Το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ),
(διεθνής ονομασία International Monetary Fund "IMF"), είναι
ένας διεθνής οργανισμός ο οποίος επιβλέπει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό
σύστημα παρακολουθώντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και
τα ισοζύγια πληρωμών και προσφέροντας οικονομική και τεχνική βοήθεια
όταν του ζητηθεί. Το ΔΝΤ ιδρύθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 1945 στην Ουάσιγκτον,
πρωτεύουσα των ΗΠΑ κατόπιν συνομολόγησης 29 Χωρών που είχαν συμβάλει
στο 80% του κεφαλαίου. Η ίδρυση του Οργανισμού αυτού είχε προπαρασκευαστεί κατά
τη Διεθνή Νομισματική και Χρηματοδοτική Συνδιάσκεψη που συνήλθε στο Μπρέτον
Γουντς, του Νιού Χαμσάιρ των ΗΠΑ, ενάμισι χρόνο πριν, από 1ης Ιουλίου μέχρι 22
Ιουλίου του 1944. Έδρα του Οργανισμού ορίσθηκε η Ουάσιγκτον ως πρωτεύουσα της
χώρας με το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής.Η ίδρυση του ΔΝΤ αποφασίστηκε στη
Συνδιάσκεψη του Μπρέτον Γουτζ, στις 22 Ιουλίου του 1944. Αρχιτέκτονες
της δημιουργίας του ήταν ο διεθνούς φήμης άγγλος οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ
Κέινς, υπέρμαχος της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, και ο βοηθός υπουργός
Οικονομικών των ΗΠΑ, Χάρι Γουάιτ. Η δημιουργία του υπάκουσε στην ανάγκη για τη
μεταπολεμική ανασυγκρότηση του κόσμου. Στις 27 Δεκεμβρίου του 1945
εγκρίθηκε το καταστατικό του και την 1η Μαρτίου του 1947 άρχισε η
λειτουργία του, με πρώτο διευθυντή τον βέλγο Καμίγ Γκιτ. Το ΔΝΤ και το «δίδυμο
αδερφάκι του», η Παγκόσμια Τράπεζα, δημιουργήθηκαν από τον Οργανισμό Ηνωμένων
Εθνών και σήμερα αριθμούν 184 μέλη. Για διάφορους λόγους, δεν συμμετέχουν η
Βόρειος Κορέα, η Κούβα, το Λίχτενσταϊν, η Ανδόρα, το Μονακό, το Τουβαλού και το
Ναούρου.
Κύριος σκοπός του εν λόγω οργανισμού είναι η προώθηση της διεθνούς
νομισματικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών με ισόρροπη ανάπτυξη του
διεθνούς εμπορίου. Για τον σκοπό αυτό προωθούνται συγκεκριμένα μέτρα, ή οσάκις
κρίνεται αναγκαίο αποφασίζονται ιδιαίτερα μέτρα, μεταξύ των οποίων είναι:
1.
Η ενιαία διαδικασία ομαλής προσαρμογής εκάστου κράτους μέλους
στις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
2.
Διεθνείς διαβουλεύσεις σε περιπτώσεις σημαντικών αλλαγών των
ακολουθουμένων συναλλαγματικών πρακτικών.
3.
Επιβολές ορισμένων περιοριστικών συναλλαγματικών μέτρων και
τέλος
4.
Άρση των παραπάνω περιοριστικών μέτρων κατόπιν διαπιστωμένης
βελτίωσης οικονομικής θέσης του συγκεκριμένου κράτους-μέλους.
Ανώτατο διοικητικό όργανο του ΔΝΤ είναι το λεγόμενο «Συμβούλιο
των Διοικητών» στο οποίο εκπροσωπείται κάθε κράτος μέλος μ΄ ένα Διοικητή και
έναν αναπληρωματικό για πέντε συνεχή έτη. Το Συμβούλιο αυτό συνέρχεται μία φορά
ετησίως στη λεγόμενη "Τακτική Σύνοδο". Κατά τη διάρκεια της συνόδου
αυτής εγκρίνονται τα πεπραγμένα του Οργανισμού, εκλέγονται νέοι διευθυντές, ενώ
λαμβάνονται διάφορες αποφάσεις όπως π.χ. τυχόν αλλαγή ισοτιμιών, περί εισόδου
νέων μελών, κ.λπ.
