ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ
ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ
Ο Ιούνιος στη Λαογραφία
Ο Ιούνιος είναι έκτος μήνας του χρόνου και το όνομά του προήλθε από τη ρωμαική θεά Γιούνα αντίστοιχη της Ελληνικής Ήρας. Κατά μια άλλη εκδοχή πήρε το όνομα αυτό από τον πρώτο ύπατο της Ρώμης Λευκό Ιούνιο Βρούτο. Στο ημερολόγιο του Ρωμύλου ήταν τέταρτος μήνας. Ο Ιούνιος αντιστοιχεί προς το τέλος του αρχαίου Ελληνικού μήνα Θαργηλιώνος και τις αρχές του Σκιραφοριώνος. Στην Ελληνική λαογραφία ο Ιούνιος έχει διάφορες ονομασίες. Η επικρατέστερή του είναι “θεριστής” γιατί τότε γίνεται ο θερισμός των σιτηρών στην Ελλάδα. Άλλα τοπικά του ονόματα είναι Αλυθτσάρης, Ρινιστής, Κερασινός, Κερασάρης, Αγιανίτης κ.λ.π.
Κι ο θεριστής, θησαυριστής οπόχει τα σιτάρια
του κάμπου τα μαργαριτάρια.
Από του θέρους ως τις ιλιές, ποτέ δεν σώνονται οι δ΄λιές.
Στο μήνα αυτό (21-22 Ιουνίου) γίνεται η θερινή τροπή του ήλιου και έχουμε τη μεγαλύτερη ημέρα Τον Ιούνιο τον λένε και Κλήδονα ή Αηγιάννη γιατί στις 24 του μήνα γιορτάζεται ο Αη-Γιάννης ο Κλήδονας, οπότε ανάβουν φωτιές και πηδούν πάνω απ΄αυτές. Το έθιμο αυτό διατηρείται ακόμα και σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδος.
Όπως αναφέραμε παραπάνω τον Ιούνιο τον ονομάζουν και Κερασάρη, γιατί τότε ωριμάζουν τα κεράσια. Οι πόντιοι τον ονομάζουν κερασινό δηλ. μήνα των κερασιών. Για τα κεράσια λένε και μια παροιμία που η έννοια της είναι πολύ γνωστή, “Οπ' ακούς πολλά κεράσια παρ΄μικρό καλάθ”. Κοντά στα κεράσια ωριμάζουν τα βύσινα και τα κορόμηλα ( τα Τζέρτζιλα που τα λένε στη Σιάτιστα).
Εκεί που πρασινίζουν τα κορόμηλα τα βλέπουμε έξαφνα ν΄αρχίζουν τα κοκκινίζουν. Να και ένα σχετικό ανέκδοτο “Κάποτε ο Μουσταφάς (ένας Βαλαάς) ήταν άρρωστος και ένας φίλος του πήγε μια μέρα να τον επισκεφθεί. Είχε μαζί του για αρρωστικό μερικά κορόμηλα. Είδε το Μουσταφά και για να τον ενθαρρύνει του είπε “Γκάιρετ Μουσταφά, χάψι ένα κουρόμπλου”. Η παροιμία λέγεται ειρωνικά όταν σε κατάλληλη ώρα θέλουμε να ενθαρρύνουμε κάποιον. Τον μήνα αυτόν θερίζουν τις βρίζες. Ο καρπός της βρίζας δίνεται τροφή στους χοίρους, κατά τους πρώτους μήνες της διατροφής τους. Σήμερα το βρίζινο ψωμί είναι το πιο κατάλληλο γι αυτούς που έχουν ζαχαροδιαβήτη. Η βρίζα ευδοκιμεί κυρίως στα ψηλώματα και όταν η παραγωγή είναι μεγάλη συγκεντρώνεται σε αποθήκες όπου ενίοτε ψειριάζει. Όταν δε θέλουν να ειρωνευθούν έναν που κάνει τον εύπορο ενώ δεν είναι λεν την παροιμία “Ψείριασιν η βρίζατ”. Και μια άλλη παροιμία λένε για τη βρίζα . “Θα ρθει η ώρα να τουν τσιουλήσου τ΄βρίζα”. Στις 24 Ιουνίου γιορτή του Προδρόμου ο κούκος σταματά να κελαηδεί και τότε λένε την παροιμία “Βουβάθκιν σαν ου κούκος τ΄Αγιαννιού”.
