Άρθρο 1:
1. Το Πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
2. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή και εθνική κυριαρχία.
Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του
Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
3. Η
εθνική κυριαρχία είναι αδιαπραγμάτευτη, ανεκχώρητη και ανήκει στον
ελληνικό λαό, που την ασκεί με τους αντιπροσώπους του ή με
δημοψηφίσματα.
Άρθρο 44:
Ο
Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα
εθνικά θέματα ή για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρά κοινωνικά
ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών ζητημάτων, ύστερα από
απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών που
λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου ή ύστερα από την
συγκέντρωση και την υποβολή στον Πρόεδρο της Βουλής υπογραφών
τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ελλήνων πολιτών που ζητούν την
διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τα ανωτέρω ζητήματα.
Άρθρο 51
1. Ο αριθμός των βουλευτών ορίζεται σε διακοσίους για ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια.
2. Οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος.
3. Οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία
από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα. Η συνολική διάρκεια της
θητείας ενός βουλευτή δεν δύναται να υπερβεί τα οκτώ (8) έτη.
4.
Οι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται ταυτόχρονα σε ολόκληρη την
ελληνική επικράτεια. Η Κυβέρνηση της χώρας και οι διακόσιοι βουλευτές
εκλέγονται από τους ψηφοφόρους με βάση δύο ξεχωριστά ψηφοδέλτια. Με το
πρώτο ψηφοδέλτιο (ονομαστικό) οι ψηφοφόροι εκλέγουν τους βουλευτές των
αντίστοιχων εκλογικών περιφερειών. Εκλέγονται ως βουλευτές οι
υποψήφιοι που θα λάβουν τις περισσότερες ψήφους στην αντίστοιχη εκλογική
περιφέρεια, όπως ορίζεται στον εκλογικό νόμο. Με το δεύτερο
ψηφοδέλτιο (κομματικό) οι ψηφοφόροι ψηφίζουν το κόμμα που επιλέγουν να
κυβερνήσει την χώρα. Σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση το κόμμα που
συγκεντρώνει το ποσοστό ψήφων, επί του συνόλου των ψηφισάντων, που
ορίζεται στον εκλογικό νόμο.
Άρθρο 62
Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε
συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς
άδεια του Σώματος, για αδικήματα που συνδέονται αποκλειστικώς με την
άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων. Νόμος σχετικός ορίζει τις
περιπτώσεις των αδικημάτων που σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων
του Βουλευτή και που εμπίπτουν στην βουλευτική ασυλία. Δεν απαιτείται
άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα.
Άρθρο 73:
Πρόταση νόμου εισάγεται στη Βουλή προς ψήφιση και ύστερα από την
συγκέντρωση και την υποβολή στον Πρόεδρο της Βουλής υπογραφών
τουλάχιστον είκοσι χιλιάδων (20.000) Ελλήνων πολιτών που ζητούν την
ψήφιση του συγκεκριμένου νόμου.
Άρθρο 78:
6. Ο
οποιοσδήποτε φόρος κατοχής ακίνητης περιουσίας θα επιβάλλεται πάντοτε,
εφόσον έχει πρωτύτερα συνεκτιμηθεί και το συνολικό ετήσιο καθαρό
εισόδημα του φορολογούμενου ιδιοκτήτη ακινήτου ούτως ώστε ο ετήσιος
εισπραττόμενος φόρος ακίνητης περιουσίας να μην δύναται να υπερβεί ένα
συγκεκριμένο ποσοστό του ετήσιου φορολογητέου εισοδήματός του.
Άρθρο 86
1. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη
κατά όσων διατελούν ή διατέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί, για
τα ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους,
όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών
αδικημάτων.
2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική
εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην
παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη ενημέρωση της Βουλής.
3. Ο χρόνος παραγραφής των αδικημάτων όσων διατελούν ή διατέλεσαν μέλη
της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί, για τα ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους, ορίζεται στα άρθρα 111-113 του Ποινικού
Κώδικα.
4. Μέλη της Κυβέρνησης και Υφυπουργοί, για τα ποινικά
αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δικάζονται
από τα τακτικά ποινικά δικαστήρια, όπως νόμος ορίζει.
Άρθρο 90:
5. Οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του
Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, του Εισαγγελέα και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου
ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από την εκλογή
τους από τις Ολομέλειες του αντίστοιχου Ανωτάτου Δικαστηρίου, με επιλογή
μεταξύ των μελών τους, όπως νόμος ορίζει.
Άρθρο 100:
.