Πολλές από τις εξουσίες του Συμβουλίου των διοκητών έχουν σήμερα
μεταβιβαστεί στο Εκτελεστικό Συμβούλιο που αποτελεί τον αμέσως
υφιστάμενο όργανο του ΔΝΤ. Ο Διοικητικός Διευθυντής του Συμβουλίου προΐσταται
του Εκτελεστικού Συμβουλίου καθώς και όλου του προσωπικού του Οργανισμού που
υπολογίζεται περίπου στα 4000 άτομα από 180 και πλέον χώρες. Σημειώνεται ότι το
Εκτελεστικό Συμβούλιο ασχολείται κυρίως με θέματα τρέχουσας φύσεως του
Οργανισμού αφού για τα σημαντικότερα επιλαμβάνεται αυτό τούτο το Συμβούλιο των
Διοικητών.
Μέλη του ΔΝΤ γίνονται δεκτά μόνο ελεύθερες και κυρίαρχες χώρες.
Το 2000 τα μέλη του ΔΝΤ αριθμούσαν 182 χώρες. Στα συστήματα παρακολούθησης των
οικονομιών, συνεισφέρουν στατιστικά δεδομένα χωρίς να είναι μέλη του ΔΝΤ,
οι Παλαιστινιακές Αρχές, το Χονγκ Κονγκ όργανα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για
την Ευρωζώνη και η Eurostat για όλη την ΕΕ.
Οποιαδήποτε χώρα μπορεί να ζητήσει να γίνει μέλος του ΔΝΤ. Η
αίτηση θα εξεταστεί πρώτα από το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ, το οποίο θα
υποβάλει έκθεση στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΝΤ με εισηγήσεις. Οι εισηγήσεις
αφορούν το μερίδιο που αναλογεί (quota) στο υποψήφιο μέλος, τον τρόπο πληρωμής
της συνδρομής, και άλλους όρους και προϋποθέσεις για ένταξη. Αφού το
Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει την έκθεση, η αιτούσα χώρα οφείλει να λάβει τα
απαραίτητα νομικά μέτρα σύμφωνα με τη δική της νομοθεσία ώστε να μπορέσει να
υπογράψει τη σχετική συμφωνία με το ΔΝΤ και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της
ως μέλος.
Το μερίδιο (quota) ενός μέλους του ΔΝΤ καθορίζει τη συνδρομή που
πρέπει να πληρώνει, το βάρος της ψήφου του, την πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις από
το ΔΝΤ, και το μερίδιό του σε Special Drawing Rights. Ένα μέλος δεν μπορεί
μονομερώς να αυξήσει το μερίδιό του - η οποιαδήποτε αύξηση πρέπει πρώτα να
εγκριθεί από το Εκτελεστικό Συμβούλιο. Για παράδειγμα, το 2001 δεν επιτράπηκε
στην Κίνα να αυξήσει το μερίδιό της όσο επιθυμούσε, ώστε να
παραμείνει στο επίπεδο της μικρότερης οικονομίας των G7 (Καναδάς).
Έκτοτε, η συνεισφορά της έχει αυξηθεί μόνο ελαφρώς.
Η βασική αποστολή του ΔΝΤ είναι να παρέχει τεχνική και
οικονομική βοήθεια σε χώρες που βρίσκονται σε πολύ δύσκολη οικονομική
κατάσταση. Χώρες-μέλη που έχουν πρόβλημα με το ισοζύγιο πληρωμών μπορούν
να ζητήσουν δάνεια και βοήθεια στη διαχείριση της εθνικής τους οικονομίας. Για
να δοθεί η βοήθεια απαιτείται συνήθως από τις χώρες αυτές να προβούν σε
μεταρρυθμίσεις (οι οποίες αναφέρονται σε μερικές περιπτώσεις ως "συναίνεση
της Ουάσινγκτον"). Αυτές οι μεταρρυθμίσεις συνήθως απαιτούνται γιατί χώρες
με σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία μπορούν να δημιουργήσουν οικονομικές,
νομισματικές και πολιτικές πρακτικές οι οποίες να οδηγήσουν οι ίδιες το σύστημα
σε κρίση. Για παράδειγμα, χώρες με τεράστια ελλείμματα προϋπολογισμού,
ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, αυστηρό έλεγχο τιμών, ή ιδιαίτερα υπερτιμημένο ή
υποτιμημένο νόμισμα διατρέχουν τον κίνδυνο να αντιμετωπίσουν στο μέλλον σοβαρό
πρόβλημα με το ισοζύγιο πληρωμών. Έτσι, τα προγράμματα αυτά έχουν ως στόχο, να
διορθώσουν τις συνθήκες που οδήγησαν στην οικονομική κρίση και όχι απλώς να
χρηματοδοτήσουν την έλλειψη υπεύθυνης στάσης στα οικονομικά.Όταν η βοήθεια
συνίσταται από δάνεια, αυτά συνήθως δίνονται σε δόσεις, καθεμιά από τις οποίες
δίνεται υπό την προϋπόθεση ότι έχουν επιτευχθεί συγκεκριμένοι στόχοι.
Η προσέγγιση του ΔΝΤ έχει δεχτεί πολλές επικρίσεις. Σύμφωνα με
πολλούς υποστηρικτές του ΔΝΤ, κάποιες από αυτές τις επικρίσεις είναι αποτέλεσμα
του ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν καλά τις λειτουργίες και τους
στόχους του ΔΝΤ, και αυτό οφείλεται στην έλλειψη διαφάνειας εντός του ΔΝΤ,
καθώς και στην περίπλοκη φύση του διεθνούς οικονομικού συστήματος γενικότερα.
Οι εισηγήσεις για βελτίωση αυτής της κατάστασης περιλαμβάνουν τη μείωση των
οικονομολόγων, οι οποίοι - πολλοί φοβούνται - ότι χρησιμοποιούν τις χώρες του
αναπτυσσόμενου κόσμου ως πειραματόζωα. Από την άλλη, κάποιοι φοβούνται ότι οι
αλλαγές αυτές που προτείνονται εισάγουν θέματα που είναι περισσότερο πολιτικά
παρά οικονομικά και τα οποία έχουν ήδη οδηγήσει σε οικονομικές κρίσεις. Σύμφωνα
με τον Ούλριχ Μπεκ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει ως πρωταρχικό στόχο
την αποτροπή μια παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Ο ρόλος των δύο οργανισμών του Μπρέτον Γουντς έχει
αμφισβητηθεί από μερικούς από τα τέλη της ψυχροπολεμικής περιόδου. Οι
επικριτές ισχυρίζονται ότι αυτοί που κατευθύνουν την πολιτική του ΔΝΤ εσκεμμένα
στήριξαν καπιταλιστικές στρατιωτικές δικτατορίες που πρόσκεινταν
φιλικά σε αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες. Οι επικριτές ισχυρίζονται
επίσης ότι το ΔΝΤ είναι σε γενικές γραμμές απαθές ή και εχθρικό στις απόψεις
τους για δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα και εργατικά
δικαιώματα. Η αντιπαράθεση αυτή έχει συμβάλει στη δημιουργία του κινήματος
ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Άλλοι ισχυρίζονται ότι το ΔΝΤ δεν έχει αρκετή
ισχύ για να δημοκρατικοποιήσει κυρίαρχα κράτη, αν και αυτό δεν εντάσσεται ούτως
ή άλλως στους δεδηλωμένους στόχους του, οι οποίοι είναι να συμβουλεύει και να
προωθεί την οικονομική σταθερότητα. Το επιχείρημα υπέρ του ΔΝΤ είναι ότι η
οικονομική σταθερότητα αποτελεί πρόδρομο της δημοκρατίας.
Δύο επικρίσεις από οικονομολόγους είναι ότι η οικονομική βοήθεια
δίδεται πάντοτε υπό διάφορες προϋποθέσεις (conditionalities), περιλαμβανομένων
των Προγραμμάτων Διαρθρωτικής Προσαρμογής (Structural Adjustment Programs). Οι
προϋποθέσεις, υποστηρίζεται, παρεμποδίζουν την κοινωνική σταθερότητα και
επομένως και τους δεδηλωμένους στόχους του ΔΝΤ, ενώ τα Προγράμματα Διαρθρωτικής
Προσαρμογής οδηγούν σε αύξηση της φτώχειας στις χώρες που δέχονται τη βοήθεια.
Κατά κανόνα, το ΔΝΤ και οι υποστηρικτές του είναι υπέρμαχοι
της μονεταριστικής προσέγγισης. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι εκείνοι που
ανήκουν στη σχολή σκέψης της προσφοράς(supply-side economics) διαφωνούν
ανοικτά με το ΔΝΤ. Το ΔΝΤ υποστηρίζει συχνά την υποτίμηση νομισμάτων,
την οποία η σχολή της προσφοράς θεωρεί ότι αυξάνει τον πληθωρισμό. Επίσης,
συνδέουν την ψηλή φορολογία των προγραμμάτων λιτότητας με συρρίκνωση
της οικονομίας.
Η υποτίμηση του νομίσματος συνιστάται από το ΔΝΤ σε κυβερνήσεις
χωρών των οποίων η οικονομία βρίσκεται σε κακή κατάσταση. Οι οικονομολόγοι που
δίνουν έμφαση στην προσφορά ισχυρίζονται ότι οι κεϋνσιανές πολιτικές του ΔΝΤ
είναι καταστροφικές για την οικονομική ευημερία.
Από την άλλη, το ΔΝΤ μερικές φορές υποστηρίζει "προγράμματα
λιτότητας", τα οποία συνεπάγονται αύξηση των φόρων ακόμη και
όταν η οικονομία είναι αδύνατη, με στόχο να παρέχουν έσοδα στην κυβέρνηση για
να αντιμετωπίσει το έλλειμμα προϋπολογισμού, κάτι που είναι αντίθετο με
την κεϋνσιανή πολιτική. Αυτές οι πολιτικές επικρίθηκαν από τον Τζόζεφ Ε.
Στίγκλιτς, πρώην οικονομολόγο και αντιπρόεδρο της Παγκόσμιας Τράπεζας, στο
βιβλίο του Globalization and Its Discontents. Ο Στίγκλιτς υποστήριξε
ότι, στρεφόμενο σε μια πιο νομισματική προσέγγιση, το ΔΝΤ δεν έχει πλέον έγκυρο
στόχο, αφού σχηματίστηκε για να παρέχει κονδύλια σε χώρες για να υλοποιήσουν
κεϋνσιανή αποκατάσταση των πληθωριστικών μεγεθών.
Πρόσφατα, η Ελλάδα, λόγω της πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης που
αντιμετωπίζει, αναγκάστηκε να καταφύγει στο μηχανισμό στήριξης του ΔΝΤ, το
οποίο από κοινού με την Τρόικα προέβη στη χορήγηση μεγάλων ποσών δανείων στη
χώρα, έναντι της λήψης δυσβάσταχτων οικονομικών μέτρων μέσω του Μνημονίου που
έπληξαν ανεπανόρθωτα τους Έλληνες πολίτες, επιφέροντας μάλιστα όλες τις γνωστές
ραγδαίες πολιτικοκοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις και προκαλώντας
πρωτόγνωρη οικονομική ύφεση. Δε μένει παρά να περιμένουμε τις μελλοντικές
εξελίξεις στη χώρα ώστε να αξιολογήσουμε εν τέλει την επίδραση σε πολιτικό και
οικονομικό επίπεδο των πολιτικών του Μνημονίου και των χρηματοδοτήσεων που
λήφθησαν από το ΔΝΤ. Πολιτικών οι οποίες ωστόσο έχουν ήδη δεχθεί ποικίλες και
σφοδρές επικρίσεις. Και όχι άδικα.
Από το εβδομαδιαίο forum της ΕΝΩΣΗΣ ΕΝΕΡΓΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
[29] 8/24-11-2011 Εισήγηση Ίλιας Αθανασάκη, Δικηγόρου