Ο λαός θέλει και αγαπάει τον Ιούνιο και λέει το παρακάτω “Θεριστή καλέ μου μήνα, να σουν δυό φορές το χρόνο”.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Μ. ΜΠΟΝΤΑΣ
ΛΑΟΓΡΑΦΟΣ
ΤΕΩΣ Δ/ΝΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΣΙΑΤΙΣΤΑΣ
ditiki.gr
Τάκης ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Η τελευταία κραυγή»
(απόσπασμα)
“Στεγνός επύρωνε κι αθέριστος Ιούνιος μήνας
Τάκης ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Η τελευταία κραυγή»
(απόσπασμα)
“Στεγνός επύρωνε κι αθέριστος Ιούνιος μήνας
σε τούτο το ύψωμα σε φωτεινούς αγρούς…
Τι να ‘ναι αναρωτήθηκα τούτο το κάλεσμα
που έτσι γλυκά σα μέθη ολάκερο με πλημμυρίζει…
Κι όπως λαχτάραγα να σηκωθώ στον ώμο μ’ άγγιξε
το χέρι ανάλαφρο δίνοντας με ταραχή βαθιά.
Σχήμα δεν έβλεπα μα το άγγιγμα…
της παρουσίας αυτής που μ’ αιχμαλώτιζε
μέσα μου εξύπναγε τ’ ανθρώπινο κι η δίψα
πρωτόγονη ακυβέρνητη…
κι εχτύπαγε με δύναμη τις σφραγισμένες θύρες.
Μνήμες δεσπόζουσες τυφλές μαινάδες μνήμες
εντός μου εκραύγαζαν ανάστατες…
Και τότε ορθώθηκα
κι άνοιξα διάπλατα τα κοιμισμένα μάτια κι είδα
το καύχημα του σώματος σε νικητήριαν άνθηση…
Πρώτη ήρθε η Σκίλα ελάφι ανήσυχο…
Καταμεσής στα μάτια ορθή σάρκα μονάχα σάρκα
με τους ηδονικούς αρμούς ολόγυμνους…
κι οι λόγοι που δεν λέγονταν την έκαιγαν σαν δάδα.
Ύστερα η Άλμα με το μαύρο βλέμμα
χαμόγελο αινιγματικό λιγνή κυπάρισσος…
Το σώμα διαφανές μονάχα σώμα η Άλμα
και διαχυθήκαμε κι ιδρώσαμε φριχτά…
Και τελευταία η Λάουρα. Εσμίξαμε γυμνοί
στον αλμυρό γιαλό η θάλασσα έκαιγε το δέρμα.
Για να κερδίσουμε τα έξαλλα σώματα
δοθήκαμε στον άδειο πυρετό.
Κι η Λάουρα χάθηκε όλα χαθήκαν κι ιδού γυμνός
σε τούτο το ύψωμα στον πυρωμένο αγρό.
Κι είπα καιρός να φύγω η μνήμη γίνηκε
μες στο ακυβέρνητο κορμί φωτιά αδυσώπητη…”
ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ
Τι να ‘ναι αναρωτήθηκα τούτο το κάλεσμα
που έτσι γλυκά σα μέθη ολάκερο με πλημμυρίζει…
Κι όπως λαχτάραγα να σηκωθώ στον ώμο μ’ άγγιξε
το χέρι ανάλαφρο δίνοντας με ταραχή βαθιά.
Σχήμα δεν έβλεπα μα το άγγιγμα…
της παρουσίας αυτής που μ’ αιχμαλώτιζε
μέσα μου εξύπναγε τ’ ανθρώπινο κι η δίψα
πρωτόγονη ακυβέρνητη…
κι εχτύπαγε με δύναμη τις σφραγισμένες θύρες.
Μνήμες δεσπόζουσες τυφλές μαινάδες μνήμες
εντός μου εκραύγαζαν ανάστατες…
Και τότε ορθώθηκα
κι άνοιξα διάπλατα τα κοιμισμένα μάτια κι είδα
το καύχημα του σώματος σε νικητήριαν άνθηση…
Πρώτη ήρθε η Σκίλα ελάφι ανήσυχο…
Καταμεσής στα μάτια ορθή σάρκα μονάχα σάρκα
με τους ηδονικούς αρμούς ολόγυμνους…
κι οι λόγοι που δεν λέγονταν την έκαιγαν σαν δάδα.
Ύστερα η Άλμα με το μαύρο βλέμμα
χαμόγελο αινιγματικό λιγνή κυπάρισσος…
Το σώμα διαφανές μονάχα σώμα η Άλμα
και διαχυθήκαμε κι ιδρώσαμε φριχτά…
Και τελευταία η Λάουρα. Εσμίξαμε γυμνοί
στον αλμυρό γιαλό η θάλασσα έκαιγε το δέρμα.
Για να κερδίσουμε τα έξαλλα σώματα
δοθήκαμε στον άδειο πυρετό.
Κι η Λάουρα χάθηκε όλα χαθήκαν κι ιδού γυμνός
σε τούτο το ύψωμα στον πυρωμένο αγρό.
Κι είπα καιρός να φύγω η μνήμη γίνηκε
μες στο ακυβέρνητο κορμί φωτιά αδυσώπητη…”
ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου