Καθηγητής, Νομική Σχολή Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. https://www.facebook.com/people/ΑΝΔΡΕΑΣ-ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014
ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΜΕ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Καθηγητής, Νομική Σχολή Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. https://www.facebook.com/people/ΑΝΔΡΕΑΣ-ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014
OΙ ΟΜΟΡΦΙΕΣ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ: Ο ποταμός και το φαράγγι της Νέδας
OΙ ΟΜΟΡΦΙΕΣ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ: Ο ποταμός και το φαράγγι της Νέδας
(ΝΕΟ)
από iliaoikonomia.gr
ΤΟΠΙΚΑ (
22/03/2014
21:07
)
Η Νέδα είναι το μοναδικό θηλυκό ποτάμι της Ελλάδας και
αποτελεί το φυσικό όριο των νομών Ηλείας και Μεσσηνίας. Πηγάζει από το
όρος Λύκαιο, ανάμεσα στα χωριά Κακαλέτρι και Πέτρα στα ορεινά της
Μεσσηνίας, πολύ κοντά στην Ανδρίτσαινα. Τα νερά της, ύστερα από 32
χιλιόμετρα φυσικής ομορφιάς, συναντούν το Ιόνιο στη θέση Ελαία, λίγο έξω
από την Κυπαρισσία.
Σύμφωνα με το μύθο, όταν η Ρέα γέννησε το Δία, τον έδωσε στη νύμφη Νέδα, θεότητα των νερών, για να τον προστατέψει από τον άνδρα της Κρόνο.
Εκείνη θήλασε το βρέφος μαζί με τις νύμφες Θεισόα και Αγνώ, το έλουσε και το έπλυνε στο κεφαλάρι στο Λύκαιο, που αργότερα έγινε το θρυλικό ποτάμι που πήρε το όνομά της. Επίσης, σύμφωνα με η μυθολογία, με τη Νέδα συνδέονται η Δήμητρα, η Περσεφόνη και ο Πλούτωνας. (Σήμερα, στα μικρά χωριουδάκια της περιοχής βλέπουμε τα ονόματα αυτά.)
Σημαντικοί είναι και οι αρχαιολογικοί χώροι που υπάρχουν εκεί.
Κοντά στις πηγές βρίσκεται ο Επικούρειος Απόλλων, δημιούργημα του Ικτίνου, που κατασκευάστηκε την ίδια εποχή με τον Παρθενώνα, καθώς και ο ναός του Πανός. Στην κορυφή του Λυκαίου, λατρεύονταν ο Δίας, ενώ εκεί βρίσκεται και η Λυκόσουρα, την οποία ο Ησίοδος θεωρούσε «την πρώτη πόλη της ανθρωπότητας». Στα χωριά Βάστα και Άνω Μέλπεια βρίσκεται η Αγία Θεοδώρα, το πανέμορφο και ξακουστό ξωκλήσι με τα 17 δένδρα στη σκέπη της.
Το φαράγγι της Νέδας, το οποίο διασχίζει κι ο ομώνυμος ποταμός, αποτελεί μια σπάνια και συνάμα ανεξερεύνητη μέχρι πρόσφατα γωνιά της Ελληνικής φύσης. Οι συνεχείς εναλλαγές του τοπίου, η πλούσια βλάστηση, οι τεράστιες ποταμίσιες πέτρες μέσα στα ανοιχτοπράσινα νερά κι οι επιβλητικοί βράχοι, κάνουν το πέρασμά της αληθινή πρόκληση, αλλά και απόλαυση για τον επισκέπτη
Το φαράγγι γίνεται προσπελάσιμο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες ενώ την ομορφιά του τοπίου συνθέτουν ελαιώνες, συκιές, πλατάνια, αγριοβελανιδιές και πουρνάρια. Σε διάφορα σημεία της πορείας υπάρχουν συνολικά τρεις καταρράκτες που καταλήγουν σε μικρές κολυμπήθρες. Σε μια πλαγιά βρίσκεται το εκκλησάκι της Παναγιάς και λίγο πιο πάνω η εσοχή, όπου σύμφωνα με την παράδοση βρέθηκε η θαυματουργή εικόνα. Λίγο πιο κάτω βρίσκεται το Στόμιο (λίγα χιλιόμετρα ανατολικά από το Στόμιο βρίσκεται η Φιγαλεία) μια μεγάλη σπηλιά μοναδικής ομορφιάς, απ' όπου περνούν τα νερά του ποταμού, μέχρι να καταλήξουν στον παραπόταμο Πάμισσο, στην περιοχή Λεμονιά.
Η σήραγγα του Στομίου έχει δυο επίπεδα, εκείνο που βρίσκεται στο ύψος της κοίτης και ένα άλλο, πιο ψηλά, που φαντάζει σαν υπερώο, όπου βρισκόταν η παλιά κοίτη, ενώ έχει τη μορφή σπηλαίου με χαμηλή θερμοκρασία εξαιτίας των νερών των πηγών που τρέχουν από τον ουρανό της σήραγγας και αποτελεί κατοικητήριο χιλιάδων αγριοπερίστερων και νυχτερίδων. Πριν την είσοδο του Στομίου και σε απόσταση 150μ. από την κοίτη της Νέδας, γκρεμίζονται τ' αφρισμένα νερά του περίφημου καταρράκτη της Φιγαλίας ύψους 50 μ., που ξεπροβάλλει από ένα εντυπωσιακό φαράγγι το οποίο ορίζεται από θεόρατους σαν κρεμαστούς βράχους, που λογχίζουν αγέρωχα τον ουρανό.
Δεξιά και αριστερά υψώνονται κατάφυτοι λόφοι και βουνά παραφυάδες του Λυκείου, των Νομίων και του Κωτίλου, ενώ 30 περίπου πηγές και κεφαλάρια αναβλύζουν και εμπλουτίζουν το ποτάμι με κρυστάλλινα νερά, δίνοντας, παλαιότερα, κίνηση σε αρκετούς νερόμυλους, που βρίσκονται ακόμη και σήμερα ερειπωμένοι στις όχθες της Νέδας. Το βάδισμα στην κοίτη είναι επώδυνο και επικίνδυνο από την ολισθηρότητα των βρύων πάνω στις πέτρες, το εκτεταμένο πυκνό σύδεντρο και την έλλειψη μονοπατιού, ενώ σε αρκετά σημεία είναι αναγκαία και η κολύμβηση αφού στο ποτάμι έχουν σχηματιστεί βαθιές λίμνες.
Ο πεζοπόρος έχει τη δυνατότητα να επιλέξει δύο βασικές διαδρομές συγκλονιστικού φυσικού κάλλους. Η πρώτη πρόσβαση είναι από την παραλιακή εθνική οδό Πύργου - Κυπαρισσίας. Στο Θολό στρίβουμε ανατολικά προς Λέπρεο και Νέα Φιγαλεία. Στα 7,5 χμ φάνουμε στο Λέπρεο και από κει σε άλλα 6 χμ στη Νέα Φιγαλεία. Κατόπιν περνάμε στα Πετράλωνα και σε απότομη πλαγιά όπου φαίνεται από ψηλά η κοιλάδα της Νέδας. Συνεχίζουμε στα Περιβόλια, και δεξιά στη Φιγαλεία. (Από κεί μπορεί να επισκεφθεί κανείς τον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Φιγαλείας.) Από τα Περιβόλια δυτικά προς το Δραγώγι και μετά βρισκόμαστε μπροστά από τον Ναό του Επικούριου Απόλλωνα.
Συνεχίζουμε βόρεια και φθάνουμε στο κρυμμένο χωριό Σκληρού όπου υπάρχει μικρός ξενώνας, και η όμορφη πέτρινη εκκλησία του Αγ. Γεωργίου. Συνεχίζουμε ανατολικά για τον Άγιο Σώστη με την δροσερή πλατεία του Άγ. Γιάννη όπου γίνεται μεγάλο πανηγύρι στις 29 Αυγούστου. Επιστρέφουμε στον κεντρικό δρόμο και κινούμαστε δυτικά προς το χωριό Αμπελιώνα με τις καστανιές και τα πολλά νερά. Μετά το χωριό στρίβουμε αριστερά πρός το χωριό Νέδα ή δεξιά προς το χωριό Πέτρα που είναι στην καρδιά της Νέδας. Βαδίζοντας από την πλευρά της Ηλείας παράλληλα με το ποτάμι και ύστερα από 1 ½ περίπου ώρα διαδρομής μέσα σε ένα άγριο πευκοδάσος φτάνει στα νερά του Ιονίου, στη θέση Πρασιδάκι. Η άλλη πρόσβαση είναι από τον κεντρικό δρόμο Καλαμάτας - Κυπαρισσίας. Έξοδος στο Δώριο και ακολουθούμε την διαδρομή στα χωριά της Άνω Μεσσηνίας Ψάρι, Σύριζο, Στάσιμο, Κακαλέτρι, Νέδα. Αντίστοιχα από την πλευρά της Μεσσηνίας καταλήγει στην Ελαία, αφού περάσει από τα χωριά Καρυές και Φόνισσα.
Κάθε χρόνο τον Αύγουστο, τοπικοί φορείς και φυσιολατρικοί όμιλοι οργανώνουν διήμερη πεζοπορία στην κοίτη της Νέδας. Ξεκινούν από τις πηγές της, στην Πέτρα, συνεχίζουν στο Κακαλέτρι και τη Μαρίνα, φτάνουν στα Πλατάνια και από εκεί στο Στόμιο, αφού περάσουν από τη χαράδρα της Φιγαλίας και ολοκληρώσουν την πεζοπορία φτάνοντας στις εκβολές, μετά από διαδρομή 15 χλμ.
Aθλητικά παπούτσια απαραίτητα, και ... καλή διάσχιση !!!
ΠΗΓΗ: Zourtsa.gr
Σύμφωνα με το μύθο, όταν η Ρέα γέννησε το Δία, τον έδωσε στη νύμφη Νέδα, θεότητα των νερών, για να τον προστατέψει από τον άνδρα της Κρόνο.
Εκείνη θήλασε το βρέφος μαζί με τις νύμφες Θεισόα και Αγνώ, το έλουσε και το έπλυνε στο κεφαλάρι στο Λύκαιο, που αργότερα έγινε το θρυλικό ποτάμι που πήρε το όνομά της. Επίσης, σύμφωνα με η μυθολογία, με τη Νέδα συνδέονται η Δήμητρα, η Περσεφόνη και ο Πλούτωνας. (Σήμερα, στα μικρά χωριουδάκια της περιοχής βλέπουμε τα ονόματα αυτά.)
Σημαντικοί είναι και οι αρχαιολογικοί χώροι που υπάρχουν εκεί.
Κοντά στις πηγές βρίσκεται ο Επικούρειος Απόλλων, δημιούργημα του Ικτίνου, που κατασκευάστηκε την ίδια εποχή με τον Παρθενώνα, καθώς και ο ναός του Πανός. Στην κορυφή του Λυκαίου, λατρεύονταν ο Δίας, ενώ εκεί βρίσκεται και η Λυκόσουρα, την οποία ο Ησίοδος θεωρούσε «την πρώτη πόλη της ανθρωπότητας». Στα χωριά Βάστα και Άνω Μέλπεια βρίσκεται η Αγία Θεοδώρα, το πανέμορφο και ξακουστό ξωκλήσι με τα 17 δένδρα στη σκέπη της.
Το φαράγγι της Νέδας, το οποίο διασχίζει κι ο ομώνυμος ποταμός, αποτελεί μια σπάνια και συνάμα ανεξερεύνητη μέχρι πρόσφατα γωνιά της Ελληνικής φύσης. Οι συνεχείς εναλλαγές του τοπίου, η πλούσια βλάστηση, οι τεράστιες ποταμίσιες πέτρες μέσα στα ανοιχτοπράσινα νερά κι οι επιβλητικοί βράχοι, κάνουν το πέρασμά της αληθινή πρόκληση, αλλά και απόλαυση για τον επισκέπτη
Το φαράγγι γίνεται προσπελάσιμο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες ενώ την ομορφιά του τοπίου συνθέτουν ελαιώνες, συκιές, πλατάνια, αγριοβελανιδιές και πουρνάρια. Σε διάφορα σημεία της πορείας υπάρχουν συνολικά τρεις καταρράκτες που καταλήγουν σε μικρές κολυμπήθρες. Σε μια πλαγιά βρίσκεται το εκκλησάκι της Παναγιάς και λίγο πιο πάνω η εσοχή, όπου σύμφωνα με την παράδοση βρέθηκε η θαυματουργή εικόνα. Λίγο πιο κάτω βρίσκεται το Στόμιο (λίγα χιλιόμετρα ανατολικά από το Στόμιο βρίσκεται η Φιγαλεία) μια μεγάλη σπηλιά μοναδικής ομορφιάς, απ' όπου περνούν τα νερά του ποταμού, μέχρι να καταλήξουν στον παραπόταμο Πάμισσο, στην περιοχή Λεμονιά.
Η σήραγγα του Στομίου έχει δυο επίπεδα, εκείνο που βρίσκεται στο ύψος της κοίτης και ένα άλλο, πιο ψηλά, που φαντάζει σαν υπερώο, όπου βρισκόταν η παλιά κοίτη, ενώ έχει τη μορφή σπηλαίου με χαμηλή θερμοκρασία εξαιτίας των νερών των πηγών που τρέχουν από τον ουρανό της σήραγγας και αποτελεί κατοικητήριο χιλιάδων αγριοπερίστερων και νυχτερίδων. Πριν την είσοδο του Στομίου και σε απόσταση 150μ. από την κοίτη της Νέδας, γκρεμίζονται τ' αφρισμένα νερά του περίφημου καταρράκτη της Φιγαλίας ύψους 50 μ., που ξεπροβάλλει από ένα εντυπωσιακό φαράγγι το οποίο ορίζεται από θεόρατους σαν κρεμαστούς βράχους, που λογχίζουν αγέρωχα τον ουρανό.
Δεξιά και αριστερά υψώνονται κατάφυτοι λόφοι και βουνά παραφυάδες του Λυκείου, των Νομίων και του Κωτίλου, ενώ 30 περίπου πηγές και κεφαλάρια αναβλύζουν και εμπλουτίζουν το ποτάμι με κρυστάλλινα νερά, δίνοντας, παλαιότερα, κίνηση σε αρκετούς νερόμυλους, που βρίσκονται ακόμη και σήμερα ερειπωμένοι στις όχθες της Νέδας. Το βάδισμα στην κοίτη είναι επώδυνο και επικίνδυνο από την ολισθηρότητα των βρύων πάνω στις πέτρες, το εκτεταμένο πυκνό σύδεντρο και την έλλειψη μονοπατιού, ενώ σε αρκετά σημεία είναι αναγκαία και η κολύμβηση αφού στο ποτάμι έχουν σχηματιστεί βαθιές λίμνες.
Ο πεζοπόρος έχει τη δυνατότητα να επιλέξει δύο βασικές διαδρομές συγκλονιστικού φυσικού κάλλους. Η πρώτη πρόσβαση είναι από την παραλιακή εθνική οδό Πύργου - Κυπαρισσίας. Στο Θολό στρίβουμε ανατολικά προς Λέπρεο και Νέα Φιγαλεία. Στα 7,5 χμ φάνουμε στο Λέπρεο και από κει σε άλλα 6 χμ στη Νέα Φιγαλεία. Κατόπιν περνάμε στα Πετράλωνα και σε απότομη πλαγιά όπου φαίνεται από ψηλά η κοιλάδα της Νέδας. Συνεχίζουμε στα Περιβόλια, και δεξιά στη Φιγαλεία. (Από κεί μπορεί να επισκεφθεί κανείς τον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Φιγαλείας.) Από τα Περιβόλια δυτικά προς το Δραγώγι και μετά βρισκόμαστε μπροστά από τον Ναό του Επικούριου Απόλλωνα.
Συνεχίζουμε βόρεια και φθάνουμε στο κρυμμένο χωριό Σκληρού όπου υπάρχει μικρός ξενώνας, και η όμορφη πέτρινη εκκλησία του Αγ. Γεωργίου. Συνεχίζουμε ανατολικά για τον Άγιο Σώστη με την δροσερή πλατεία του Άγ. Γιάννη όπου γίνεται μεγάλο πανηγύρι στις 29 Αυγούστου. Επιστρέφουμε στον κεντρικό δρόμο και κινούμαστε δυτικά προς το χωριό Αμπελιώνα με τις καστανιές και τα πολλά νερά. Μετά το χωριό στρίβουμε αριστερά πρός το χωριό Νέδα ή δεξιά προς το χωριό Πέτρα που είναι στην καρδιά της Νέδας. Βαδίζοντας από την πλευρά της Ηλείας παράλληλα με το ποτάμι και ύστερα από 1 ½ περίπου ώρα διαδρομής μέσα σε ένα άγριο πευκοδάσος φτάνει στα νερά του Ιονίου, στη θέση Πρασιδάκι. Η άλλη πρόσβαση είναι από τον κεντρικό δρόμο Καλαμάτας - Κυπαρισσίας. Έξοδος στο Δώριο και ακολουθούμε την διαδρομή στα χωριά της Άνω Μεσσηνίας Ψάρι, Σύριζο, Στάσιμο, Κακαλέτρι, Νέδα. Αντίστοιχα από την πλευρά της Μεσσηνίας καταλήγει στην Ελαία, αφού περάσει από τα χωριά Καρυές και Φόνισσα.
Κάθε χρόνο τον Αύγουστο, τοπικοί φορείς και φυσιολατρικοί όμιλοι οργανώνουν διήμερη πεζοπορία στην κοίτη της Νέδας. Ξεκινούν από τις πηγές της, στην Πέτρα, συνεχίζουν στο Κακαλέτρι και τη Μαρίνα, φτάνουν στα Πλατάνια και από εκεί στο Στόμιο, αφού περάσουν από τη χαράδρα της Φιγαλίας και ολοκληρώσουν την πεζοπορία φτάνοντας στις εκβολές, μετά από διαδρομή 15 χλμ.
Aθλητικά παπούτσια απαραίτητα, και ... καλή διάσχιση !!!
ΠΗΓΗ: Zourtsa.gr
Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014
Μείωση πληθυσμού της Ελλάδας για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους
Μείωση πληθυσμού της Ελλάδας για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους
Η απογραφή του 2011 δείχνει πως βρίσκεται σε εξέλιξη μια «λευκή»
γενοκτονία του ελληνικού λαού ως αποτέλεσμα της μνημονιακής πολιτικής.
Πρόκειται για την πρώτη μείωση του πληθυσμού της χώρας που καταγράφεται
από συστάσεως νεοελληνικού κράτους. Σε καμία απογραφή ως τώρα μετά το
1828 δεν είχαμε μείωση πληθυσμού, ούτε καν σ' αυτές που έγιναν το 1951
μετά την κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο, το 1961 και το 1981 μετά τα
μεγάλα μεταναστευτικά κύματα τις δεκαετίες του '50 και του '70.
Μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας καταγράφηκε για πρώτη φορά σε γενική απογραφή πληθυσμού από συστάσεως ελληνικού κράτους μετά την επανάσταση του 1821. Αυτό προκύπτει από την απογραφή του 2011, τα αποτελέσματα της οποίας δόθηκαν στη δημοσιότητα με... δόσεις, στη διάρκεια των δύο χρόνων που ακολούθησαν μετά τη διεξαγωγή της τον Μάιο του 2011.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), καταγράφεται μικρή μεν μείωση, της τάξης του 1,3% σε σχέση με την προηγούμενη απογραφή του 2001. Ομως η πραγματική μείωση είναι πολύ μεγαλύτερη αν ως μέτρο σύγκρισης μπει όχι η προηγούμενη απογραφή του 2001 αλλά η εκτιμώμενη αύξηση του πληθυσμού της Ελλάδας, σύμφωνα με τις προβλέψεις της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας. Σύμφωνα με την Eurostat λοιπόν την 1.1.2011 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα έπρεπε να ήταν 11.329.600 κάτοικοι. Δηλαδή η εκτιμώμενη μείωση του ελληνικού πληθυσμού ξεπερνά το μισό εκατομμύριο!
Η μείωση αυτή, όπως εκτιμάται, συνδέεται άμεσα με την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, αφού σημειώνεται κυρίως το διάστημα 2009-2011, ενώ δεν αποτυπώνονται οι ακόμα μεγαλύτερες επιπτώσεις στη ζωή του ελληνικού λαού από την ένταση αυτής της πολιτικής την περιόδο που ακολούθησε την απογραφή από το Μάιο του 2011 έως σήμερα, πράγμα που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις έχει οδηγήσει σε παραπέρα μείωση του πληθυσμού. Στην ουσία πρόκειται για μια «λευκή» γενοκτονία, δηλαδή αναίμακτη - τουλάχιστον προς το παρόν – που συντελείται σε βάρος του ελληνικού λαού, καθώς για πρώτη φορά στη ιστορία του νεοελληνικού κράτους ο ελληνικός πληθυσμός μειώνεται.
Αξιοσημείωτο είναι πως ποτέ άλλοτε σε απογραφή πληθυσμού, που είχε διεξαχθεί στο ελληνικό κράτος, ούτε σε αυτή που έγινε το 1951 - μετά την γερμανική κατοχή του 1941-1944 και τον εμφύλιο πόλεμο του 1945-1949 - δεν καταγράφηκε μείωση του πληθυσμού της χώρας. Μείωση πληθυσμού της χώρας δεν καταγράφηκε ούτε στις απογραφές που έγιναν το 1961 και το 1981, μετά τα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα Ελλήνων εργατών προς το εξωτερικό που προηγήθηκαν τις δεκαετίες του '50 και του '70 αντίστοιχα.
Έγινε όμως τώρα, στην απογραφή του Μαΐου του 2011, τα γενικά στοιχεία της οποίας δημοσιοποιήθηκαν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) σε τρεις φάσεις:
- στις 22 Ιουλίου 2011 δόθηκαν στη δημοσιότητα τα προσωρινά αποτελέσματα απογραφής, σύμφωνα με τα οποία ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας είναι 10.787.690 κάτοικοι, ενώ στην απογραφή του 2001 ήταν 10.934.097.
- στις 31 Ιουλίου 2012, ανακοινώθηκε ότι ο «νόμιμος» πληθυσμός της Ελλάδας είναι 9.903.268 κάτοικοι, ενώ το 2001 εκτιμάται πως ήταν 10.205.094.
- στις 28 Δεκεμβρίου 2012 ανακοινώθηκε ότι ο «μόνιμος» πληθυσμός της Ελλάδας είναι 10.815.197 κάτοικοι, ενώ το 2001 ήταν 10.932.136.
- στις 15 Μαρτίου 2013, ανακοινώθηκε ότι ο «πραγματικός» (de facto) πληθυσμός της Ελλάδας είναι 10.939.727 κάτοικοι, ενώ το 2001 εκτιμάται πως ήταν 10.961.758.
Γεγονός είναι πως υπάρχει μια δυσκολία στις σύγκριση των αποτελεσμάτων της απογραφής του 2011 με τις απογραφές των προηγούμενων δεκαετιών, γιατί η τελευταία απογραφή έγινε με διαφορετικό τρόπο, πράγμα που οδηγεί σε ορισμένα ερωτήματα για το κατά πόσο τα αποτελέσματα της απογραφής αυτής είναι συγκρίσιμα με εκείνα των προηγούμενων απογραφών. Πάντως, δεν επιδέχεται αμφισβήτηση η διαπίστωση πως υπάρχει μείωση του ελληνικού πληθυσμού.
Σύμφωνα με τους ορισμούς που δίνονται:
- Πραγματικός πληθυσμός είναι το σύνολο των, για οποιαδήποτε αιτία, παρόντων σε μια περιφέρεια πρόσωπων κατά την ημέρα της απογραφής, είτε αυτά διαμένουν μονίμως στην περιφέρεια αυτή είτε βρέθηκαν να διαμένουν προσωρινώς ή τυχαίως.
- Μόνιμος πληθυσμός είναι το σύνολο των ατόμων που έχουν την κύρια και μόνιμη διαμονή τους σε κάθε περιφέρεια, νομό, δήμο / κοινότητα, δημοτικό / κοινοτικό διαμέρισμα και αυτοτελή οικισμό.
- Νόμιμος πληθυσμός (δημότες) αποτελείται από τον αριθμό των δημοτών, δηλαδή από το σύνολο των ατόμων κάθε ηλικίας και φύλου, που είναι καταχωρημένα στα αντίστοιχα δημοτολόγια και εφόσον κατά τη ημέρα της απογραφής βρίσκονταν στη Χώρα και απογράφηκαν ως παρόντες ή απουσίαζαν προσωρινά στο εξωτερικό.
Όλες οι απογραφές από το 1821 και μετά
Ειδικότερα, ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας, όπως αποτυπώθηκε στην απογραφή του 2011, ανέρχεται στα προσωρινά αποτελέσματα 10.787.690 μόνιμους κατοίκους, ενώ μετά την επεξεργασία εκτιμάται πως το 2011 ο μόνιμος πληθυσμός ήταν 10.815.197 κάτοικοι, σε κάθε περίπτωση υπάρχει μείωση σε σχέση με την προηγούμενη απογραφή του 2001 που ήταν 10.934.097 κάτοικοι. Ενδεικτικά ν' αναφέρουμε ότι το 1981 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 9.739.589, το 1991 αυξήθηκε στα 10.258.364 για να φθάσει στα 10.934.097 το 2001.
Στον πίνακα που ακολουθεί ο οποίος προέρχεται από τα «Δημογραφικά Νέα» του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, αποτυπώνεται η διαχρονική εξέλιξη του πληθυσμού της Ελλάδας, όπως και τα αντίστοιχα μεταναστευτικά ρεύματα Ελλήνων στο εξωτερικό (ο πληθυσμός του 2011 είναι κατ' εκτίμηση προ απογραφής).
Η εκτίμηση πως πρόκειται για μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας, ενισχύεται και από άλλα στοιχεία που προκύπτουν από την απογραφή του 2011, τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα μαζί με τα προσωρινά αποτελέσματα της απογραφής. Έτσι σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις που εκφράστηκαν, η μείωση αυτή του πληθυσμού πρέπει να αναζητηθεί στη μείωση των γεννήσεων - πράγμα όμως που δεν επιβεβαιώνεται - και στη μετανάστευση των Ελλήνων πολιτών στο εξωτερικό.
Η μείωση των γεννήσεων δεν αρκεί για να εξηγήσει το φαινόμενο, αφού μείωση γεννήσεων υπήρχε και κατά την προηγούμενη δεκαετία (1991-2001) και παρόλα αυτά ο συνολικός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 700.000 άτομα, ενώ κατά την πιο προηγούμενη δεκαετία (1981-1991) είχε αυξηθεί κατά μισό εκατομμύριο. Πολύ περισσότερο, όπως θα δείξουμε παρακάτω, που οι γεννήσεις δείχνουν τα τελευταία χρόνια να ανακάμπτουν έστω και οριακά.
Όσο για το αν φταίει η απογραφή, καθώς εκφράζονται επιφυλάξεις για το κατά πόσον κατέγραψε όλους τους κατοίκους, αυτό δεν μπορεί ν' αποτελεί αιτία της παρούσας μείωσης του πληθυσμού, γιατί ο συγκεκριμένος παράγοντας υπήρχε, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, και στις προγενέστερες απογραφές και παρόλα αυτά, επί σχεδόν δύο αιώνες, ποτέ δεν είχε καταγραφεί μείωση πληθυσμού. Επίσης οι όποιες αδυναμίες της απογραφής του 2011, στο βαθμό που εκφράζονται στα προσωρινά αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν τον Ιούλιο του 2011 που δίνουν πληθυσμό 10.787.690, υποτίθεται πως διορθώθηκαν στη διάρκεια της επεξεργασίας που ακολούθησε. Και πάλι, όμως, είτε πάρει κανείς τον «νόμιμο», τον «μόνιμο» ή τον «πραγματικό» πληθυσμό της χώρας, σε όλες τις περιπτώσεις παρατηρείται μείωση από σημαντική έως οριακή σε σχέση με το 2001.
Δεν είναι λόγος της μείωσης η μη απογραφή των μεταναστών
Η πραγματική μείωση του ελληνικού πληθυσμού, προφανώς και είναι μεγαλύτερη, από αυτή που δείχνουν οι τελικοί αριθμοί της απογραφής, με δεδομένη την νόμιμη και την παράνομη μετανάστευση από άλλες χώρες προς την Ελλάδα, που στον ένα ή στο άλλο βαθμό επιδρά αυξητικά στον πληθυσμό και σίγουρα δεν τον μειώνει. Δηλαδή, ακόμα κι αν πολλοί μετανάστες δεν απογράφηκαν ή αν απογράφηκαν ελάχιστοι, η ουσία καθόλου δεν αλλάζει.
Αυτό γιατί ο παράγοντας «μετανάστευση», από έξω προς την Ελλάδα, είτε είναι κοινός παρονομαστής στην παρούσα (2011) και στην προηγούμενη απογραφή (2001), είτε εκδηλώνεται με μεγαλύτερη ένταση την τελευταία δεκαετία και συνεπώς αν είχε μια συμβολή αυτή θα ήταν στην κατεύθυνση της αύξησης του πληθυσμού και όχι της μείωσής του.
Αρα αν αφαιρέσουμε τον παράγοντα μετανάστευση (από έξω προς τα μέσα), ο οποίος ήταν πολύ πιο αδύναμος έως και ανύπαρκτος στις προηγούμενες απογραφές, τότε τα στοιχεία που προκύπτουν, δίνουν ακόμα πιο καθαρή εικόνα για την φθίνουσα πορεία του ελληνικού πληθυσμού. Δηλαδή η μη καταγραφή των μεταναστευτικών εισροών δεν αποτελεί αιτία της μείωσης του ελληνικού πληθυσμού, αφού ούτως ή άλλως οι μετανάστες δεν απογράφονταν σε μεγάλο βαθμό και στις προηγούμενες απογραφές, εκτός από τους Ελληνες ομογενείς που επαναπατρίζονταν στην Ελλάδα κυρίως από περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και ως ένα βαθμό επέδρασαν στην αύξηση του πληθυσμού το 2001.
Αύξηση των γεννήσεων !
Όμως, ούτε το επιχείρημα περί μείωσης των γεννήσεων ισχύει αφού τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια μικρή ανάκαμψη της συνεχούς πτώσης.
Έτσι ο δείκτης ολικής γονιμότητας, ο οποίος είχε εμφανίσει μια σοβαρή πτωτική τάση από το 1980 (2,2) έως το 2005 (1,3), παρουσιάζει μικρή ανοδική τάση και ανήλθε το 2007 στο 1,4 και το 2009 στο 1,5, παραμένοντας ωστόσο κάτω από το όριο αντικατάστασης γενεών που είναι 2,1. (ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 1/2/2011)
Μεγαλύτερη η μείωση του ανδρικού πληθυσμού
Η εκτίμηση ότι πρόκειται για πραγματική και ταυτόχρονα δραματική μείωση του ελληνικού πληθυσμού ενισχύεται και από άλλα στοιχεία της απογραφής του 2011:
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας (προσωρινά αποτελέσματα) μειώθηκε κατά 146.407 ή 1,34% και περιορίστηκε σε 10.787.690 από 10.934.097 που ήταν προ δεκαετίας.
Αυτό όμως που δείχνει ότι η μείωση δεν μπορεί να αποδοθεί ούτε στη μείωση των γεννήσεων ούτε στη μη καταγραφή των μεταναστών, είναι ότι τη μεγαλύτερη μείωση, 109.736 ή 2,03%, εμφανίζουν οι άντρες, καθώς περιορίστηκαν σε 5.303.690 από 5.413.426 το 2001. Από την άλλη οι γυναίκες περιορίστηκαν μόνο κατά 36.671 ή 0,66% στις 5.484.000 από 5.520.671 πριν από δέκα χρόνια.
Αυτή η «ανισότητα» μεταξύ των δύο φύλων προδίδει την τάση αιμορραγίας του ανδρικού πληθυσμού, προφανώς με μετανάστευση στο εξωτερικό, καθώς η ίδια η φύση μεριμνά για ισορροπία γεννήσεων αγοριών και κοριτσιών. Είναι σαφές πως εάν η μείωση ήταν αποτέλεσμα κακής απογραφής τότε θα είχαμε ισόρροπη μείωση και στα δύο φύλα, εκτός κι αν κάποιος ισχυριστεί πως απογράφονται οι γυναίκες πιο πρόθυμα από τους άνδρες και γι' αυτό έχουν μικρότερη μείωση.
Αποκαλύπτεται επίσης, από αυτό το στοιχείο, πως δεν πρόκειται για μείωση λόγω μη καταγραφής των μεταναστών και συνεπώς είναι υπόθεση του γηγενούς πληθυσμού, αφού κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι απογράφηκαν οι γυναίκες μετανάστες σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άνδρες μετανάστες, πολύ περισσότερο που η πραγματικότητα λέει ότι οι περισσότεροι μετανάστες που έχουν έρθει στην Ελλάδα είναι άνδρες.
Την παραπάνω εκτίμηση ενισχύουν και άλλα στοιχεία προερχόμενα από την απογραφή του 2011: Στο σύνολο της Χώρας απεγράφησαν 10.787.690 μόνιμοι κάτοικοι, εκ των οποίων 5.303.690 άνδρες (49,2%) και 5.484.000 γυναίκες (50,8%). Στην Αττική όπου έχουμε τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή συγκέντρωση, ο πληθυσμός της ανέρχεται σε 3.812.330 κατοίκους, εκ των οποίων 1.842.680 (48,33) είναι άντρες και 1.969.650 (51,67) γυναίκες. Η διαφορά αυτή στον αριθμό ανδρών και γυναικών και ακόμα μεγαλύτερη υπεροχή του γυναικείου πληθυσμού έναντι του ανδρικού, υπερβαίνει, όπως φαίνεται παραπάνω, τον εθνικό μέσο όρο και δείχνει διαρροή των ανδρών και όχι μη απογραφή ή γέννηση λιγότερων αγοριών.
Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από τα στοιχεία για τον πληθυσμό και άλλων περιφερειών. Οι άντρες υπερισχύουν σε 6 από τις 13 Περιφέρειες της χώρας: Στερεάς Ελλάδας όπου καλύπτουν το 50,9% του πληθυσμού της περιοχής ήτοι 278.160 άντρες, νότιου Αιγαίου με 50,5% ήτοι 155.990, Πελοποννήσου με 50,7% ήτοι 294.910, Βορείου Αιγαίου με 50,3% ήτοι 99.520, δυτικής Ελλάδας με 50,2% ήτοι 341.400 και δυτικής Μακεδονίας με 50,1% ήτοι 141.260 άντρες.
Οι γυναίκες υπερισχύουν στις άλλες 7 περιφέρειες: Αττικής όπου καλύπτουν το 51,7% του πληθυσμού ήτοι 1.969.650 γυναίκες, κεντρικής Μακεδονίας 51,4% ήτοι 964.320, ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης 50,7% ήτοι 307.070, Ηπείρου 50,7% ήτοι 170.760, Ιονίων νήσων 50,6% ήτοι 104.450, Θεσσαλίας 50,5% ήτοι 368.830 και Κρήτης 50,3% ήτοι 312.580 γυναίκες.
Πραγματική μείωση τουλάχιστον μισό εκατομμύριο!
Η πραγματική μείωση του ελληνικού πληθυσμού δεν είναι μόνο η διαφορά κατά 146.407 ή 1,34%, μεταξύ των δύο τελευταίων απογραφών, δηλαδή μεταξύ των 10.934.097 του 2001 και των 10.787.690 των «προσωρινών» αποτελεσμάτων του 2011, διαφορά που δεν ανατρέπεται αλλά μειώνεται και με τα «οριστικά» αποτελέσματα. Στις 28 Ιουλίου 2011, η Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat) ανακοίνωσε τις εκτιμήσεις της για τον πληθυσμό όλων των κρατών-μελών της ΕΕ, σύμφωνα με τις οποίες ο πληθυσμός της Ελλάδας την 1.1.2011 ήταν 11.329.600.
Έτσι προκύπτει μια διαφορά 541.910 κατοίκων ανάμεσα στα στοιχεία των δύο υπηρεσιών. Η εκτίμηση της Eurostat αποτελεί ουσιαστικά πρόβλεψη για τον πληθυσμό της Ελλάδας με βάση τα στατιστικά δεδομένα. Η εκτίμηση αυτή ανταποκρίνεται στις τάσεις που είχε ο πληθυσμός της Ελλάδας τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ η ΕΛΣΤΑΤ έκανε απογραφή του σήμερα. Συνεπώς η απόκλιση μεταξύ Eurostat και ΕΛΣΤΑΤ είναι στην ουσία η πραγματική μείωση του πληθυσμού της χώρας μας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Στοιχεία Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων
Μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας καταγράφηκε για πρώτη φορά σε γενική απογραφή πληθυσμού από συστάσεως ελληνικού κράτους μετά την επανάσταση του 1821. Αυτό προκύπτει από την απογραφή του 2011, τα αποτελέσματα της οποίας δόθηκαν στη δημοσιότητα με... δόσεις, στη διάρκεια των δύο χρόνων που ακολούθησαν μετά τη διεξαγωγή της τον Μάιο του 2011.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), καταγράφεται μικρή μεν μείωση, της τάξης του 1,3% σε σχέση με την προηγούμενη απογραφή του 2001. Ομως η πραγματική μείωση είναι πολύ μεγαλύτερη αν ως μέτρο σύγκρισης μπει όχι η προηγούμενη απογραφή του 2001 αλλά η εκτιμώμενη αύξηση του πληθυσμού της Ελλάδας, σύμφωνα με τις προβλέψεις της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας. Σύμφωνα με την Eurostat λοιπόν την 1.1.2011 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα έπρεπε να ήταν 11.329.600 κάτοικοι. Δηλαδή η εκτιμώμενη μείωση του ελληνικού πληθυσμού ξεπερνά το μισό εκατομμύριο!
Η μείωση αυτή, όπως εκτιμάται, συνδέεται άμεσα με την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, αφού σημειώνεται κυρίως το διάστημα 2009-2011, ενώ δεν αποτυπώνονται οι ακόμα μεγαλύτερες επιπτώσεις στη ζωή του ελληνικού λαού από την ένταση αυτής της πολιτικής την περιόδο που ακολούθησε την απογραφή από το Μάιο του 2011 έως σήμερα, πράγμα που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις έχει οδηγήσει σε παραπέρα μείωση του πληθυσμού. Στην ουσία πρόκειται για μια «λευκή» γενοκτονία, δηλαδή αναίμακτη - τουλάχιστον προς το παρόν – που συντελείται σε βάρος του ελληνικού λαού, καθώς για πρώτη φορά στη ιστορία του νεοελληνικού κράτους ο ελληνικός πληθυσμός μειώνεται.
Αξιοσημείωτο είναι πως ποτέ άλλοτε σε απογραφή πληθυσμού, που είχε διεξαχθεί στο ελληνικό κράτος, ούτε σε αυτή που έγινε το 1951 - μετά την γερμανική κατοχή του 1941-1944 και τον εμφύλιο πόλεμο του 1945-1949 - δεν καταγράφηκε μείωση του πληθυσμού της χώρας. Μείωση πληθυσμού της χώρας δεν καταγράφηκε ούτε στις απογραφές που έγιναν το 1961 και το 1981, μετά τα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα Ελλήνων εργατών προς το εξωτερικό που προηγήθηκαν τις δεκαετίες του '50 και του '70 αντίστοιχα.
Έγινε όμως τώρα, στην απογραφή του Μαΐου του 2011, τα γενικά στοιχεία της οποίας δημοσιοποιήθηκαν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) σε τρεις φάσεις:
- στις 22 Ιουλίου 2011 δόθηκαν στη δημοσιότητα τα προσωρινά αποτελέσματα απογραφής, σύμφωνα με τα οποία ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας είναι 10.787.690 κάτοικοι, ενώ στην απογραφή του 2001 ήταν 10.934.097.
- στις 31 Ιουλίου 2012, ανακοινώθηκε ότι ο «νόμιμος» πληθυσμός της Ελλάδας είναι 9.903.268 κάτοικοι, ενώ το 2001 εκτιμάται πως ήταν 10.205.094.
- στις 28 Δεκεμβρίου 2012 ανακοινώθηκε ότι ο «μόνιμος» πληθυσμός της Ελλάδας είναι 10.815.197 κάτοικοι, ενώ το 2001 ήταν 10.932.136.
- στις 15 Μαρτίου 2013, ανακοινώθηκε ότι ο «πραγματικός» (de facto) πληθυσμός της Ελλάδας είναι 10.939.727 κάτοικοι, ενώ το 2001 εκτιμάται πως ήταν 10.961.758.
Γεγονός είναι πως υπάρχει μια δυσκολία στις σύγκριση των αποτελεσμάτων της απογραφής του 2011 με τις απογραφές των προηγούμενων δεκαετιών, γιατί η τελευταία απογραφή έγινε με διαφορετικό τρόπο, πράγμα που οδηγεί σε ορισμένα ερωτήματα για το κατά πόσο τα αποτελέσματα της απογραφής αυτής είναι συγκρίσιμα με εκείνα των προηγούμενων απογραφών. Πάντως, δεν επιδέχεται αμφισβήτηση η διαπίστωση πως υπάρχει μείωση του ελληνικού πληθυσμού.
Σύμφωνα με τους ορισμούς που δίνονται:
- Πραγματικός πληθυσμός είναι το σύνολο των, για οποιαδήποτε αιτία, παρόντων σε μια περιφέρεια πρόσωπων κατά την ημέρα της απογραφής, είτε αυτά διαμένουν μονίμως στην περιφέρεια αυτή είτε βρέθηκαν να διαμένουν προσωρινώς ή τυχαίως.
- Μόνιμος πληθυσμός είναι το σύνολο των ατόμων που έχουν την κύρια και μόνιμη διαμονή τους σε κάθε περιφέρεια, νομό, δήμο / κοινότητα, δημοτικό / κοινοτικό διαμέρισμα και αυτοτελή οικισμό.
- Νόμιμος πληθυσμός (δημότες) αποτελείται από τον αριθμό των δημοτών, δηλαδή από το σύνολο των ατόμων κάθε ηλικίας και φύλου, που είναι καταχωρημένα στα αντίστοιχα δημοτολόγια και εφόσον κατά τη ημέρα της απογραφής βρίσκονταν στη Χώρα και απογράφηκαν ως παρόντες ή απουσίαζαν προσωρινά στο εξωτερικό.
Όλες οι απογραφές από το 1821 και μετά
Ειδικότερα, ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας, όπως αποτυπώθηκε στην απογραφή του 2011, ανέρχεται στα προσωρινά αποτελέσματα 10.787.690 μόνιμους κατοίκους, ενώ μετά την επεξεργασία εκτιμάται πως το 2011 ο μόνιμος πληθυσμός ήταν 10.815.197 κάτοικοι, σε κάθε περίπτωση υπάρχει μείωση σε σχέση με την προηγούμενη απογραφή του 2001 που ήταν 10.934.097 κάτοικοι. Ενδεικτικά ν' αναφέρουμε ότι το 1981 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 9.739.589, το 1991 αυξήθηκε στα 10.258.364 για να φθάσει στα 10.934.097 το 2001.
Στον πίνακα που ακολουθεί ο οποίος προέρχεται από τα «Δημογραφικά Νέα» του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, αποτυπώνεται η διαχρονική εξέλιξη του πληθυσμού της Ελλάδας, όπως και τα αντίστοιχα μεταναστευτικά ρεύματα Ελλήνων στο εξωτερικό (ο πληθυσμός του 2011 είναι κατ' εκτίμηση προ απογραφής).
Η εκτίμηση πως πρόκειται για μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας, ενισχύεται και από άλλα στοιχεία που προκύπτουν από την απογραφή του 2011, τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα μαζί με τα προσωρινά αποτελέσματα της απογραφής. Έτσι σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις που εκφράστηκαν, η μείωση αυτή του πληθυσμού πρέπει να αναζητηθεί στη μείωση των γεννήσεων - πράγμα όμως που δεν επιβεβαιώνεται - και στη μετανάστευση των Ελλήνων πολιτών στο εξωτερικό.
Η μείωση των γεννήσεων δεν αρκεί για να εξηγήσει το φαινόμενο, αφού μείωση γεννήσεων υπήρχε και κατά την προηγούμενη δεκαετία (1991-2001) και παρόλα αυτά ο συνολικός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 700.000 άτομα, ενώ κατά την πιο προηγούμενη δεκαετία (1981-1991) είχε αυξηθεί κατά μισό εκατομμύριο. Πολύ περισσότερο, όπως θα δείξουμε παρακάτω, που οι γεννήσεις δείχνουν τα τελευταία χρόνια να ανακάμπτουν έστω και οριακά.
Όσο για το αν φταίει η απογραφή, καθώς εκφράζονται επιφυλάξεις για το κατά πόσον κατέγραψε όλους τους κατοίκους, αυτό δεν μπορεί ν' αποτελεί αιτία της παρούσας μείωσης του πληθυσμού, γιατί ο συγκεκριμένος παράγοντας υπήρχε, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, και στις προγενέστερες απογραφές και παρόλα αυτά, επί σχεδόν δύο αιώνες, ποτέ δεν είχε καταγραφεί μείωση πληθυσμού. Επίσης οι όποιες αδυναμίες της απογραφής του 2011, στο βαθμό που εκφράζονται στα προσωρινά αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν τον Ιούλιο του 2011 που δίνουν πληθυσμό 10.787.690, υποτίθεται πως διορθώθηκαν στη διάρκεια της επεξεργασίας που ακολούθησε. Και πάλι, όμως, είτε πάρει κανείς τον «νόμιμο», τον «μόνιμο» ή τον «πραγματικό» πληθυσμό της χώρας, σε όλες τις περιπτώσεις παρατηρείται μείωση από σημαντική έως οριακή σε σχέση με το 2001.
Δεν είναι λόγος της μείωσης η μη απογραφή των μεταναστών
Η πραγματική μείωση του ελληνικού πληθυσμού, προφανώς και είναι μεγαλύτερη, από αυτή που δείχνουν οι τελικοί αριθμοί της απογραφής, με δεδομένη την νόμιμη και την παράνομη μετανάστευση από άλλες χώρες προς την Ελλάδα, που στον ένα ή στο άλλο βαθμό επιδρά αυξητικά στον πληθυσμό και σίγουρα δεν τον μειώνει. Δηλαδή, ακόμα κι αν πολλοί μετανάστες δεν απογράφηκαν ή αν απογράφηκαν ελάχιστοι, η ουσία καθόλου δεν αλλάζει.
Αυτό γιατί ο παράγοντας «μετανάστευση», από έξω προς την Ελλάδα, είτε είναι κοινός παρονομαστής στην παρούσα (2011) και στην προηγούμενη απογραφή (2001), είτε εκδηλώνεται με μεγαλύτερη ένταση την τελευταία δεκαετία και συνεπώς αν είχε μια συμβολή αυτή θα ήταν στην κατεύθυνση της αύξησης του πληθυσμού και όχι της μείωσής του.
Αρα αν αφαιρέσουμε τον παράγοντα μετανάστευση (από έξω προς τα μέσα), ο οποίος ήταν πολύ πιο αδύναμος έως και ανύπαρκτος στις προηγούμενες απογραφές, τότε τα στοιχεία που προκύπτουν, δίνουν ακόμα πιο καθαρή εικόνα για την φθίνουσα πορεία του ελληνικού πληθυσμού. Δηλαδή η μη καταγραφή των μεταναστευτικών εισροών δεν αποτελεί αιτία της μείωσης του ελληνικού πληθυσμού, αφού ούτως ή άλλως οι μετανάστες δεν απογράφονταν σε μεγάλο βαθμό και στις προηγούμενες απογραφές, εκτός από τους Ελληνες ομογενείς που επαναπατρίζονταν στην Ελλάδα κυρίως από περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και ως ένα βαθμό επέδρασαν στην αύξηση του πληθυσμού το 2001.
Αύξηση των γεννήσεων !
Όμως, ούτε το επιχείρημα περί μείωσης των γεννήσεων ισχύει αφού τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια μικρή ανάκαμψη της συνεχούς πτώσης.
Έτσι ο δείκτης ολικής γονιμότητας, ο οποίος είχε εμφανίσει μια σοβαρή πτωτική τάση από το 1980 (2,2) έως το 2005 (1,3), παρουσιάζει μικρή ανοδική τάση και ανήλθε το 2007 στο 1,4 και το 2009 στο 1,5, παραμένοντας ωστόσο κάτω από το όριο αντικατάστασης γενεών που είναι 2,1. (ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 1/2/2011)
Μεγαλύτερη η μείωση του ανδρικού πληθυσμού
Η εκτίμηση ότι πρόκειται για πραγματική και ταυτόχρονα δραματική μείωση του ελληνικού πληθυσμού ενισχύεται και από άλλα στοιχεία της απογραφής του 2011:
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας (προσωρινά αποτελέσματα) μειώθηκε κατά 146.407 ή 1,34% και περιορίστηκε σε 10.787.690 από 10.934.097 που ήταν προ δεκαετίας.
Αυτό όμως που δείχνει ότι η μείωση δεν μπορεί να αποδοθεί ούτε στη μείωση των γεννήσεων ούτε στη μη καταγραφή των μεταναστών, είναι ότι τη μεγαλύτερη μείωση, 109.736 ή 2,03%, εμφανίζουν οι άντρες, καθώς περιορίστηκαν σε 5.303.690 από 5.413.426 το 2001. Από την άλλη οι γυναίκες περιορίστηκαν μόνο κατά 36.671 ή 0,66% στις 5.484.000 από 5.520.671 πριν από δέκα χρόνια.
Αυτή η «ανισότητα» μεταξύ των δύο φύλων προδίδει την τάση αιμορραγίας του ανδρικού πληθυσμού, προφανώς με μετανάστευση στο εξωτερικό, καθώς η ίδια η φύση μεριμνά για ισορροπία γεννήσεων αγοριών και κοριτσιών. Είναι σαφές πως εάν η μείωση ήταν αποτέλεσμα κακής απογραφής τότε θα είχαμε ισόρροπη μείωση και στα δύο φύλα, εκτός κι αν κάποιος ισχυριστεί πως απογράφονται οι γυναίκες πιο πρόθυμα από τους άνδρες και γι' αυτό έχουν μικρότερη μείωση.
Αποκαλύπτεται επίσης, από αυτό το στοιχείο, πως δεν πρόκειται για μείωση λόγω μη καταγραφής των μεταναστών και συνεπώς είναι υπόθεση του γηγενούς πληθυσμού, αφού κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι απογράφηκαν οι γυναίκες μετανάστες σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άνδρες μετανάστες, πολύ περισσότερο που η πραγματικότητα λέει ότι οι περισσότεροι μετανάστες που έχουν έρθει στην Ελλάδα είναι άνδρες.
Την παραπάνω εκτίμηση ενισχύουν και άλλα στοιχεία προερχόμενα από την απογραφή του 2011: Στο σύνολο της Χώρας απεγράφησαν 10.787.690 μόνιμοι κάτοικοι, εκ των οποίων 5.303.690 άνδρες (49,2%) και 5.484.000 γυναίκες (50,8%). Στην Αττική όπου έχουμε τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή συγκέντρωση, ο πληθυσμός της ανέρχεται σε 3.812.330 κατοίκους, εκ των οποίων 1.842.680 (48,33) είναι άντρες και 1.969.650 (51,67) γυναίκες. Η διαφορά αυτή στον αριθμό ανδρών και γυναικών και ακόμα μεγαλύτερη υπεροχή του γυναικείου πληθυσμού έναντι του ανδρικού, υπερβαίνει, όπως φαίνεται παραπάνω, τον εθνικό μέσο όρο και δείχνει διαρροή των ανδρών και όχι μη απογραφή ή γέννηση λιγότερων αγοριών.
Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από τα στοιχεία για τον πληθυσμό και άλλων περιφερειών. Οι άντρες υπερισχύουν σε 6 από τις 13 Περιφέρειες της χώρας: Στερεάς Ελλάδας όπου καλύπτουν το 50,9% του πληθυσμού της περιοχής ήτοι 278.160 άντρες, νότιου Αιγαίου με 50,5% ήτοι 155.990, Πελοποννήσου με 50,7% ήτοι 294.910, Βορείου Αιγαίου με 50,3% ήτοι 99.520, δυτικής Ελλάδας με 50,2% ήτοι 341.400 και δυτικής Μακεδονίας με 50,1% ήτοι 141.260 άντρες.
Οι γυναίκες υπερισχύουν στις άλλες 7 περιφέρειες: Αττικής όπου καλύπτουν το 51,7% του πληθυσμού ήτοι 1.969.650 γυναίκες, κεντρικής Μακεδονίας 51,4% ήτοι 964.320, ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης 50,7% ήτοι 307.070, Ηπείρου 50,7% ήτοι 170.760, Ιονίων νήσων 50,6% ήτοι 104.450, Θεσσαλίας 50,5% ήτοι 368.830 και Κρήτης 50,3% ήτοι 312.580 γυναίκες.
Πραγματική μείωση τουλάχιστον μισό εκατομμύριο!
Η πραγματική μείωση του ελληνικού πληθυσμού δεν είναι μόνο η διαφορά κατά 146.407 ή 1,34%, μεταξύ των δύο τελευταίων απογραφών, δηλαδή μεταξύ των 10.934.097 του 2001 και των 10.787.690 των «προσωρινών» αποτελεσμάτων του 2011, διαφορά που δεν ανατρέπεται αλλά μειώνεται και με τα «οριστικά» αποτελέσματα. Στις 28 Ιουλίου 2011, η Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat) ανακοίνωσε τις εκτιμήσεις της για τον πληθυσμό όλων των κρατών-μελών της ΕΕ, σύμφωνα με τις οποίες ο πληθυσμός της Ελλάδας την 1.1.2011 ήταν 11.329.600.
Έτσι προκύπτει μια διαφορά 541.910 κατοίκων ανάμεσα στα στοιχεία των δύο υπηρεσιών. Η εκτίμηση της Eurostat αποτελεί ουσιαστικά πρόβλεψη για τον πληθυσμό της Ελλάδας με βάση τα στατιστικά δεδομένα. Η εκτίμηση αυτή ανταποκρίνεται στις τάσεις που είχε ο πληθυσμός της Ελλάδας τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ η ΕΛΣΤΑΤ έκανε απογραφή του σήμερα. Συνεπώς η απόκλιση μεταξύ Eurostat και ΕΛΣΤΑΤ είναι στην ουσία η πραγματική μείωση του πληθυσμού της χώρας μας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Στοιχεία Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων
Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014
Άρχισε η υδρόλυση των χημικών της Συρίας νοτίως της Κρήτης.....
Άρχισε η υδρόλυση των χημικών της Συρίας νοτίως της Κρήτης.....
Το ανακοίνωσε εκπρόσωπος του Αμερικανικού Πενταγώνου μιλώντας στο δίκτυο CBS. Ξεσηκωμός στην Κρήτη.
Την επίσημη έναρξη της καταστροφής των χημικών της Συρίας με την πειραματική μέθοδο της υδρόλυσης εν πλω ανακοίνωσε εκπρόσωπος του Αμερικανικού Πενταγώνου μιλώντας στο δίκτυο CBS.Παρά τις έντονες αντιδράσεις τοπικών - και όχι μόνο- φορέων και επιστημόνων, η καταστροφή των χημικών στη Μεσόγειο στα ανοικτά της Κρήτης είναι γεγονός.
To στίγμα πάντως του αμερικανικού πλοίου «Cape Ray» παραμένει κρυφό και η ακριβής τοποθεσία όπου πραγματοποιείται η υδρόλυση δεν αποκαλύπτεται.
Το σκάφος, το οποίο πλέει σε διεθνή ύδατα στη Μεσόγειο Θάλασσα, άρχισε τη διαδικασία επεξεργασίας των 600 μετρικών τόνων χημικών όπλων και πρώτων υλών για την παρασκευή τους, ανέφερε ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου, συνταγματάρχης Στιβ Ουόρεν.
Η αμερικανική κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ότι στα υλικά προς καταστροφή περιλαμβάνονται αέριο μουστάρδας καθώς και συστατικά στοιχεία με τα οποία μπορεί να παρασκευαστεί το νευροτοξικό αέριο σαρίν.
Τα υλικά παραδόθηκαν στο «Cape Ray» στις αρχές του Ιουλίου από ένα άλλο σκάφος, το οποίο τα μετέφερε εκτός Συρίας. Ο Άσαντ συμφώνησε πέρυσι να παραδώσει το χημικό οπλοστάσιο της Συρίας στο πλαίσιο μιας συμφωνίας αφοπλισμού.
Ο Ουόρεν επισήμανε ότι θα χρειαστούν περίπου 60 ημέρες για την επεξεργασία των υλών.
Το πλοίο είναι εξοπλισμένο με ένα σύστημα υδρόλυσης, το οποίο χρησιμοποιεί ουσίες όπως νερό, υποχλωριώδες νάτριο και υδροξείδιο του νατρίου, ώστε να καταστήσει τα χημικά όπλα αρκετά ασφαλή για την εξουδετέρωσή τους.
Ο Ουόρεν ανέφερε ότι τα επεξεργασμένα υλικά θα μεταφερθούν κατόπιν στη Φινλανδία και στη Γερμανία για τελική καταστροφή.
Αποκλεισμός της Σούδας
Tην ίδια ώρα, το Ανοιχτό Συντονιστικό Χανίων ενάντια στα χημικά οργανώνει σήμερα, στις 20.30, συνέλευση στο Εργατικό Κέντρο της πόλης. Στην ανακοίνωση που έστειλε στα ΜΜΕ τονίζει:
«Με βάση τις φειδωλές πληροφορίες που λαμβάνουμε, καθώς όλοι οι επίσημοι φορείς και η κυβέρνηση παίζουν κρυφτό με τους πολίτες, το πείραμα της υδρόλυσης των χημικών του πολέμου στη Συρία μπαίνει στην τελευταία φάση του, με την άμεση φόρτωσή τους στο Cape Ray από την Ιταλία και τον απόπλου του από το λιμάνι της Καλαβρίας σε λίγες ημέρες. Στη διαδικασία αυτή, που θα συμμετέχει το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ καθώς και ένα ελληνικό υποβρύχιο, ενεργό ρόλο θα παίξει και η ΝΑΤΟϊκή βάση της Σούδας.
»Κλιμακώνουμε τον αγώνα μας ενάντια στην οριστική υποβάθμιση της κλειστής θάλασσας της Μεσογείου και στη μελλοντική νομιμοποίηση τέτοιου είδους πειραμάτων. Προτείνουμε άμεση κινητοποίηση στη βάση της Σούδας την προσεχή εβδομάδα. Η φύση της κινητοποίησης θα καθοριστεί από τη συμμετοχή και τη διάθεση του κόσμου. Γι αυτό, καλούμε την επόμενη Τρίτη 8 Ιουλίου στις 8:30 μμ σε ανοιχτή συνέλευση όλους τους κατοίκους, τα κινήματα και τους φορείς των Χανίων να προσέλθουν στο Εργατικό Κέντρο Χανίων με αντικείμενο τη συνδιοργάνωση και συντονισμό της κινητοποίησης αυτής στη ΝΑΤΟϊκή βάση της Σούδας.
»Η κινητοποίηση αυτή προτείνεται να γίνει άμεσα μετά τη συνέλευση. Το συντονιστικό Χανίων προτείνει τον αποκλεισμό της στρατιωτικής βάσης, έως ότου το πείραμα εις βάρος της υγείας και της οικονομίας όλης της Μεσογείου σταματήσει.
»Καλούμε όλους τους φορείς, συντονιστικά και κινήματα της Κρήτης είτε να παραβρεθούν είτε να διοργανώσουν σχετική συζήτηση στην πόλη τους, προκειμένου να αποφασίσουν τη συμμετοχή τους σε αυτήν την κινητοποίηση.
»Καλούμε επίσης σε πανελλαδική συστράτευση και ενεργό συμμετοχή στην κινητοποίηση αυτή, η οποία τονίζουμε θα πρέπει να είναι άμεση μετά τη συνάντηση της Τρίτης».
Το Συντονιστικό θεωρεί ότι «ο αγώνας αυτός θα πρέπει να πάρει πανευρωπαϊκή διάσταση, και συνεπώς το κέντρο του αγώνα αυτήν τη στιγμή δεν μπορεί να είναι άλλο από το κέντρο των επιχειρήσεων». Για αυτόν τον λόγο προτείνει «τον αποκλεισμό της βάσης στη Σούδα σε αυτήν την κρίσιμη καμπή του αγώνα προκειμένου να αποτρέψουμε τον απόπλου του Cape Ray και να σταματήσουμε το πείραμα της υδρόλυσης». Τέλος, το Συντονιστικό αναφέρει ότι θα στηρίξει «την εν πλω διαμαρτυρία που σχεδιάζεται από συναγωνιστές μας όταν αυτή πραγματοποιηθεί».
Συνέλευση στο Ρέθυμνο για τα χημικά της Συρίας
Λαϊκή συνέλευση, με σκοπό τον συντονισμό δράσεων «για την αποτροπή της καταστροφής των χημικών του πολέμου στη Μεσόγειο», πραγματοποιείται στο Εργατικό Κέντρο Ρεθύμνου.
Σε σχετική ανακοίνωση τονίζεται ότι «ο λαός της Κρήτης έχει βροντοφωνάξει την αντίθεσή του σε αυτήν τη μεθόδευση με κινητοποιήσεις σε όλο το νησί, που κορυφώθηκαν στη μεγαλειώδη συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Αρκάδι».
Πηγή: haniotika-nea.gr - cretapost.gr
Κυριακή 6 Ιουλίου 2014
Σημαντικά μουσεία της Ελλάδας
Σημαντικά μουσεία της Ελλάδας
Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου
Το Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου είναι ένα από τα πιο παλαιά Μουσεία της χώρας και μέχρι σήμερα παραμένει το κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλίας. Κτίσθηκε το 1909 με χρήματα του Αλέξιου Αθανασάκη από την Πορταριά του Πηλίου. Πρόκειται για ένα ισόγειο νεοκλασικό κτίριο με συνολικό εμβαδόν 870 τ.μ., που περιλαμβάνει 7 χώρους έκθεσης. Βρίσκεται στην παραλία του Βόλου, μέσα στο πάρκο της περιοχής του Αναύρου. Αφορμή και σκοπός της ίδρυσής του ήταν η στέγαση και η έκθεση των γραπτών επιτύμβιων στηλών από το νεκροταφείο της αρχαίας Δημητριάδας, που είχαν έρθει στο φως με τις ανασκαφές του Α. Αρβανιτόπουλου, στις αρχές του 20ου αιώνα. Τον Αύγουστο του 2004 εγκαινιάστηκε η νέα πτέρυγα του Μουσείου, που κατασκευάστηκε σε άμεση επαφή με το παλαιό κτίριο του Μουσείου. Το νέο κτίριο διαθέτει πρόσθετους εκθεσιακούς χώρους, εκτεταμένες αποθήκες με σύγχρονο εξοπλισμό και ελεγχόμενες συνθήκες διατήρησης των αρχαιοτήτων. Μετά την επανέκθεσή του το 2004, το Μουσείο φιλοξενεί αρχαιολογικά ευρήματα από όλη τη Θεσσαλία, από την παλαιολιθική περίοδο έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η έκθεση αναπτύσσεται σε 8 αίθουσες στο ισόγειο του παλαιού και του νέου κτιρίου και περιλαμβάνει ευρήματα από τις αρχαιολογικές έρευνες που άρχισαν στη Θεσσαλία στις αρχές του 20ου αιώνα και συνεχίζονται έως σήμερα. Ενημερωτικά κείμενα, σχέδια και φωτογραφίες εμπλουτίζουν την έκθεση επιτρέποντας στο μη ειδικό κοινό την εμπεριστατωμένη πληροφόρησή του για το είδος και τη χρήση των αρχαιολογικών ευρημάτων, καθώς και για τους αρχαιολογικούς χώρους από τους οποίους τα εκθέματα αυτά προήλθαν.
Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών, είναι ένα από τα πιο σημαντικά του ελληνικού χώρου. Βρίσκεται λίγο πριν την πόλη των Δελφών στη διαδρομή από την Αθήνα, σε συνέχεια του αρχαιολογικού χώρου. Στα εκθέματά του υπάρχουν αντικείμενα από το φημισμένο δελφικό μαντείο, το πιο ξακουστό του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Οι μοναδικές και πλούσιες συλλογές του περιλαμβάνουν κυρίως αρχιτεκτονικά γλυπτά, αγάλματα, αριστουργήματα μικροτεχνίας και αφιερώματα των πιστών στο ιερό, τα οποία ανακλούν τη θρησκευτικό-πολιτική και καλλιτεχνική δραστηριότητά του σε όλη την ιστορική του πορεία, από την ίδρυση του απολλώνιου τεμένους τον 8ο αιώνα π.Χ. έως την παρακμή του στα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας. Στεγάζεται σε διώροφο κτίριο συνολικού εμβαδού 2.270 τ.μ. Η μόνιμη έκθεσή του καταλαμβάνει 14 αίθουσες και οι αποθηκευτικοί χώροι έκταση 558 τ.μ. Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου έχει ως κύριο θέμα την ιστορία του δελφικού ιερού και μαντείου και περιλαμβάνει αντικείμενα, που καλύπτουν χρονολογικά πολλούς αιώνες, από τα προϊστορικά χρόνια έως την ύστερη αρχαιότητα. Είναι άριστα ομαδοποιημένα για να έχει ο επισκέπτης τη δυνατότητα να κατανοήσει εύκολα, τις περιόδους ακμής ή κάμψης του ιερού, καθώς και την πλήρη εικόνα της ιστορίας του. Διαθέτει εργαστήριο συντήρησης κεραμικών και μεταλλικών αντικειμένων, καθώς και εργαστήριο αποκατάστασης ψηφιδωτού. Μετά την τελευταία ανακαίνιση του κτιρίου, διαμορφώθηκαν χώροι υποδοχής και εξυπηρέτησης των επισκεπτών, κυλικείο και πωλητήριο εντύπων.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου είναι από τα πιο μεγάλα και αξιόλογα Μουσεία στην Ελλάδα και ένα από τα πιο σημαντικά στην Ευρώπη. Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου περιλαμβάνει μοναδικά αριστουργήματα της κρητικής τέχνης, που βρέθηκαν σε ανασκαφές, κυρίως στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα του νησιού, και καλύπτουν ιστορία περίπου 5.500 χρόνων, από τη νεολιθική εποχή μέχρι τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Τα σημαντικότερα ανάμεσά τους είναι οι «θεές των όφεων», ρυτά, η τοιχογραφία των ταυροκαθαψίων και το χρυσό δακτυλίδι από τα Ισόπατα. Η συλλογή με τις μινωικές αρχαιότητες είναι η πιο σημαντική στον κόσμο και το μουσείο δίκαια θεωρείται το κατ’ εξοχήν μουσείο του μινωικού πολιτισμού. Τα πιο πολλά ευρήματα χρονολογούνται στα προϊστορικά χρόνια, στη μινωική εποχή, που πήρε το όνομά της από το μυθικό βασιλιά του νησιού, Μίνωα, και περιλαμβάνουν έργα κεραμικής, λιθοτεχνίας, σφραγιδογλυφίας, μικρογλυπτικής, μεταλλοτεχνίας και μνημειακής ζωγραφικής, που προέρχονται από ανάκτορα, επαύλεις, οικισμούς, ταφικά μνημεία, ιερά και σπήλαια. Στο σύγχρονο αντισεισμικό κτίριο, η έκθεση καταλαμβάνει συνολικά 20 αίθουσες, 13 στο ισόγειο και 7 στον όροφο του κτιρίου. Η οργάνωσή της στηρίζεται κατά κύριο λόγο στη χρονολογική παρουσίαση των ευρημάτων, ορισμένες, όμως, σημαντικές θεματικές ενότητες, όπως οι μινωικές τοιχογραφίες, οι μινωικές σαρκοφάγοι και η Συλλογή Γιαμαλάκη, προβάλλονται ξεχωριστά, αποκομμένες από τη συνολική χρονολογική διάταξη. Τα εκθέματα παρουσιάζονται σύμφωνα με τους τόπους που βρέθηκαν, για να δίνουν μια σφαιρική και πλήρη εικόνα του κρητικού πολιτισμού, όπως εκδηλώθηκε σε διάφορες περιοχές και στα σημαντικά του κέντρα. Η έκθεση πλαισιώνεται από επεξηγηματικά κείμενα, εικόνες, σχέδια και προπλάσματα μνημείων.
Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών βρίσκεται εντός του αρχαιολογικού χώρου των Μυκηνών. Είναι διαμορφωμένο για να εξυπηρετεί τόσο τη διαφύλαξη του υλικού που προέρχεται από τις ανασκαφές στην ακρόπολη των Μυκηνών, στην άμεση περιοχή της και στον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο της, όσο και να λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος, για την ενημέρωση των επισκεπτών, συμπληρώνοντας την περιήγηση τους. Το μουσείο στεγάζεται σε σύγχρονο κτίριο, που κτίστηκε στους πρόποδες του λόφου των Μυκηνών και δίπλα στην ακρόπολη. Κτίστηκε με τρόπο που να εξασφαλίζει άμεση επικοινωνία με τα αρχαία κατάλοιπα, τμήματα των οποίων είναι ορατά από τα μεγάλα παράθυρά του και που ο επισκέπτης συναντά στην πορεία του από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου. Είναι κτισμένο σε τρία επίπεδα και καλύπτει μία συνολική επιφάνεια 2.000 τ.μ. Ο εκθεσιακός χώρος καλύπτει περίπου το 1/4 της έκτασης του μουσείου. Διαμορφώθηκε στην ανατολική πτέρυγα του κτιρίου, σε δύο επίπεδα και περιλαμβάνει τρεις αίθουσες. Πριν από το προαύλιο, ο επισκέπτης συναντά το «θολωτό τάφο των Λεόντων». Η είσοδος οδηγεί σ’ έναν ευρύχωρο προθάλαμο, στο κέντρο του οποίου έχει τοποθετηθεί μία μακέτα της ακρόπολης, ενώ πίνακες με κείμενα και εποπτικό υλικό παρουσιάζουν τις συνδεδεμένες με τις Μυκήνες, απεικονίσεις του χώρου από περιηγητές των περασμένων αιώνων, καθώς και το ιστορικό των ανασκαφών. Η έκθεση αναπτύσσεται σε 4 αυτοτελείς ενότητες, ως επί το πλείστον σε μεγάλες περιμετρικές επιτοίχιες προθήκες. Στις ευρύχωρες αποθήκες του Μουσείου στεγάζεται επίσης υλικό που μεταφέρθηκε από το Μουσείο Ναυπλίου και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Εξειδικευμένα εργαστήρια, κεραμικών και μετάλλινων αντικειμένων επιτρέπουν τη συντήρησή του υλικού επί τόπου, ενώ υπάρχουν χώροι γραφείων και βιβλιοθήκη για τη διευκόλυνση των μελετητών, που ενασχολούνται με αυτό.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας
Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας, από τα πιο σημαντικά της Ελλάδας, παρουσιάζει τη μακραίωνη ιστορική εξέλιξη ενός από τα πιο λαμπρά ιερά της αρχαιότητας, που ήταν αφιερωμένο στον Δία, και αποτέλεσε την κοιτίδα των Ολυμπιακών Αγώνων. Περιλαμβάνει τη μόνιμη έκθεση ευρημάτων από τις ανασκαφές στο χώρο της Άλτης, που χρονολογούνται από τα προϊστορικά έως και τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Από το σύνολο των πολύτιμων εκθεμάτων, πιο σημαντική είναι η έκθεση των γλυπτών, για την οποία είναι κυρίως γνωστό το μουσείο, καθώς και η συλλογή χάλκινων αντικειμένων, που είναι η πλουσιότερη στον κόσμο και απαρτίζεται από όπλα, ειδώλια και άλλα αντικείμενα, ενώ ιδιαίτερα σημαντικά είναι και τα ευρήματα της μεγάλης πηλοπλαστικής. Το κτιριακό συγκρότημα του Μουσείου αποτελείται από εκθεσιακούς, βοηθητικούς και αποθηκευτικούς χώρους. Ο εκθεσιακός χώρος περιλαμβάνει τον προθάλαμο και 12 αίθουσες, που όλες φιλοξενούν τη μόνιμη έκθεση ευρημάτων, που προέρχονται από την Άλτη. Το Μουσείο διαθέτει αποθηκευτικούς χώρους, που καταλαμβάνουν τμήμα της ανατολικής πτέρυγας και του υπογείου, καθώς και εργαστήρια συντήρησης πήλινων, χάλκινων, λίθινων αντικειμένων, ψηφιδωτών και μικροευρημάτων. Μέσα από την πληθώρα των ευρημάτων, που παρουσιάζονται στη μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ολυμπίας, ο επισκέπτης παρακολουθεί τη χρονολογική εξέλιξη και την ιστορία του μεγάλου πανελλήνιου ιερού από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού έως και τον 6ο-7ο αιώνα μ.Χ. Εξέχουσα θέση κατέχει ο γλυπτός διάκοσμος του ναού του Δία, τα αετώματα και οι μετόπες, που αποτελούν τα σημαντικότερα δείγματα αυστηρού ρυθμού στην ελληνική τέχνη. Από τα πλέον σημαντικά εκθέματα είναι η Νίκη του Παιωνίου, καθώς και ο Ερμής του Πραξιτέλη. Στο μουσείο φιλοξενείται η πλουσιότερη συλλογή χάλκινων αντικειμένων στον κόσμο.
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο
Το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο ανήκει στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, που ιδρύθηκε το 1882 με σκοπό τη συλλογή, διάσωση και προβολή κειμηλίων και μαρτυριών σχετικών με τη νεώτερη ελληνική ιστορία. Είναι το παλαιότερο μουσείο του είδους του και περιλαμβάνει πλούσιες συλλογές που διαφωτίζουν τις πιο αντιπροσωπευτικές ιστορικές φάσεις του Νεώτερου Ελληνισμού, από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) έως τον Πόλεμο του 1940. Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου αναπτύσσεται στις περιμετρικές αίθουσες του Μεγάρου της Παλαιάς Βουλής των Ελλήνων, όπου πλέον στεγάζει μόνιμα το Μουσείο. Το κτίριο θεμελιώθηκε το 1858 από τη Βασίλισσα Αμαλία και στέγασε το Ελληνικό Κοινοβούλιο από το 1875 έως το 1935. Η Παλαιά Βουλή είναι αρχιτεκτονικό κόσμημα στο κέντρο της Αθήνας, ενώ η μεγαλόπρεπη Αίθουσα των Συνεδριάσεων αποτελεί χώρο ιστορικής μνήμης, αλλά και κατάλληλη στέγη για σημαντικές εκδηλώσεις πολιτιστικού και ιστορικού περιεχομένου. Μέσα από κειμήλια, έργα τέχνης, όπλα προσωπικά αντικείμενα, ενδυμασίες και χάρτες, ο επισκέπτης παρακολουθεί την πορεία του ελληνικού έθνους στην Τουρκοκρατία και την Ενετοκρατία στον ελλαδικό χώρο, την Ελληνική Επανάσταση του 1821, την ανεξαρτησία και τη διαμόρφωση του νέου ελληνικού κράτους, την επέκταση των συνόρων με τους Βαλκανικούς Πολέμους, την περιπέτεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Παράλληλα παρουσιάζονται πτυχές της καθημερινής ζωής και της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την πλούσια λαογραφική συλλογή του Μουσείου.
Ενυδρείο Ηρακλείου
Το Ενυδρείο Κρήτης Cretaquarium άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό το Δεκέμβριο 2005. Είναι το πρώτο μεγάλο δημόσιο ενυδρείο στην Ελλάδα και ανήκει στο Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, το μεγαλύτερο ερευνητικό κέντρο για τη θαλάσσια επιστήμη στην Ανατολική Μεσόγειο και στη χώρα μας. Το Ενυδρείο καταλαμβάνει έκταση 5.000 τ.μ. περίπου και είναι τμήμα του ευρύτερου κτιριακού συγκροτήματος «Θαλασσόκοσμος», συνολικής έκτασης 60.000 τ.μ. Εκτός από το Ενυδρείο, ο «Θαλασσόκοσμος» περιλαμβάνει τις ερευνητικές εγκαταστάσεις που στεγάζουν τις δραστηριότητες θαλασσίων επιστημών, όπως της Ωκεανογραφίας, Θαλάσσιας Βιολογίας και Γενετικής, Αλιευτικής Βιολογίας και των Θαλάσσιων Υδατοκαλλιεργειών. Το Ενυδρείο Κρήτης και ο «Θαλασσόκοσμος» βρίσκονται στη ΒΔ παραλιακή ζώνη της πρώην αμερικανικής βάσης στις Γούρνες Ηρακλείου, 14 χλμ. από την πόλη του Ηρακλείου και πολύ κοντά στην πιο τουριστική περιοχή της Κρήτης που εκτείνεται από τις Γούρνες Ηρακλείου, προς τη Χερσόνησο και τον Αγ. Νικόλαο. Σκοπός του Ενυδρείου είναι η ανάδειξη του θαλάσσιου μεσογειακού κόσμου που είναι ελάχιστα γνωστός στους πολλούς. Το Cretaquarium φιλοξενεί περίπου 4.000 θαλάσσια είδη και οργανισμούς μέσα σε μικρές και μεγάλες δεξαμενές που αντιγράφουν τις συνθήκες του φυσικού θαλάσσιου περιβάλλοντος. Περιπλανώμενοι στο διάδρομο ανάμεσα στις δεξαμενές του ενυδρείου θα νιώσετε, τουλάχιστον, σαν δύτης που κολυμπάει αρμονικά δίπλα σε μικρά και μεγάλα ψάρια και οργανισμούς, αφού όλα είναι τόσο ρεαλιστικά και προσεγμένα.
Μουσείο Αρχαίας Αγοράς
Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, ή Μουσείο Αρχαίας Αγοράς (Αθηνών), ή Μουσείο Αττάλου δημιουργήθηκε το 1957, και στεγάζεται στον ισόγειο χώρο της Στοάς του Αττάλου, μετά την αναστήλωση της. Στο Μουσείο αυτό στεγάζονται και εκτίθενται ευρήματα που έχουν έλθει στο φως από τις αρχαιολογικές ανασκαφές που έχουν γίνει στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας και μόνον απ’ αυτόν, που εκτείνεται δυτικά και ΝΔ του Μουσείου μέχρι τον αρχαίο ναό του Ηφαίστου. Ο εκθεσιακός χώρος του Μουσείου διακρίνεται στον εσωτερικό, που περιλαμβάνει 4 ενότητες-χώρους, και τον εξωτερικό αίθριο χώρο. Στο πρώτο τμήμα της έκθεσης εκτίθενται αγγεία, πήλινα ειδώλια, κοσμήματα, όπλα, κτερίσματα τάφων της μυκηναϊκής μέχρι και της γεωμετρικής περιόδου, επειδή ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Αγοράς αρχικά ήταν νεκροταφείο πριν μεταφερθεί αυτό δυτικότερα και μεταβληθεί σε κέντρο εμπορικών θρησκευτικών, πολιτικών, πολιτιστικών ακόμη και αθλητικών συναθροίσεων. Στο κεντρικό χώρο του μουσείου περιλαμβάνονται εκθέματα από την πολιτική ζωή και την εμπορική κίνηση της αρχαίας Αθήνας κατά τους κλασικούς χρόνους, όπως όστρακα εξοστρακισμού, κλεψύδρες, χάλκινες ψήφοι των αθηναϊκών δικαστηρίων, μέτρα και σταθμά της περιόδου, συλλογή νομισμάτων και διάφορα ψηφισματοφόρα ανάγλυφα. Στον επόμενο χώρο παρουσιάζονται στον επισκέπτη μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία γνωστών αρχαίων αγγειογράφων καθώς και διάφορα σκεύη του καθημερινού βίου. Την έκθεση του μουσείου συμπληρώνουν μαρμάρινα γλυπτά, θραύσματα επιγραφών, αγαλματίδια της ρωμαϊκής, βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου που προέρχονται κυρίως από πηγάδια του γύρω χώρου. Τέλος στον αίθριο χώρο του ισογείου μεταξύ των κιονοστοιχιών του οικοδομήματος εκτίθενται πολύ αξιόλογα γλυπτά, βάσεις επιγραφών, βωμοί, κιονόκρανα, γλυπτά από το διάκοσμο του Ηφαιστείου, του ναού του Άρεως κλπ.
Μουσείο Ασιατικής τέχνης
Το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης της Κέρκυρας, το μοναδικό Μουσείο στην Ελλάδα που είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στην τέχνη και τις αρχαιότητες της Άπω Ανατολής και της Ινδίας, στεγάζεται στο Ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου. Το κτίριο, εκτός από μία ευρύχωρη κατοικία για τον Αρμοστή, βασικά χρησιμοποιήθηκε ως το βρετανικό διοικητικό κέντρο (Αρμοστεία). Παράλληλα, υπήρξε έδρα της Ιονίου Γερουσίας και, για κάποιο χρονικό διάστημα, της Ιονίου Βουλής, κυρίως, όμως, του Τάγματος των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου, από όπου και πήρε το όνομά του. Σχεδιάστηκε από τον στρατηγό Sir George Whitmore (1775-1862), μηχανικό του αγγλικού στρατού και αρχιτέκτονα. Το 1864, μετά την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, πέρασε στην ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους, και από το 1928 στεγάζει το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης. Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου υπέστη πολλές φθορές. Το 1953 αποκαταστάθηκαν οι τρεις Μνημειακές Αίθουσες του πρώτου ορόφου. Το κτίριο συντηρήθηκε ξανά στα τέλη του 1992, για να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες της Συνόδου Κορυφής των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα το 1994. Το μουσείο αριθμεί περίπου 10.500 αντικείμενα, που προέρχονται από δωρεές ιδιωτικών συλλογών. Τον πυρήνα του Μουσείου, αποτέλεσε η συλλογή του Γρ. Μάνου (1850-1928), που διετέλεσε πρέσβης της Ελλάδας στην Αυστρία. Η σινο-ιαπωνική συλλογή του λειτούργησε ως μαγνήτης προσελκύοντας και άλλες δωρεές, όπως αυτή του πρέσβη Ν. Χατζηβασιλείου, το 1974, που περιλάμβανε 400 έργα από την Ιαπωνία, την Κορέα, το Νεπάλ, το Θιβέτ, το Πακιστάν (Ελληνο-βουδιστικά γλυπτά της Γκαντάρα), την Ινδία, το Σιάμ και την Καμπότζη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει ο αυστηρά σινο-ιαπωνικός χαρακτήρας του μουσείου και να οδηγήσει στην αλλαγή του ονόματός του σε «Μουσείο Ασιατικής Τέχνης». Το 1983 στις συλλογές του Μουσείου προστέθηκε και η δωρεά του Χαρ. Χιωτάκη, που αποτελείται από 380 αντικείμενα κινέζικης, ιαπωνικής και κορεάτικης τέχνης. Μεμονωμένα αντικείμενα δώρισαν επίσης ο Ι. Σινιόσσογλου, ο Π. Αλμανάχος και ο Ι. Κόλλας.
Μουσείο βασιλικών τάφων Αιγών
Με την αποκάλυψη των βασιλικών τάφων των Αιγών, το 1977, άρχισε αμέσως η συντήρηση των περίφημων τοιχογραφιών που τους διακοσμούσαν. Παράλληλα, δημιουργήθηκε επιτόπου εργαστήριο συντήρησης για τη διάσωση κι αποκατάσταση των εξαιρετικά σημαντικών κινητών ευρημάτων που περιείχαν. Για να σωθούν οι βασιλικοί τάφοι των Αιγών και οι θαυμάσιες τοιχογραφίες της αρπαγής της Περσεφόνης και του βασιλικού κυνηγιού, τα μοναδικά πρωτότυπα έργα μεγάλων ζωγράφων της κλασικής αρχαιότητας που έφτασαν ως εμάς, κατασκευάστηκε το 1993 ένα τεράστιο υπόγειο κέλυφος προστασίας που εγκιβωτίζει και προστατεύει τα αρχαία μνημεία, με ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου και κλιματισμού που διατηρούν σταθερές τις συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας στην περιοχή των τάφων, πράγμα απαραίτητο για την διάσωση των τοιχογραφιών. Το κτίσμα εξωτερικά δίνει την εντύπωση αρχαίου ταφικού τύμβου, καθώς είναι καλυμμένο με χώμα, ενώ στο εσωτερικό του εκτίθενται από το Νοέμβριο του 1997 οι θησαυροί που βρέθηκαν μέσα στους βασιλικούς τάφους. Στο υπόγειο κέλυφος, γύρω από τους χώρους όπου εγκιβωτίζονται οι τέσσερις τάφοι (τρεις μακεδονικοί και ένας κιβωτιόσχημος) και τα θεμέλια του υπέργειου «ηρώου», υπάρχουν τέσσερις συνεχιζόμενες πολυγωνικές αίθουσες, η έκταση των οποίων φτάνει τα 1.200 τ.μ. Οι θησαυροί δεν απομακρύνθηκαν από τον τόπο που βρέθηκαν, δίπλα στους τάφους που τους περιείχαν. Η έκθεση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικου, του αρχαιολόγου που έφερε στο φως τους θησαυρούς και είχε τη γνώση και την πνευματική εγρήγορση να τους αναγνωρίσει.
Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
Το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας ιδρύθηκε το 1964 από τον Άγγελο και τη Νίκη Γουλανδρή με σκοπό «την προώθηση των Φυσικών Επιστημών και την ταυτόχρονη ευαισθητοποίηση του ανθρώπου, ώστε διά της γνώσης να επανέλθει στο σεβασμό της φύσης...». Οι δραστηριότητές του περιλαμβάνουν τόσο την επιστημονική έρευνα σε θέματα σχετικά με το περιβάλλον (φυσικούς πόρους, φυσικοχημικές, βιοχημικές και οικολογικές διαδικασίες που διέπουν το οικοσυστήματα και τους οργανισμούς τους), όσο και την περιβαλλοντική εκπαίδευση, που συνεχίζεται ανελλιπώς από το 1974 και απευθύνεται σε παιδιά όλων των σχολικών βαθμίδων. Η έδρα του Ιδρύματος βρίσκεται στην Κηφισιά. Σε δύο γειτονικά κτίρια, όπου η αρχιτεκτονική αρμονία γεφυρώνει τους αιώνες, φιλοξενούνται οι δύο μεγάλες, ανεξάρτητες μεν αλλά θεματικά αλληλένδετες εκθεσιακές ενότητες: η έκθεση συλλογών Φυσικής Ιστορίας που στεγάζεται στο ιστορικό κτίριο του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας (Λεβίδου 13) και η περιβαλλοντική έκθεση του νέου Κέντρου ΓΑΙΑ (Όθωνος 100). Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας (Λεβίδου 13) στεγάζεται σε ένα κομψό νεοκλασικό κτίριο του 19ου αιώνα (1875) που διαμορφώθηκε και επεκτάθηκε κατά τα 35 χρόνια λειτουργίας του, ώστε να αποτελέσει κατάλληλο χώρο για τις επιστημονικές και εκπαιδευτικές ανάγκες του Ιδρύματος. Οι εκθεσιακοί χώροι παρουσιάζουν: βοτανικά εκθέματα (την εξέλιξη, ανατομία και μορφολογία των φυτών καθώς και φυτικά απολιθώματα), ζωολογικά εκθέματα (αντιπροσωπευτικά είδη από τις πιο σημαντικές ομάδες εντόμων, σπάνια είδη θηλαστικών κατανεμημένα σε ποικίλους βιότοπους ανά τον κόσμο, πουλιά με κύρια έμφαση στην ελληνική ορνιθοπανίδα, ερπετά και αμφίβια ελληνικά και ξένα, μαλάκια με συλλογές ελληνικών και παγκόσμιων κογχυλιών, κοράλλια) και γεωλογικά και παλαιοντολογικά εκθέματα (πλούσια δείγματα ορυκτών, πετρωμάτων και απολιθωμάτων που συνοδεύονται από μακέτες, διαγράμματα, τομές κ.ά.).
Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων
Το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη-Κέντρο Εθνομουσικολογίας εγκαινιάστηκε στις 6 Ιουνίου του 1991. Βασίζεται στη συλλογή 1.200 ελληνικών λαϊκών μουσικών οργάνων από τον 18ο αιώνα ως τις μέρες μας, καρπό 40χρονης έρευνας και μελέτης του μουσικολόγου Φ. Ανωγειανάκη, ο οποίος το 1978 δώρισε τη συλλογή του στο ελληνικό δημόσιο και με την εποπτεία του άρχισαν οι εργασίες ίδρυσης του Μουσείου, που στεγάζεται σ’ ένα παλαιό αρχοντικό του 1840 στην Πλάκα (οικία Λασσάνη) δίπλα στη Ρωμαϊκή Αγορά. Για την οργάνωση και αποπεράτωση του Μουσείου αρχικά συνεργάστηκαν το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και στη συνέχεια το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα Β. Παπαντωνίου και η Ελληνική Εταιρεία Λαογραφικής Μουσειολογίας. Ο αρχιτέκτονας Κωστής Αδαμόπουλος διαμόρφωσε το κυρίως κτίριο στον εκθεσιακό χώρο, που στεγάζει επίσης την υποδοχή, τη διεύθυνση, τη γραμματεία και τη βιβλιοθήκη του Μουσείου. Οι παλαιοί στάβλοι του αρχοντικού στεγάζουν το Κέντρο Έρευνας και τα αρχεία, τους αποθηκευτικούς χώρους, μια αίθουσα εκδηλώσεων (για 80 άτομα) και το πωλητήριο του Μουσείου όπου διατίθενται βιβλία, δίσκοι και μουσικά όργανα. Εκτίθενται περίπου τα μισά όργανα της συλλογής Ανωγειανάκη, με κριτήριο όχι μόνο την αισθητική και τη διακόσμησή τους, αλλά κυρίως το εθνολογικό και μουσικολογικό τους ενδιαφέρον Τα υπόλοιπα όργανα βρίσκονται στη διάθεση των ερευνητών και αποτελούν υλικό για την κινητή έκθεση του Μουσείου, που περιοδεύει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ή για εκθέσεις ειδικού ενδιαφέροντος. Η έκθεση καλύπτει 3 ορόφους και περιλαμβάνει 4 ενότητες, όσες και οι οικογένειες των οργάνων που διακρίνει η εθνομουσικολογία, με κριτήριο το υλικό το οποίο πάλλεται για να δώσει τον ήχο: μεμβρανόφωνα, αερόφωνα, χορδόφωνα και ιδιόφωνα.
Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας
Το Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας είναι ένα κατ’ εξοχήν θεματικό μουσείο με ενδυματολογικό περιεχόμενο. Στις συλλογές του περιλαμβάνει περίπου 25.000 αντικείμενα, κυρίως αυθεντικές τοπικές φορεσιές και κοσμήματα του ιστορικού ελληνικού χώρου (τέλη 19ου-αρχές 20ού αιώνα), αντίγραφα μινωικών, αρχαϊκών και βυζαντινών ενδυμάτων, καθώς και 23 πορσελάνινες κούκλες ντυμένες με παραδοσιακές φορεσιές, που αποτελούν δωρεά της Β. Όλγας στο Λύκειο των Ελληνίδων. Σκοπός της ύπαρξής του είναι η συλλογή, η διαφύλαξη, η μελέτη και η προβολή της ιστορίας της ελληνικής τοπικής φορεσιάς. Το Μουσείο στεγάζεται σε διώροφο κτίριο της οδού Δημοκρίτου 7, που χτίστηκε τη δεκαετία του 1920. Η παρουσίαση των θεματικών εκθέσεών του γίνεται σ’ ένα μικρό, αλλά λειτουργικό εκθεσιακό χώρο που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου. Το Μουσείο δεν έχει μόνιμη έκθεση, αλλά ετήσιες μικρές θεματικές εκθέσεις. Με αυτού του είδους τις εκθέσεις δίνεται η ευκαιρία στο κοινό να γνωρίζει κάθε φορά και ένα τμήμα της πλούσιας συλλογής του. Παράλληλα με τις εκθέσεις, το Μουσείο οργανώνει εκπαιδευτικά προγράμματα, διαλέξεις, σεμινάρια και συνεργασίες με άλλους φορείς με στόχο τον εμπλουτισμό της εκθετικής δραστηριότητάς του και την καλύτερη επικοινωνία του με το κοινό. Στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής του πολιτικής πραγματοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα και ξεναγήσεις μαθητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο να γίνει χώρος μάθησης, ανακάλυψης, ψυχαγωγίας και ανάπτυξης της ευαισθησίας των μικρών επισκεπτών. Συμμετέχει σε ενδυματολογικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με στόχο την ανάδειξη του ενδυματολογικού πλούτου της Ελλάδας. Το Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας αποτελεί τμήμα του Λυκείου των Ελληνίδων, σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ιδρύθηκε το 1910 από την Καλλιρρόη Παρρέν.
