελληνικές τράπεζες αποσύρουν ρευστότητα από την αγορά με αυξανόμενους και ανησυχητικούς ρυθμούς. Το δικέφαλο αυτό τέρας απειλεί να καταστρέψει ακόμη και τις σχετικά δυνατές και βιώσιμες επιχειρήσεις.

Τι μπορούν να κάνουν οι Ελληνικές τράπεζες για να στηρίξουν την Ελληνική αγορά; Πως μπορούν να προβλέψουν ποιες εταιρείες θα καταφέρουν να αντισταθούν στο οικονομικό τσουνάμι, με τι επιτόκιο θα πρέπει να δανείζουν και πως θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα θέματα των εγγυήσεων;

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ένας καταιγισμός συγχωνεύσεων που θα καταλήξει σε λιγότερες, πιο δυνατές τράπεζες θα δώσει λύση στο παραπάνω πρόβλημα. Άρα η εξαγορά ορισμένων Ελληνικών τραπεζών από ξένες τράπεζες θα ήταν η βέλτιστη λύση; ή μήπως οι στρατηγικές συμμαχίες με τις τράπεζες ''γίγαντες'' της Ευρώπης , αλλά και πέραν αυτής, έτσι ώστε να ανθίστανται στον οξύ παγκόσμιο ανταγωνισμό, κυρίως με τον μικρού κόστους δανεισμό από την ΕΚΤ ;

Η δουλειά του παραδοσιακού τραπεζικού τομέα είναι η δανειοδότηση. Ενώ αυτή η δήλωση ισχύει και στην παρούσα κατάσταση, ωστόσο είναι πιο περίπλοκη. Μήπως θα πρέπει οι Ελληνικές τράπεζες να αναζητήσουν την ανάπτυξη στη διαχείριση περιουσίας, στο bancassurance και την έκδοση χρεωστικών καρτών; στο retail γενικότερα;
Οι Ελληνικές τράπεζες διψάνε για χρηματοδότηση, οπότε είναι επιτακτική η ανάγκη να δημιουργήσουν στρατηγικές που θα τους επιτρέπουν να προσελκύουν καταθέσεις με λογικό κόστος. Επίσης, υπάρχει το θέμα του δανεισμού. Εφόσον οι Ελληνικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν τις κατάλληλες εγγυήσεις, μήπως τα νέα προγράμματα των κρατικών εγγυήσεων είναι η λύση; ή οι λεγόμενες στρατηγικές συμμαχίες και ,ας είμαστε ειλικρινείς, πολλές από τις λεγόμενες μικρές τράπεζες θα πρέπει να επιδιώξουν τη συγχώνευσή τους με μεγάλες τράπεζες ή τραπεζικούς οργανισμούς;

από το εβδομαδιαίο Forum της ΕΝΩΣΗΣ ΕΝΕΡΓΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
[30] 9/24-11-2011 ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΚΩΣΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ Τραπεζικός
 κού 

Δημοκρατική Λειτουργία των Κομμάτων




Δημοκρατική Λειτουργία των Κομμάτων

Τα πολιτικά κόμματα σύμφωνα με το Σύνταγμα είναι θεσμοί για την λειτουργία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, τη Δημοκρατική έκφραση του λαού, και τελικά την επιλογή της κυβέρνησης της Χώρας μας. Τα πολιτικά κόμματα υπάρχουν και λειτουργούν για το λαό και το συμφέρον του και δεν είναι ανώνυμες εταιρείες που λειτουργούν για το συμφέρον των μετόχων τους. 
Για να μπορούν όμως να παίξουν σωστά, συνταγματικά και δημοκρατικά τον ρόλο τους οφείλουν θεσμικά να υποχρεωθούν στην δημοκρατική λειτουργία τους. Εσωκομματική Δημοκρατική Λειτουργία που αν την παραβιάζουν οι ηγεσίες και οι ηγετικές ομάδες αυτών, θα μπορούν τα μέλη των κομμάτων να προσφεύγουν σε Συνταγματικό Δικαστήριο για να βρουν το δίκιο τους και να εξεταστεί αν πράγματι τηρήθηκαν οι Δημοκρατικές Διαδικασίες. Μέχρι σήμερα έχουμε διαπιστώσει όλοι μας ότι τα πολιτικά κόμματα λειτουργούν αυταρχικά χωρίς αξιοκρατία και δικαιοσύνη, επιβάλουν στα ψηφοδέλτιά τους μέλη των οικογενειών τους και άλλους κολλητούς παρατρεχάμενους που τις περισσότερες φορές δεν έχουν τα εχέγγυα, τις γνώσεις, την επαγγελματική εμπειρία ( αφού δεν έχουν εργαστεί πότε) και την ικανότητα να ανταποκριθούν σωστά στο ρόλο τους, για να μην πούμε ηθελημένα εξυπηρετούν μόνο και μόνο τα προσωπικά τους συμφέροντα και τις φιλοδοξίες τους. Αποτέλεσμα της όλης αυτής κατάστασης είναι αυτό που ζούμε σήμερα και ομολογείται από όλους ότι υπεύθυνο για την κρίση που βιώνουμε είναι διαχρονικά το πολιτικό σύστημα.
 Οι εκφραστές του μέχρι σήμερα πολιτικού συστήματος προσπαθούν με παραπλανητικές προτάσεις να πείσουν ότι δήθεν αυτοί θα βοηθήσουν τον τόπο και τον λαό και μόλις αναλαμβάνουν την εξουσία βυθίζουν την χώρα μας ακόμα περισσότερο.
Το πρόβλημα είναι πως καταρτίζονται δημοκρατικά τα ψηφοδέλτια των κομμάτων. Αυτό απαιτεί θεσμική καθιέρωση της Εσωκομματικής Δημοκρατίας τόσο για την κατάρτιση των ψηφοδελτίων όσο και για το πρόγραμμα που αναλαμβάνει να υλοποιήσει ένα πολιτικό κόμμα ως κυβέρνηση. Μόνο τότε θα υπάρχει το ενδιαφέρον των πολιτών για την συμμετοχή τους στα πολιτικά κόμματα καθώς και στα κοινά γιατί θα έχουν λόγο, θα εκλέγουν και θα εκλέγονται και με Δημοκρατικές Διαδικασίες θα επιλέγονται οι άριστοι για να διοικήσουν την πατρίδα μας.
Επομένως τα πολιτικά κόμματα ανήκουν στον λαό, υπάρχουν και λειτουργούν για τον τόπο και τον λαό μας και εάν θέλουν να έχουν μέλλον θα πρέπει να κατοχυρωθεί  θεσμικά η Εσωκομματική Δημοκρατική Λειτουργία τους με δυνατότητα των μελών τους να προσφεύγουν στο Συνταγματικό Δικαστήριο όταν θεωρούν ότι αυτή παραβιάζεται.  

από το forum της ΕΝΩΣΗΣ ΕΝΕΡΓΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Εισήγηση  ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ ΛΥΡΟΥ δικηγόρου
[24] 2/17-11-2011


Η θρησκευτική ελευθερία στην Ευρώπη με αφορμή την υπόθεση Lautsi


Η θρησκευτική ελευθερία στην Ευρώπη με αφορμή την υπόθεση Lautsi
                                                                                  
                                                                            

Ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προσέφυγε την 27-06-2006 η Ιταλίδα υπήκοος Soile Lautsi, για λογαριασμό της και ως εκπρόσωπος των ανηλίκων τότε τέκνων της με αίτημα την καταδίκη της Ιταλίας για παραβίαση του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (δικαίωμα επί της θρησκευτικής ελευθερίας) καθώς και του άρθρου 2 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής (δικαίωμα των γονέων να αξιώσουν από το κράτος θρησκευτική εκπαίδευση σύμφωνη προς τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις) σε συνδυασμό και προς το άρθρο 14 της Συμβάσεως (απαγόρευση διακρίσεων). Τούτο διότι στις αίθουσες διδασκαλίας των δημοσίων σχολείων της Ιταλίας ήταν ανηρτημένος ο Εσταυρωμένος, πράγμα το οποίο ήταν (κατά την προσφεύγουσα) αντίθετο προς το χαρακτήρα του ιταλικού κράτους ως ουδέτερου θρησκευτικά κράτους.
                Στις 3-11-2009, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (Τμήμα II), έκανε δεκτή την εν λόγω προσφυγή και καταδίκασε την Ιταλία. Στις 28-01-2010, η Κυβέρνηση ζήτησε η υπόθεση να παραπεμφθεί στο Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως.
Η διατύπωση της απόφασης του 2011 αφήνει να εννοηθεί ότι το επίδικο ζήτημα κρίνεται εν τέλει μέσα από δύο πρίσματα: το περιθώριο εκτίμησης του ενδιαφερομένου Κράτους και το ευρύτερο περιβάλλον εντός του οποίου κρίνεται η επιλογή του. Με άλλα λόγια, αυτό που φαίνεται να απορρέει από την απόφαση του Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως είναι ότι το ίδιο ζήτημα δεν μπορεί να κριθεί με τους ίδιους όρους για παράδειγμα στην Ελβετία και στην Ιταλία.
                Το Δικαστήριο παραπέμπει, στη νομολογία του σχετικά με τη θέση της θρησκείας στο σχολικό πρόγραμμα σπουδών. Η διαμόρφωση και ο σχεδιασμός του προγράμματος σπουδών εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των Συμβαλλομένων Κρατών. Καταρχήν, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί τέτοιου είδους ερωτημάτων, καθώς οι λύσεις μπορούν, νομίμως, να διαφέρουν ανάλογα με τη χώρα και την ιστορική περίοδο. Ειδικότερα, η δεύτερη φράση του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 δεν εμποδίζει τα Κράτη-Μέλη να μεταδίδουν, μέσω της διδασκαλίας ή της εκπαίδευσης, πληροφορίες ή γνώσεις άμεσα ή έμμεσα θρησκευτικής ή φιλοσοφικής φύσης. Δεν επιτρέπει καν στους γονείς να αντιτάσσονται στην ενσωμάτωση της εν λόγω διδασκαλίας ή εκπαίδευσης στο σχολικό πρόγραμμα σπουδών.
                Το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση για το εάν θα διαιωνιστεί ή όχι μια παράδοση εμπίπτει, καταρχήν, στο περιθώριο εκτιμήσεως του εναγόμενου Κράτους. Λαμβάνει επίσης υπόψη το γεγονός ότι η Ευρώπη χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλομορφία μεταξύ των Κρατών που την απαρτίζουν, ιδιαίτερα στη σφαίρα της πολιτιστικής και της ιστορικής εξέλιξης. Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι η αναφορά σε μια παράδοση δεν μπορεί να απαλλάξει ένα συμβαλλόμενο Κράτος από την υποχρέωσή του να σέβεται τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη και τα Πρωτόκολλά της.              Συνεπώς, το Δικαστήριο οφείλει, καταρχήν, να σέβεται τις αποφάσεις των Συμβαλλόμενων Κρατών στα θέματα αυτά, συμπεριλαμβανόμενου και του χώρου που παραχωρούν στη θρησκεία, υπό την προϋπόθεση ότι οι αποφάσεις αυτές δεν θα οδηγούν σε μια μορφή κατήχησης.
                        Το ΕΔΔΑ όμως φαίνεται να λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη του την παράμετρο του περιβάλλοντος εντός του οποίου κρίνεται η έκθεση του Εσταυρωμένου, δηλαδή την αντιμετώπιση των άλλων θρησκειών στο πλαίσιο το ιταλικού δημοσίου σχολείου. Η παράγραφος 74 της απόφασης αναφέρει ότι : «η Ιταλία ανοίγει το θρησκευτικό περιβάλλον και σε άλλες θρησκείες.            Όσο όμως κι αν καταβάλλεται προσπάθεια στο πλαίσιο της κρατικής σφαίρας ώστε να μην δημιουργούνται ανισότητες, είναι γεγονός ότι η αυξημένη «ορατότητα» που αποδίδεται ιδίως στην κυριαρχούσα θρησκεία δεν μπορεί παρά να δημιουργεί δυσάρεστες καταστάσεις στις σύγχρονες πολυσύνθετες κοινωνίες (βλ. σχόλιο της Θάνου στην απόφαση Lautsi δημοσιευμένο στην Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου σελ. 224-225).  Το γεγονός ότι βρισκόμαστε και διαβιούμε στον ευρωπαϊκό χώρο δεν είναι δυνατό να επιτρέψει την αλλοίωση της πολιτισμικής μας ταυτότητας.
                        Η απόφαση του Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως του ΕΔΔΑ δέχεται λοιπόν ότι οι επικαλούμενες διατάξεις της ΕΣΔΑ δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν κατά τον τόσο αυστηρό και απόλυτο τρόπο, σε σημείο που τα ευρωπαϊκά κράτη, να δεσμεύονται υπέρμετρα και πέρα από κάθε λογική και να μην έχουν κανένα απολύτως περιθώριο να κινηθούν και να δείξουν, ότι σέβονται τις αρχές και τις παραδόσεις τους, που σχηματίζουν την πολιτιστική υπόσταση του κράτους.
                        Δεν είναι δυνατόν επομένως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να έρχεται και να αποφασίζει π.χ. ότι τα ευρωπαϊκά κράτη δεν επιτρέπεται να στολίσουν τις σχολικές τους αίθουσες με ένα σύμβολο της ιστορίας τους (της πολιτικής ή της θρησκευτικής) χωρίς κανένα λόγο. Αυτό ακριβώς το πολύ καίριο σημείο πρόσεξε η απόφαση του Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Lautsi και ορθώς βεβαίως το ενέταξε στο παγίως αποδεκτό από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου «περιθώριο εκτίμησης», που αναγνωρίζεται στα ευρωπαϊκά κράτη κατά την εφαρμογή των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
                        Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν παραβλέπει ότι η αναφορά σε μια παράδοση δεν μπορεί να απαλλάξει ένα συμβαλλόμενο Κράτος από την υποχρέωσή του να σέβεται τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη και τα Πρωτόκολλά της. Συνεπώς, έκρινε ότι καταρχήν οι αποφάσεις των Συμβαλλόμενων Κρατών στα θέματα αυτά πρέπει να είναι σεβαστές, συμπεριλαμβανόμενου και του χώρου που παραχωρούν στη θρησκεία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι αποφάσεις αυτές δεν θα οδηγούν σε μια μορφή κατήχησης.
                Η απόφαση του ΕΔΔΑ, εν τέλει, είναι περισσότερο μια πολιτική και διπλωματική απόφαση παρά εναρμονίζεται με τη δημιουργική ερμηνεία της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της. Ακυρώνει σε σημαντικό βαθμό την υποχρέωση ουδετερότητας του κράτους στην εκπαίδευση των μαθητών. Η απόρριψη της προσφυγής της μητέρας δεν είναι μια προσωπική ήττα της ιδίας αλλά αποτελεί παράλληλα και μια ήττα του σύγχρονου ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού που στηρίζεται στο κοσμικό κράτος και στις αρχές της ισότητας των πολιτών και της ουδετερότητας του κράτους στα θρησκευτικά ζητήματα ( βλ. Χειρδάρη στην απόφαση Lautsi δημοσιευμένο στο Νομικό βήμα (σελ.1045-1046).


Από  το forum της ΕΝΩΣΗΣ ΕΝΕΡΓΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ 
Εισήγηση Μαρίας Κ. Δουλή δικηγόρου
     Αθήνα, 26-04-2012

 
                                                                            

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ή ΌΧΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ?


·         
     ΠΑΡΑΜΟΝΗ ή ΌΧΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ?


Αγαπητοί φίλοι-φίλες,
Αυτές είναι μερικές σκέψεις μου σχετικά με την παραμονή ή όχι  της χώρας μας στην Ευρωζώνη.
Κατά τη γνώμη μου η χώρα μας (και όχι μόνο) δοκιμάζεται σήμερα, στα πλαίσια ασφαλώς «του οράματος» της ενωμένης Ευρώπης, το οποίο διατηρεί βέβαια την ιστορική του δυναμική αλλά δεν έχει καμιά σχέση με την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης και των επιλογών της Άγκελας Μέργκελ και Νικολά Σαρκοζί. Οι αρχικές συνθήκες που προβλέπονταν στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση και ήταν απαραίτητες, ώστε να δημιουργηθεί μια ιδανική νομισματική ζώνη και να υπάρξει μια σύγκλιση ρυθμών ανάπτυξης και παραγωγής, δεν εκπληρώθηκαν ποτέ πλήρως και αυτό γιατί υπήρξε μεγάλη απόκλιση στην επιλογή αποτελεσματικών δημοσιονομικών, συναλλαγματικών πολιτικών με επακόλουθο την επικράτηση μιας αλόγιστης απειθαρχίας, που δημιούργησε σοβαρά προβλήματα σήμερα στις δοκιμαζόμενες δημοσιονομικά χώρες PIGS (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία….κ.λ.π). Η ελπίδα για δομικές μεταρρυθμίσεις δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν τις αποκλίσεις σε μισθούς και σε ρυθμό αύξησης παραγωγικότητας. Το αποτέλεσμα ήταν η απώλεια της ανταγωνιστικότητας των κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Όπως λειτουργεί το σύστημα σήμερα οδηγεί τα κράτη της περιφέρειας σε μαρασμό. Λύση του προβλήματος μπορεί να είναι  η λήψη μέτρων για σύγκλιση της ανταγωνιστικότητας, που απαιτεί όμως σημαντικά κεφάλαια καθώς επίσης και την έκδοση ευρωομολόγων. Οι φορολογούμενοι των κρατών του επονομαζόμενου «πυρήνα», ωστόσο, ειδικότερα εκείνοι των κρατών που δημιουργούν εισοδήματα όπως η Γερμανία και η Γαλλία, δεν θα αποδεχθούν εύκολα οι φόροι που πληρώνουν να εξυπηρετούν το χρέος ολόκληρης της Ευρωζώνης.
Εάν η Ευρωζώνη δεν επιλύσει τα προβλήματα που υπάρχουν σήμερα, ας μην μας φαίνεται ουτοπικό στο άμεσο μέλλον ότι μπορεί κράτη-μέλη της να αμφισβητήσουν τα πλεονεκτήματα της παραμονής τους σε αυτήν.
 Σύμφωνα με τον παγκοσμίου φήμης νομπελίστα οικονομολόγο Νουριέλ Ρουμπινί, η Ευρωζώνη οδεύει προς τη διάσπαση της. Ο Ρουμπινί πιστεύει πως η τρέχουσα προσέγγιση των ευρωπαίων αξιωματούχων δεν έχει και δεν πρόκειται να επιλύσει τα θεμελιώδη προβλήματα των αποκλίσεων μεταξύ κρατών σε θέματα ανταγωνισμού και οικονομίας. Προβλέπει πως αυτό θα έχει ως τελικό αποτέλεσμα τη διάλυση της Ευρωζώνης καθώς κάποια από τα λιγότερο ισχυρά κράτη-μέλη θα οδηγηθούν σε αδιέξοδο.
Πιστεύω ότι η επιλογή αποχώρησης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη με άλλα λόγια η επιλογή αποδέσμευσης από το ευρώ και επιστροφής στο εθνικό νόμισμα (νέα δραχμή), δεν αποτελεί τεχνοκρατική θεώρηση της σχέσης «κόστους-ωφέλειας», αλλά πρέπει να συνδέεται άρρηκτα με το ζήτημα της λαϊκής κυριαρχίας, τις κατευθύνσεις οικονομικής πολιτικής και μελλοντικής προοπτικής της χώρας μας.
Νομίζω ότι είναι εμφανής η τάση για δημιουργία ενός Γερμανικού Διευθυντηρίου.
Σίγουρα για την χώρα μας σήμερα δεν διαφαίνεται καμιά πρόθεση να εγκαταλείψουμε το Ευρώ, καθώς το αντίθετο θα μας δημιουργούσε άμεσα πολλά προβλήματα και θα δημιουργούσε χάος στις αγορές με τεράστιες κεφαλαιακές ζημιές.
o    Κάθε μέρα όμως που περνά τα δάνεια που παίρνουμε, θα μας κρατούν εντός του ευρώ προσωρινά μέχρις ότου διασωθούν οι Γερμανικές τράπεζες, που θα χρησιμοποιήσουν τον χρόνο που εμείς "αγοράζουμε" (δανειζόμενοι) εκ μέρους τους, ώστε να προλάβουν να πουλήσουν τα ομόλογά μας, αλλά κάποια στιγμή δεν θα μπορέσουμε να αποπληρώσουμε. Και τότε; Θα οδηγηθούμε σε στάση πληρωμών ως συνέπεια ενός απίστευτα αναποτελεσματικού δανεισμού δεκάδων δις ευρώ για εξυπηρέτηση της παραπάνω λογικής και επιπλέον θα αποβληθούμε από την Ευρωζώνη.
o    Τα πράγματα όμως θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά αν από την αρχή της κρίσης δεν είχαμε εμπλακεί σε καμιά διαπραγμάτευση με την κα Μέρκελ και θέταμε τους εταίρους μας προ ενός απλού διλήμματος: Άμεση στάση πληρωμών (με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν  για το ευρώ) ή πραγματική οικονομική ενοποίηση της Ευρωζώνης.
Τέλος εκτιμώ ότι συνεχή επιδίωξή μας πρέπει να αποτελεί η βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς μας, διευρύνοντας την αμοιβαία και επωφελή συνεργασία μας και με άλλες χώρες εκτός Ευρωζώνης, δεδομένου ότι θα υπάρξουν διεθνείς οικονομικές ανακατατάξεις με εμπλοκή της Κίνας και Ρωσίας ενεργά στην αντιμετώπιση της Ευρωπαϊκής κρίσης.

 Από το Forum της ΕΝΩΣΗΣ ΕΝΕΡΓΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
 Εισήγηση Ηλίας Μανιάτης Νο [17].6/10.11.11
 Πολιτικός Επιστήμονας
 Αναλυτής προγραμματιστής συστημάτων Η/Υ

Η ΤτΕ ως αναπόσπαστο μέλος του Ευρωσυστήματος


 Η ΤτΕ ως αναπόσπαστο μέλος του Ευρωσυστήματος

Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Η "Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας" και το "Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας" (Καταστατικό του ΕΣΚΤ) αποτελούν τη νομική βάση για το ΕΣΚΤ. Η Συνθήκη ρυθμίζει την εκτέλεση των λειτουργιών κεντρικής τράπεζας για τη ζώνη του ευρώ από την ΕΚΤ και τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες (ΕθνΚΤ). Το Καταστατικό ορίζει ειδικότερα τα σχετικά καθήκοντα και λειτουργίες της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ.

Τα νομικά κείμενα που θεσπίζουν το ΕΣΚΤ – η "Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας" και το "Καταστατικό του ΕΣΚΤ" – συντάχτηκαν με γνώμονα ότι όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα υιοθετήσουν το ευρώ και, επομένως, το ΕΣΚΤ θα εκτελεί όλα τα καθήκοντα που απορρέουν από το ενιαίο νόμισμα. Ωστόσο, έως ότου όλες οι χώρες της ΕΕ εισαγάγουν το ευρώ, το Ευρωσύστημα έχει αναλάβει τον ρόλο της νομισματικής αρχής. Ο όρος "Ευρωσύστημα" βοηθά να γίνει κατανοητή η διάρθρωση των κεντρικών τραπεζών στη ζώνη του ευρώ.
Το Ευρωσύστημα, που είναι το σύστημα κεντρικών τραπεζών της ζώνης του ευρώ, περιλαμβάνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ.
Η ζώνη του ευρώ περιλαμβάνει σήμερα 17 χώρες: την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Κύπρο, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, την Ολλανδία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία, την Εσθονία και τη Φινλανδία.
Αποστολή του Ευρωσυστήματος
O πρωταρχικός σκοπός του Ευρωσυστήματος είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών (άρθρο 105, παράγραφος 1, της Συνθήκης), που μεταφράζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ως επίτευξη ρυθμών πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% σε μεσοπρόθεσμη βάση. Επίσης, χωρίς να επηρεάζεται ο στόχος της σταθερότητας των τιμών, το Ευρωσύστημα στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές της ΕΕ και συμβάλλει στην υλοποίηση των στόχων της Κοινότητας (που περιλαμβάνουν υψηλό επίπεδο απασχόλησης και αειφόρο οικονομική ανάπτυξη). Ενεργώντας ως χρηματοπιστωτική αρχή, το Ευρωσύστημα αποσκοπεί στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και την προώθηση της χρηματοπιστωτικής ενοποίησης στην Ευρώπη. 
Βασικά καθήκοντα του Ευρωσυστήματος
Η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναθέτει στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) την αποστολή να εκτελεί λειτουργίες κεντρικής τράπεζας για τη ζώνη του ευρώ. Το άρθρο 105 παράγραφος 2 της Συνθήκης και το άρθρο 3.1 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ εκχωρούν στο Ευρωσύστημα την αποκλειστική αρμοδιότητα να εκτελεί τα παρακάτω βασικά καθήκοντα:
  • να χαράσσει και να εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ,
  • να διενεργεί πράξεις συναλλάγματος,
  • να προωθεί την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών,
  • να κατέχει και να διαχειρίζεται τα επίσημα συναλλαγματικά διαθέσιμα των κρατών-μελών.
Ευρύτερα καθήκοντα του Ευρωσυστήματος αποτελούν:
  • η έκδοση τραπεζογραμματίων ευρώ, τα οποία είναι τα μόνα τραπεζογραμμάτια που έχουν ισχύ νόμιμου χρήματος στη ζώνη του ευρώ,
  • η συλλογή των στατιστικών στοιχείων που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος,
  • η συμβολή στον σχεδιασμό και την τροποποίηση των κανόνων που αφορούν στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας,
  • η προώθηση ρυθμίσεων για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και την αποτελεσματική διαχείριση χρηματοπιστωτικών κρίσεων,
  •  η συνεργασία με διεθνείς φορείς σε θέματα όπως η παγκόσμια ανάπτυξη και η μακροοικονομική σταθερότητα.
Δομή του Ευρωσυστήματος
Το Ευρωσύστημα διοικείται από το Διοικητικό Συμβούλιο και την Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΚΤ.

Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελεί το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της ΕΚΤ, τα τέσσερα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και τους Διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών (ΕθνΚΤ) των κρατών-μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ (επί του παρόντος 17 Διοικητές). Έχει το δικαίωμα να λαμβάνει τις πλέον ουσιώδεις, από στρατηγικής άποψης, αποφάσεις για το Ευρωσύστημα: είναι αρμόδιο για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής της ζώνης του ευρώ (καθορισμός των βασικών επιτοκίων, υποχρεωτικών διαθεσίμων) και για τον καθορισμό των κατευθυντήριων γραμμών που πρέπει να ακολουθούν οι ΕθνΚΤ του Ευρωσυστήματος κατά την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής.

Η Εκτελεστική Επιτροπή προετοιμάζει τις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, θέτει σε εφαρμογή τις αποφάσεις του και διαχειρίζεται τις καθημερινές εργασίες της ΕΚΤ. Απαρτίζεται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τέσσερα μέλη.

Το τρίτο όργανο λήψης αποφάσεων σε επίπεδο ΕΣΚΤ είναι το Γενικό Συμβούλιο, το οποίο συνθέτουν ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ και οι Διοικητές των ΕθνΚΤ των 27 κρατών-μελών της ΕΕ. Το Γενικό Συμβούλιο συμβάλλει στις συμβουλευτικές και συντονιστικές λειτουργίες της ΕΚΤ και στις προετοιμασίες για την εκάστοτε διεύρυνση της ζώνης του ευρώ. Μπορεί να θεωρηθεί ως μεταβατικό όργανο, καθώς εξακολουθεί να υφίσταται όσο υπάρχουν κράτη-μέλη της ΕΕ τα οποία δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει το ευρώ ως ενιαίο νόμισμα.
Στρατηγική Νομισματικής Πολιτικής 
Το Ευρωσύστημα είναι αρμόδιο για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ, με πρωταρχικό σκοπό τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών.

Η νομισματική πολιτική, δηλαδή η πολιτική καθορισμού των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, ασκείται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής λαμβάνονται συνήθως στην πρώτη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου κάθε μήνα με γνώμονα την επίτευξη του πρωταρχικού στόχου και κοινοποιούνται μέσα από συνέντευξη Τύπου του Προέδρου της ΕΚΤ.

Η στρατηγική νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος διατυπώθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο το 1998 και επιβεβαιώθηκε κατά την αξιολόγηση που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2003. Η στρατηγική αυτή περιλαμβάνει:
1) Έναν ορισμό για τη σταθερότητα των τιμών σε ποσοτικούς όρους. Το Διοικητικό Συμβούλιο επιδιώκει τη διατήρηση του ετήσιου ρυθμού πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα για τη ζώνη του ευρώ.

2) Δύο αναλυτικές προσεγγίσεις
  • Οικονομική ανάλυση. Αξιολογεί τις τρέχουσες οικονομικές και χρηματοοικονομικές εξελίξεις και τις συνέπειές τους για τον πληθωρισμό βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα. Στο πλαίσιο της οικονομικής ανάλυσης, δημοσιεύονται και οι προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος τέσσερεις φορές τον χρόνο.
  • Νομισματική ανάλυση. Αξιολογεί τις γενικότερες συνθήκες ρευστότητας βάσει πληροφοριών για τις συνιστώσες και τους παράγοντες μεταβολής της ποσότητας χρήματος, με στόχο τη διασταύρωση των ενδείξεων για την εξέλιξη του πληθωρισμού που προέρχονται από την οικονομική ανάλυση σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
ΜΕΣΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Tο Ευρωσύστημα έχει στη διάθεσή του ένα σύνολο εργαλείων νομισματικής πολιτικής προκειμένου να επιτευχθεί ο κύριος στόχος του (η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών). Ενώ η στρατηγική νομισματικής πολιτικής καθορίζει το επίπεδο επιτοκίων στην αγορά χρήματος που απαιτούνται για να διατηρήσουν τη σταθερότητα τιμών, το λειτουργικό πλαίσιο επιτρέπει την επίτευξη του επιτοκίου.

Με τη χρησιμοποίηση κάθε φορά του κατάλληλου συνόλου εργαλείων νομισματικής πολιτικής, η ΕΚΤ:
  • κατευθύνει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς χρήματος με τη διαχείριση της ρευστότητας στην αγορά χρήματος,
  • σηματοδοτεί τις προθέσεις νομισματικής πολιτικής της μέσω του καθορισμού των βασικών επιτοκίων της,
  • προωθεί τη λειτουργική αποδοτικότητα και βοηθά τα πιστωτικά ιδρύματα να ικανοποιήσουν τις ανάγκες ρευστότητάς τους κατά τρόπο ομαλό.
Πιο συγκεκριμένα, το λειτουργικό πλαίσιο του Ευρωσυστήματος είναι βασισμένο σε ορισμένες αρχές, οι οποίες στοχεύουν:
  • στη διευκόλυνση της αποδοτικής κατανομής των πόρων μιας ανοικτής οικονομίας με ελεύθερο ανταγωνισμό,
  • στην εξασφάλιση της λειτουργικής αποδοτικότητας στη διασφάλιση ίσης μεταχείρισης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ανεξάρτητα από το μέγεθος και τη θέση τους στην περιοχή του ευρώ,  
  • στην προστασία της αρχής της αποκέντρωσης στην εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής μέσα στη ζώνη του ευρώ,
  • στην εφαρμογή των αρχών της απλότητας, της διαφάνειας και της αποδοτικότητας δαπανών.
Η νομισματική πολιτική του Ευρωσυστήματος εκτελείται με αποκεντρωμένο τρόπο: Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ λαμβάνει την απόφαση και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες είναι αρμόδιες για την εφαρμογή της.

Το Ευρωσύστημα εκτελεί τις πράξεις ανοικτής αγοράς, προσφέρει τις πάγιες διευκολύνσεις και υποχρεώνει τα πιστωτικά ιδρύματα να τηρούν ελάχιστα αποθεματικά.
Οι πράξεις ανοικτής αγοράς
Οι πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος μπορούν να ταξινομηθούν στις ακόλουθες τέσσερεις κατηγορίες όσον αφορά στους στόχους, την τακτικότητα και τις διαδικασίες τους: 1. πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης
Οι πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης παρέχουν τακτικά ρευστότητα μέσω αντιστρεπτέων συναλλαγών με εβδομαδιαία συχνότητα και διάρκεια μιας εβδομάδας. Αυτές οι πράξεις εκτελούνται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) με τυποποιημένες δημοπρασίες. Από τον Ιούνιο 2000, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δημοσιεύει την πρόβλεψή της για τον μέσο όρο των αυτόνομων παραγόντων προσδιορισμού της ρευστότητας την ημέρα της ανακοίνωσης των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης. Από τον Μάρτιο 2004, με την εφαρμογή του νέου λειτουργικού πλαισίου του Ευρωσυστήματος για τη νομισματική πολιτική, η ΕΚΤ έχει αρχίσει να δημοσιεύει «το ποσό ισορροπίας» στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης την ημέρα της ανακοίνωσης και την ημέρα της κατανομής, καθώς επίσης και ενημερωμένη πρόβλεψη των μέσων αυτόνομων παραγόντων την ημέρα της κατανομής.
Οι πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης είναι αντιστρεπτέες συναλλαγές παροχής ρευστότητας με μηνιαία συχνότητα και διάρκεια τριών μηνών. Αυτές οι πράξεις στοχεύουν στην παροχή πρόσθετης πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης στους αντισυμβαλλόμενους και εκτελούνται από τις ΕθνΚΤ βάσει των τυποποιημένων δημοπρασιών. Σε αυτές τις πράξεις, το Ευρωσύστημα, καταρχάς, δεν σκοπεύει να σηματοδοτήσει το επίπεδο των επιτοκίων στην αγορά και, επομένως, κανονικά ενεργεί ως αποδέκτης τιμών.

Οι κύριες και οι πιο μακροπρόθεσμες πράξεις αναχρηματοδότησης εκτελούνται σύμφωνα με το προαναγγελθέν ημερολόγιο δημοπρασιών του Ευρωσυστήματος.
Οι πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας εκτελούνται σε ad hoc βάση, με στόχο τη διαχείριση της ρευστότητας στην αγορά και, ειδικότερα, προκειμένου να αμβλύνουν τις επιπτώσεις στα επιτόκια που προκαλούνται από απροσδόκητες διακυμάνσεις ρευστότητας στην αγορά. Οι πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας εκτελούνται πρωτίστως ως αντιστρεπτέες συναλλαγές, αλλά μπορούν επίσης να λάβουν τη μορφή οριστικής πράξης (αγοράς ή πώλησης), ανταλλαγής νομισμάτων και αποδοχής καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας. Οι πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας διενεργούνται κανονικά από τις ΕθνΚΤ μέσω ταχείας δημοπρασίας, αν και μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν διμερείς διαδικασίες. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζει εάν, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, οι πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας μπορούν να διενεργηθούν από την ίδια την ΕΚΤ.
Επιπλέον, το Ευρωσύστημα μπορεί να διενεργήσει διαρθρωτικές πράξεις όποτε η ΕΚΤ επιθυμεί να ρυθμίσει τη διαρθρωτική θέση του Ευρωσυστήματος έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα (είτε σε τακτική είτε σε μη τακτική βάση). Οι διαρθρωτικές πράξεις υπό μορφήν αντιστρεπτέων συναλλαγών και η έκδοση των πιστοποιητικών χρέους διενεργούνται από τις ΕθνΚΤ μέσω τυποποιημένων δημοπρασιών. Οι διαρθρωτικές πράξεις υπό μορφήν οριστικών συναλλαγών εκτελούνται μέσω των διμερών διαδικασιών.
Τράπεζα της Ελλάδος και Ευρωσύστημα
Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι η κεντρική τράπεζα της χώρας. Ιδρύθηκε το 1927 βάσει ενός Παραρτήματος του Πρωτοκόλλου της Γενεύης και άρχισε να λειτουργεί τον Μάιο του 1928. Από τον Ιανουάριο 2001 η Τράπεζα της Ελλάδος αποτελεί αναπόσπαστο μέλος του Ευρωσυστήματος, που απαρτίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EKT) και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που ανήκουν στη ζώνη του ευρώ. Έκτοτε η Τράπεζα της Ελλάδος συμβάλλει με τη δράση της στην επίτευξη των στόχων και την εκτέλεση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος, το οποίο χαράσσει και εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ.

Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρμόδια για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος στην Ελλάδα και τη διαφύλαξη της σταθερότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ως πρωταρχικός σκοπός ορίζεται από το Καταστατικό της η διασφάλιση της σταθερότητας του γενικού επιπέδου των τιμών. Στο βαθμό που δεν επηρεάζεται η επίτευξη του πρωταρχικού της σκοπού, η Τράπεζα στηρίζει τη γενική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, έχει κατοχυρωθεί η θεσμική, προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία της, αλλά και η άσκηση δημοκρατικού ελέγχου εκ μέρους της Βουλής.

Oι αρμοδιότητες της Τράπεζας διακρίνονται σε αυτές που εντάσσονται στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος και σε άλλες αρμοδιότητες, και συνοπτικά είναι οι εξής:


1. Αρμοδιότητες στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος
  • Συμμετέχει στη χάραξη της ενιαίας νομισματικής πολιτικής της ζώνης του ευρώ και την εφαρμόζει στην Ελλάδα.
  • Διαχειρίζεται για λογαριασμό της ΕΚΤ μέρος των σε συνάλλαγμα και χρυσό διαθεσίμων της τελευταίας, σύμφωνα με τις οδηγίες της ΕΚΤ.
  • Ασκεί την επίβλεψη των συστημάτων και των μέσων πληρωμών, με σκοπό τη διασφάλιση της σταθερότητας, της αξιοπιστίας και της αποδοτικότητάς τους. Στο πλαίσιο της αρμοδιότητας αυτής, παρακολουθεί και επιβλέπει, μεταξύ άλλων, το σύστημα πληρωμών ΔΙΑΣ και το Γραφείο Συμψηφισμού Αθηνών. Από τις 19 Μαΐου 2008, συμμετέχει στο Target2 , το νέο διευρωπαϊκό σύστημα ταχείας μεταφοράς κεφαλαίων και διακανονισμού σε συνεχή χρόνο.
  • Προωθεί ρυθμίσεις για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και την αποτελεσματική διαχείριση χρηματοπιστωτικών κρίσεων.
  • Συλλέγει στατιστικά στοιχεία από νομισματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (δηλαδή, τις τράπεζες και τα αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων).  
  • Εκδίδει τραπεζογραμμάτια ευρώ, τα οποία κυκλοφορούν ως νόμιμο χρήμα, μετά από έγκριση της ΕΚΤ, και είναι αρμόδια για την κυκλοφορία και διαχείριση των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ στην Ελλάδα.
  • Φροντίζει για την προμήθεια των αναγκαίων ποσοτήτων ανά αξία, είτε από το Ίδρυμα Εκτύπωσης Τραπεζογραμματίων και Αξιών (ΙΕΤΑ), είτε από διασυνοριακές χρηματαποστολές, καθώς και για την ασφαλή αποθήκευση, διακίνηση και την επανακυκλοφορία ή την καταστροφή τους και μεριμνά για τον ομαλό εφοδιασμό της οικονομίας.
2. Άλλες Αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος
  • Εποπτεύει τα πιστωτικά ιδρύματα καθώς και ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας.
  • Εποπτεύει και ελέγχει τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις καθώς και τους διαμεσολαβητές στις ασφαλίσεις.
  • Έχει την ευθύνη για τη διαχείριση και τη λειτουργία του Συστήματος Παρακολούθησης Συναλλαγών επί Τίτλων με Λογιστική Μορφή (Άυλοι Τίτλοι).
  • Έχει την ευθύνη της λειτουργίας της Ηλεκτρονικής Δευτερογενούς Αγοράς Τίτλων (ΗΔΑΤ).
  • Έχει αναλάβει το χρηματικό διακανονισμό των συναλλαγών της ΕΧΑΕ μέσω του συστήματος SMART (System for Money Settlement of Athex Reconciled Transactions)
  • Κατέχει και διαχειρίζεται τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας στα οποία περιλαμβάνονται τα σε συνάλλαγμα και χρυσό διαθέσιμα της Τράπεζας της Ελλάδος και του Ελληνικού Δημοσίου.
  • Εξυπηρετεί το Ελληνικό Δημόσιο ως ταμίας και εντολοδόχος τού.
  • Καταρτίζει και δημοσιεύει στατιστικά στοιχεία που αφορούν την ελληνική οικονομία και διενεργεί εξειδικευμένες στατιστικές έρευνες.
  • Δημοσιεύει εκθέσεις και διεξάγει ερευνητικό έργο στο πλαίσιο της παρακολούθησης και ανάλυσης της οικονομικής συγκυρίας και της νομισματικής πολιτικής. 
Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αναπόσπαστο τμήμα του Ευρωσυστήματος:
  • Συμμετέχει στη διαμόρφωση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ το οποίο λαμβάνει τις αποφάσεις της νομισματικής πολιτικής.
  • Συμμετέχει στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει ρευστότητα και δέχεται καταθέσεις από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.
  • Ενημερώνει το ελληνικό κοινό για τη νομισματική πολιτική που ακολουθείται στη ζώνη του ευρώ, μέσα από τις τακτικές εκδόσεις της (Έκθεση Διοικητή, Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική).
Η  Τράπεζα  της  Ελλάδος έχει  σαφείς  αρμοδιότητες  στον  τομέα  των   συστημάτων πληρωμών σύμφωνα με το Καταστατικό της, το οποίο έχει εναρμονιστεί με το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Στο πλαίσιο αυτό, δύναται να θέτει κανόνες λειτουργίας και να επιβλέπει συστήματα πληρωμών και συστήματα εκκαθάρισης εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών, με στόχο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία τους και ιδίως τον περιορισμό του συστημικού κινδύνου και την ενίσχυση του ανταγωνισμού. Επίσης, να διαχειρίζεται τέτοια συστήματα, επιφυλασσομένων των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.
Τα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού χρεογράφων παρουσιάζονται εδώ στις εξής κατηγορίες
1) Σύστημα Μεγάλων Πληρωμών (TARGET2) 

Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι ο διαχειριστής της ελληνικής συνιστώσας του συστήματος πληρωμών μεγάλης αξίας σε πραγματικό χρόνο TARGET2
(Το σύστημα TARGET άρχισε να λειτουργεί το 1999 και απαρτιζόταν από τα εθνικά συστήματα διακανονισμού πληρωμών σε συνεχή χρόνο των κρατών-μελών της ΕΕ που συμμετείχαν στην ΟΝΕ, το μηχανισμό πληρωμών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και το μηχανισμό διασύνδεσής τους. Στο TARGET, όπως και στο TARGET2, είχαν τη δυνατότητα να συνδεθούν και τα συστήματα πληρωμών των χωρών της ΕΕ που δεν είχαν υιοθετήσει τo ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα συμμετείχε στο TARGET από την έναρξη λειτουργίας του με το σύστημα πληρωμών ΕΡΜΗΣ. Το TARGET2 είναι το νέο διευρωπαϊκό σύστημα πληρωμών, το οποίο αντικατέστησε το σύστημα  TARGET.  Στο TARGET2, μια ενιαία τεχνική πλατφόρμα (Ενιαία Κοινή Πλατφόρμα-ΕΚΠ) παρέχεται από τις κεντρικές τράπεζες της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, αντικαθιστώντας την αποκεντρωμένη δομή του αρχικού συστήματος TARGET. Με το TARGET2, το Ευρωσύστημα προσφέρει υπηρεσίες με ενιαία τιμολόγηση των πληρωμών τόσο εντός όσο και μεταξύ των κρατών-μελών που συμμετέχουν σε αυτό, με γνώμονα την ανάκτηση του κόστους. Το TARGET2 προσφέρει μεγάλο εύρος υπηρεσιών για να καλύψει τις απαιτήσεις όλων των χρηστών (ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα, Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας). Η ενιαία πλατφόρμα του TARGET2 υποστηρίζει την ομογενοποίηση των εργασιών των τραπεζών, η οποία συμβάλλει στην ομαλή και αποτελεσματική επεξεργασία των πληρωμών. Επιπλέον, το TARGET2 διαθέτει προηγμένα μέσα διαχείρισης της ρευστότητας καθώς και εναρμονισμένες διαδικασίες για τον διακανονισμό των επικουρικών συστημάτων, δηλαδή των συμψηφιστικών συστημάτων και των συστημάτων διακανονισμού χρεογράφων. Το TARGET2 προσφέρει, επίσης, το υψηλότερο δυνατό επίπεδο αξιοπιστίας, καθώς και προηγμένους μηχανισμούς για τη συνέχιση των εργασιών.)  

2)
Συστήματα Πληρωμών Λιανικής 
3) Συστήματα Διακανονισμού Χρεογράφων