1. Το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφασίζει:
α) σε περιπτώσεις διαφωνιών ή αμφισβητήσεως σχετικά με τη
συνταγματικότητα των νόμων και των πράξεων με τυπική ισχύ νόμου, ύστερα
από αίτηση της Κυβερνήσεως ή του ενός τετάρτου (1/4) του όλου αριθμού
των Βουλευτών.
β) για συνταγματικές προσφυγές που δύναται να
ασκηθούν από οποιονδήποτε ιδιώτη, Ν.Π.Ι.Δ. ή Ν.Π.Δ.Δ., που θεωρεί ότι
έχει προσβληθεί από τη δημόσια αρχή σε ένα από τα θεμελιώδη ατομικά
δικαιώματά του που του αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα.
γ) στην
περίπτωση που ένα δικαστήριο θεωρεί έναν νόμο αντισυνταγματικό, από την
ισχύ του οποίου εξαρτάται η έκδοση της αποφάσεως, πρέπει το δικαστήριο
αυτό να θέτει την υπόθεση υπό την κρίση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Διάταξη νόμου που κηρύσσεται αντισυνταγματική, είναι
ανίσχυρη από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης ή από το χρόνο που
ορίζεται με την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
2. Το
Συνταγματικό Δικαστήριο απαρτίζεται από εννέα (9) δικαστές που
εκλέγονται μεταξύ των δικαστών, έστω και εάν έχουν συνταξιοδοτηθεί, των
ανώτατων τακτικών και διοικητικών δικαστηρίων, των τακτικών καθηγητών
Πανεπιστημίου σε νομικά μαθήματα και των Δικηγόρων των διορισμένων στον
Άρειο Πάγο που έχουν ασκήσει το επάγγελμα για τουλάχιστον είκοσι (20)
έτη.
3. Οι Δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου διορίζονται
για πέντε (5) έτη που αρχίζουν για τον καθένα από την ημέρα της
ορκωμοσίας, και δεν δύνανται να επανεκλεγούν. Μετά τη λήξη της θητείας
ο συνταγματικός δικαστής παύει να ασκεί το έργο και το λειτούργημά του.
4. Το λειτούργημα του Δικαστή του Συνταγματικού Δικαστηρίου
είναι ασυμβίβαστο προς το λειτούργημα του μέλους του Κοινοβουλίου και
προς την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.
Άρθρο 79α:
1. Όλες οι Δημόσιες Αρχές θα λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την
επίτευξη της δημοσιονομικής σταθερότητας του κρατικού προϋπολογισμού.
2. Το Κράτος δεν θα δύναται να δημιουργεί δομικό έλλειμμα που να
υπερβαίνει το όρια που τίθενται, κατά περίπτωση, από την Ευρωπαϊκή Ένωση
για τα κράτη μέλη της.
3. Ένας οργανικός νόμος θα ορίζει το
μέγιστο επιτρεπόμενο, για το Κράτος, δομικό έλλειμμα, σε σχέση με το
Α.Ε.Π. Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης οφείλουν να έχουν
ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς.
4. Η Κυβέρνηση θα πρέπει να έχει εξουσιοδοτηθεί με νόμο, για να εκδώσει κρατικά ομόλογα ή να συνάψει δανειακή σύμβαση.
5. Τα όρια του δομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους θα δύνανται
να υπερβληθούν μόνο σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, οικονομικής
ύφεσης ή καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που δεν ελέγχονται από το Κράτος
και ζημιώνουν ουσιωδώς τη δημοσιονομική κατάσταση ή την κοινωνική και
οικονομική σταθερότητα του Κράτους και εγκρίνονται από την απόλυτη
πλειοψηφία των μελών της Βουλής.
Άρθρο 103:
4.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι
εφόσον οι θέσεις αυτές υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα
με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν
λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να
μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβασθούν ή να παυθούν χωρίς
απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο
τρίτα από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους.
Κατά των αποφάσεων των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως νόμος ορίζει.
Παύονται άμεσα και αυτοδίκαια από την θέση τους στο Δημόσιο οι δημόσιοι
υπάλληλοι που καταδικάζονται αμετάκλητα με απόφαση ποινικού
δικαστηρίου:
Α). Για οποιαδήποτε κακουργηματική πράξη.
Β). Για
τα πλημμελήματα της δωροδοκίας (ενεργητικής ή παθητικής), απιστίας
σχετικής με την υπηρεσία, υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, πλαστογραφίας,
ψευδούς βεβαίωσης, παράβασης καθήκοντος και κατάχρησης εξουσίας.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι που παύθηκαν από την θέση τους εξαιτίας της
ανωτέρω ποινικής καταδίκης τους δεν επιτρέπεται να επανατοποθετηθούν ή
να απασχοληθούν σε δημόσιες υπηρεσίες, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. για οποιονδήποτε
λόγο, ούτε και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή σύμβαση έργου
Παναγιώτης Χασιώτης
δικηγόρος
Μέλος της Ενωσης Ενεργλων Πολιτών Ελλάδος
εισήγηση στις τακτικές διαδυκτιακές συναντήσεις των μελών της Ε Ε Π
1. Το Πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
2. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή και εθνική κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
3. Η εθνική κυριαρχία είναι αδιαπραγμάτευτη, ανεκχώρητη και ανήκει στον ελληνικό λαό, που την ασκεί με τους αντιπροσώπους του ή με δημοψηφίσματα.
Άρθρο 44:
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα ή για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρά κοινωνικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών ζητημάτων, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου ή ύστερα από την συγκέντρωση και την υποβολή στον Πρόεδρο της Βουλής υπογραφών τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ελλήνων πολιτών που ζητούν την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τα ανωτέρω ζητήματα.
Άρθρο 51
1. Ο αριθμός των βουλευτών ορίζεται σε διακοσίους για ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια.
2. Οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος.
3. Οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα. Η συνολική διάρκεια της θητείας ενός βουλευτή δεν δύναται να υπερβεί τα οκτώ (8) έτη.
4. Οι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται ταυτόχρονα σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Η Κυβέρνηση της χώρας και οι διακόσιοι βουλευτές εκλέγονται από τους ψηφοφόρους με βάση δύο ξεχωριστά ψηφοδέλτια. Με το πρώτο ψηφοδέλτιο (ονομαστικό) οι ψηφοφόροι εκλέγουν τους βουλευτές των αντίστοιχων εκλογικών περιφερειών. Εκλέγονται ως βουλευτές οι υποψήφιοι που θα λάβουν τις περισσότερες ψήφους στην αντίστοιχη εκλογική περιφέρεια, όπως ορίζεται στον εκλογικό νόμο. Με το δεύτερο ψηφοδέλτιο (κομματικό) οι ψηφοφόροι ψηφίζουν το κόμμα που επιλέγουν να κυβερνήσει την χώρα. Σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση το κόμμα που συγκεντρώνει το ποσοστό ψήφων, επί του συνόλου των ψηφισάντων, που ορίζεται στον εκλογικό νόμο.
Άρθρο 62
Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος, για αδικήματα που συνδέονται αποκλειστικώς με την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων. Νόμος σχετικός ορίζει τις περιπτώσεις των αδικημάτων που σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του Βουλευτή και που εμπίπτουν στην βουλευτική ασυλία. Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα.
Άρθρο 73:
Πρόταση νόμου εισάγεται στη Βουλή προς ψήφιση και ύστερα από την συγκέντρωση και την υποβολή στον Πρόεδρο της Βουλής υπογραφών τουλάχιστον είκοσι χιλιάδων (20.000) Ελλήνων πολιτών που ζητούν την ψήφιση του συγκεκριμένου νόμου.
Άρθρο 78:
6. Ο οποιοσδήποτε φόρος κατοχής ακίνητης περιουσίας θα επιβάλλεται πάντοτε, εφόσον έχει πρωτύτερα συνεκτιμηθεί και το συνολικό ετήσιο καθαρό εισόδημα του φορολογούμενου ιδιοκτήτη ακινήτου ούτως ώστε ο ετήσιος εισπραττόμενος φόρος ακίνητης περιουσίας να μην δύναται να υπερβεί ένα συγκεκριμένο ποσοστό του ετήσιου φορολογητέου εισοδήματός του.
Άρθρο 86
1. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διατέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί, για τα ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.
2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη ενημέρωση της Βουλής.
3. Ο χρόνος παραγραφής των αδικημάτων όσων διατελούν ή διατέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί, για τα ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ορίζεται στα άρθρα 111-113 του Ποινικού Κώδικα.
4. Μέλη της Κυβέρνησης και Υφυπουργοί, για τα ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δικάζονται από τα τακτικά ποινικά δικαστήρια, όπως νόμος ορίζει.
Άρθρο 90:
5. Οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Εισαγγελέα και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από την εκλογή τους από τις Ολομέλειες του αντίστοιχου Ανωτάτου Δικαστηρίου, με επιλογή μεταξύ των μελών τους, όπως νόμος ορίζει.
Άρθρο 100:
.
1. Το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφασίζει:
α) σε περιπτώσεις διαφωνιών ή αμφισβητήσεως σχετικά με τη συνταγματικότητα των νόμων και των πράξεων με τυπική ισχύ νόμου, ύστερα από αίτηση της Κυβερνήσεως ή του ενός τετάρτου (1/4) του όλου αριθμού των Βουλευτών.
β) για συνταγματικές προσφυγές που δύναται να ασκηθούν από οποιονδήποτε ιδιώτη, Ν.Π.Ι.Δ. ή Ν.Π.Δ.Δ., που θεωρεί ότι έχει προσβληθεί από τη δημόσια αρχή σε ένα από τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματά του που του αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα.
γ) στην περίπτωση που ένα δικαστήριο θεωρεί έναν νόμο αντισυνταγματικό, από την ισχύ του οποίου εξαρτάται η έκδοση της αποφάσεως, πρέπει το δικαστήριο αυτό να θέτει την υπόθεση υπό την κρίση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Διάταξη νόμου που κηρύσσεται αντισυνταγματική, είναι ανίσχυρη από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης ή από το χρόνο που ορίζεται με την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
2. Το Συνταγματικό Δικαστήριο απαρτίζεται από εννέα (9) δικαστές που εκλέγονται μεταξύ των δικαστών, έστω και εάν έχουν συνταξιοδοτηθεί, των ανώτατων τακτικών και διοικητικών δικαστηρίων, των τακτικών καθηγητών Πανεπιστημίου σε νομικά μαθήματα και των Δικηγόρων των διορισμένων στον Άρειο Πάγο που έχουν ασκήσει το επάγγελμα για τουλάχιστον είκοσι (20) έτη.
3. Οι Δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου διορίζονται για πέντε (5) έτη που αρχίζουν για τον καθένα από την ημέρα της ορκωμοσίας, και δεν δύνανται να επανεκλεγούν. Μετά τη λήξη της θητείας ο συνταγματικός δικαστής παύει να ασκεί το έργο και το λειτούργημά του.
4. Το λειτούργημα του Δικαστή του Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι ασυμβίβαστο προς το λειτούργημα του μέλους του Κοινοβουλίου και προς την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.
Άρθρο 79α:
1. Όλες οι Δημόσιες Αρχές θα λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την επίτευξη της δημοσιονομικής σταθερότητας του κρατικού προϋπολογισμού.
2. Το Κράτος δεν θα δύναται να δημιουργεί δομικό έλλειμμα που να υπερβαίνει το όρια που τίθενται, κατά περίπτωση, από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τα κράτη μέλη της.
3. Ένας οργανικός νόμος θα ορίζει το μέγιστο επιτρεπόμενο, για το Κράτος, δομικό έλλειμμα, σε σχέση με το Α.Ε.Π. Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης οφείλουν να έχουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς.
4. Η Κυβέρνηση θα πρέπει να έχει εξουσιοδοτηθεί με νόμο, για να εκδώσει κρατικά ομόλογα ή να συνάψει δανειακή σύμβαση.
5. Τα όρια του δομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους θα δύνανται να υπερβληθούν μόνο σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, οικονομικής ύφεσης ή καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που δεν ελέγχονται από το Κράτος και ζημιώνουν ουσιωδώς τη δημοσιονομική κατάσταση ή την κοινωνική και οικονομική σταθερότητα του Κράτους και εγκρίνονται από την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της Βουλής.
Άρθρο 103:
4. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον οι θέσεις αυτές υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβασθούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους.
Κατά των αποφάσεων των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως νόμος ορίζει.
Παύονται άμεσα και αυτοδίκαια από την θέση τους στο Δημόσιο οι δημόσιοι υπάλληλοι που καταδικάζονται αμετάκλητα με απόφαση ποινικού δικαστηρίου:
Α). Για οποιαδήποτε κακουργηματική πράξη.
Β). Για τα πλημμελήματα της δωροδοκίας (ενεργητικής ή παθητικής), απιστίας σχετικής με την υπηρεσία, υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, πλαστογραφίας, ψευδούς βεβαίωσης, παράβασης καθήκοντος και κατάχρησης εξουσίας.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι που παύθηκαν από την θέση τους εξαιτίας της ανωτέρω ποινικής καταδίκης τους δεν επιτρέπεται να επανατοποθετηθούν ή να απασχοληθούν σε δημόσιες υπηρεσίες, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. για οποιονδήποτε λόγο, ούτε και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή σύμβαση έργου