Ναυτικό μουσείο Ελλάδας
Το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται στο κτίριο της Μαρίνας Ζέας, στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά. Είναι το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας και παρουσιάζει τη δημιουργία, ιστορία και εξέλιξη του Ναυτικού των Ελλήνων από την προϊστορική εποχή ως τις μέρες μας. Σκοποί του Μουσείου είναι η αναζήτηση, περισυλλογή, συγκέντρωση, συντήρηση, διαφύλαξη και έκθεση των αντικειμένων που έχουν σχέση με την επίδοση των Ελλήνων στα θαλάσσια έργα από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Στους σκοπούς του περιλαμβάνεται ακόμα η μελέτη και τεκμηρίωση της ναυτικής μας κληρονομιάς και γενικά η καλλιέργεια της αγάπης των νέων για τη θάλασσα, γεγονός που εκπληρώνει την παιδαγωγική αποστολή του Μουσείου. Στις 10 μεγάλες αίθουσες που έχουν συνολική επιφάνεια περίπου 1.850 τ.μ. παρουσιάζεται με ανάγλυφο τρόπο η ναυτική πορεία του Ελληνισμού μέσα στους αιώνες. Στην πρώτη στεγάζεται η Ναυτική Πινακοθήκη, με έργα των πιο σημαντικών θαλασσογράφων του 19ου και 20ου αιώνα (Προσαλέντη-Βολανάκη-Χατζή). Στη συνέχεια παρουσιάζεται η ναυτική δραστηριότητα των Ελλήνων στην προϊστορία, στην αρχαιότητα, στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο ως το τέλος του 18ου αιώνα, στους Βαλκανικούς Πολέμους και από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έως τις μέρες μας. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στη μετάβαση από τα ιστιοφόρα στα ατμόπλοια. Οι τελευταίες εκθεσιακές ενότητες αφορούν την ιστορία και εξέλιξη του εμπορικού ναυτικού. Στο Μουσείο υπάρχει επίσης μία μεγάλη συλλογή χαρτών του ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου χώρου από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα. Εδώ λειτουργεί και η μοναδική ναυτική βιβλιοθήκη με πάνω από 10.000 τόμους βιβλίων και περιοδικών, οργανωμένη με το σύστημα Dewey. Η βιβλιοθήκη είναι ανοικτή στο κοινό. Δέχεται και εξυπηρετεί πάνω από 2.000 ερευνητές και μαθητές το χρόνο. Το Μουσείο είναι μέλος της Διεθνούς Ένωσης Ναυτικών Μουσείων και συμμετέχει ενεργά σε εθνικά και παγκόσμια συνέδρια καθώς και σε εθνικές και διεθνείς εκθέσεις δανείζοντας υλικό του.
Πολεμικό μουσείο
Δίπλα στο Βυζαντινό Μουσείο, στην οδό Β. Γεωργίου βρίσκεται και λειτουργεί από το 1975 το Πολεμικό Μουσείο Αθήνας. Σκοπός του είναι η συγκέντρωση, παρουσίαση και διαφύλαξη των κάθε είδους πολεμικών κειμηλίων και ενθυμίων της ιστορίας μας, καθώς και η μελέτη-τεκμηρίωση και η προβολή της πολεμικής ιστορίας της χώρας μας. Στο ισόγειό του φιλοξενεί μια από τις πιο σημαντικές συλλογές όπλων από όλο τον κόσμο, δωρεά του Πέτρου Σαρόγλου, αξιωματικού του Πυροβολικού. Τα εκθέματα, από όλο τον κόσμο, χρονολογούνται από τη Νεολιθική εποχή μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Η συλλογή διαθέτει 3.000 όπλα, αμυντικά και επιθετικά, όπως πανοπλίες από τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, καυκάσια πιστόλια, μουσουλμανικά, ινδικά και ιαπωνικά όπλα. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αφρικανικά όπλα, από δέρμα ψαριού και όστρακο χελώνας για μικρόσωμους πολεμιστές, καθώς και τα ξύλινα βέλη και οι κεφαλοθραύστες πρωτόγονων λαών. Ιδιαίτερη συλλεκτική αξία έχει η συλλογή που περιλαμβάνει επίχρυσα και επάργυρα όπλα με ημιπολύτιμες πέτρες, κοράλλι και τιρκουάζ, καθώς κι αυτή της Ελληνικής Επανάστασης. Το Μουσείο διαθέτει ένα πλούσιο αρχείο από αρχεία και συλλογές ιστορικού κυρίως περιεχομένου από την Επανάσταση του 1821 μέχρι και τον πόλεμο στην Κορέα, καθώς κι έγγραφα (γνήσια και αντίγραφα) από διάφορες φάσεις της ελληνικής πολεμικής ιστορίας, όπως γνήσια έγγραφα των Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, Μακρυγιάννη, φύλλα των «Ελληνικών Χρονικών» ή τα αρχεία στρατιωτικών, εφημερίδων και παράνομου Τύπου από την περίοδο της Κατοχής κλπ. Παράλληλα, στο τμήμα του ιστορικού αρχείου φυλάσσεται και η συλλογή με 400 παλιούς χάρτες που ξεκινούν από το 1471 και εξής. Στο πλούσιο φωτογραφικό αρχείο του υπάρχουν πάνω από 20.000 πρωτότυπες φωτογραφίες, με θεματολογία σχετική με την πολεμική ιστορία της Ελλάδας, από το τέλος του 19ου αιώνα έως τη σύγχρονη εποχή. Τέλος, μια πλούσια βιβλιοθήκη, που διαθέτει περίπου 22.000 τίτλους βιβλίων και άλλων έντυπων εκδόσεων, καθώς και ένα άρτια εξοπλισμένο αμφιθέατρο 550 θέσεων συμπληρώνουν τους εσωτερικούς χώρους του Μουσείου. Στον εξωτερικό χώρο του Μουσείου εκτίθενται όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς και στον Α' και Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ανάμεσά τους ο «Δαίδαλος», το πρώτο αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας που χρησιμοποιήθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Το Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου είναι ένα από τα πιο παλαιά Μουσεία της χώρας και μέχρι σήμερα παραμένει το κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλίας. Κτίσθηκε το 1909 με χρήματα του Αλέξιου Αθανασάκη από την Πορταριά του Πηλίου. Πρόκειται για ένα ισόγειο νεοκλασικό κτίριο με συνολικό εμβαδόν 870 τ.μ., που περιλαμβάνει 7 χώρους έκθεσης. Βρίσκεται στην παραλία του Βόλου, μέσα στο πάρκο της περιοχής του Αναύρου. Αφορμή και σκοπός της ίδρυσής του ήταν η στέγαση και η έκθεση των γραπτών επιτύμβιων στηλών από το νεκροταφείο της αρχαίας Δημητριάδας, που είχαν έρθει στο φως με τις ανασκαφές του Α. Αρβανιτόπουλου, στις αρχές του 20ου αιώνα. Τον Αύγουστο του 2004 εγκαινιάστηκε η νέα πτέρυγα του Μουσείου, που κατασκευάστηκε σε άμεση επαφή με το παλαιό κτίριο του Μουσείου. Το νέο κτίριο διαθέτει πρόσθετους εκθεσιακούς χώρους, εκτεταμένες αποθήκες με σύγχρονο εξοπλισμό και ελεγχόμενες συνθήκες διατήρησης των αρχαιοτήτων. Μετά την επανέκθεσή του το 2004, το Μουσείο φιλοξενεί αρχαιολογικά ευρήματα από όλη τη Θεσσαλία, από την παλαιολιθική περίοδο έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η έκθεση αναπτύσσεται σε 8 αίθουσες στο ισόγειο του παλαιού και του νέου κτιρίου και περιλαμβάνει ευρήματα από τις αρχαιολογικές έρευνες που άρχισαν στη Θεσσαλία στις αρχές του 20ου αιώνα και συνεχίζονται έως σήμερα. Ενημερωτικά κείμενα, σχέδια και φωτογραφίες εμπλουτίζουν την έκθεση επιτρέποντας στο μη ειδικό κοινό την εμπεριστατωμένη πληροφόρησή του για το είδος και τη χρήση των αρχαιολογικών ευρημάτων, καθώς και για τους αρχαιολογικούς χώρους από τους οποίους τα εκθέματα αυτά προήλθαν.
Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών, είναι ένα από τα πιο σημαντικά του ελληνικού χώρου. Βρίσκεται λίγο πριν την πόλη των Δελφών στη διαδρομή από την Αθήνα, σε συνέχεια του αρχαιολογικού χώρου. Στα εκθέματά του υπάρχουν αντικείμενα από το φημισμένο δελφικό μαντείο, το πιο ξακουστό του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Οι μοναδικές και πλούσιες συλλογές του περιλαμβάνουν κυρίως αρχιτεκτονικά γλυπτά, αγάλματα, αριστουργήματα μικροτεχνίας και αφιερώματα των πιστών στο ιερό, τα οποία ανακλούν τη θρησκευτικό-πολιτική και καλλιτεχνική δραστηριότητά του σε όλη την ιστορική του πορεία, από την ίδρυση του απολλώνιου τεμένους τον 8ο αιώνα π.Χ. έως την παρακμή του στα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας. Στεγάζεται σε διώροφο κτίριο συνολικού εμβαδού 2.270 τ.μ. Η μόνιμη έκθεσή του καταλαμβάνει 14 αίθουσες και οι αποθηκευτικοί χώροι έκταση 558 τ.μ. Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου έχει ως κύριο θέμα την ιστορία του δελφικού ιερού και μαντείου και περιλαμβάνει αντικείμενα, που καλύπτουν χρονολογικά πολλούς αιώνες, από τα προϊστορικά χρόνια έως την ύστερη αρχαιότητα. Είναι άριστα ομαδοποιημένα για να έχει ο επισκέπτης τη δυνατότητα να κατανοήσει εύκολα, τις περιόδους ακμής ή κάμψης του ιερού, καθώς και την πλήρη εικόνα της ιστορίας του. Διαθέτει εργαστήριο συντήρησης κεραμικών και μεταλλικών αντικειμένων, καθώς και εργαστήριο αποκατάστασης ψηφιδωτού. Μετά την τελευταία ανακαίνιση του κτιρίου, διαμορφώθηκαν χώροι υποδοχής και εξυπηρέτησης των επισκεπτών, κυλικείο και πωλητήριο εντύπων.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου είναι από τα πιο μεγάλα και αξιόλογα Μουσεία στην Ελλάδα και ένα από τα πιο σημαντικά στην Ευρώπη. Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου περιλαμβάνει μοναδικά αριστουργήματα της κρητικής τέχνης, που βρέθηκαν σε ανασκαφές, κυρίως στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα του νησιού, και καλύπτουν ιστορία περίπου 5.500 χρόνων, από τη νεολιθική εποχή μέχρι τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Τα σημαντικότερα ανάμεσά τους είναι οι «θεές των όφεων», ρυτά, η τοιχογραφία των ταυροκαθαψίων και το χρυσό δακτυλίδι από τα Ισόπατα. Η συλλογή με τις μινωικές αρχαιότητες είναι η πιο σημαντική στον κόσμο και το μουσείο δίκαια θεωρείται το κατ’ εξοχήν μουσείο του μινωικού πολιτισμού. Τα πιο πολλά ευρήματα χρονολογούνται στα προϊστορικά χρόνια, στη μινωική εποχή, που πήρε το όνομά της από το μυθικό βασιλιά του νησιού, Μίνωα, και περιλαμβάνουν έργα κεραμικής, λιθοτεχνίας, σφραγιδογλυφίας, μικρογλυπτικής, μεταλλοτεχνίας και μνημειακής ζωγραφικής, που προέρχονται από ανάκτορα, επαύλεις, οικισμούς, ταφικά μνημεία, ιερά και σπήλαια. Στο σύγχρονο αντισεισμικό κτίριο, η έκθεση καταλαμβάνει συνολικά 20 αίθουσες, 13 στο ισόγειο και 7 στον όροφο του κτιρίου. Η οργάνωσή της στηρίζεται κατά κύριο λόγο στη χρονολογική παρουσίαση των ευρημάτων, ορισμένες, όμως, σημαντικές θεματικές ενότητες, όπως οι μινωικές τοιχογραφίες, οι μινωικές σαρκοφάγοι και η Συλλογή Γιαμαλάκη, προβάλλονται ξεχωριστά, αποκομμένες από τη συνολική χρονολογική διάταξη. Τα εκθέματα παρουσιάζονται σύμφωνα με τους τόπους που βρέθηκαν, για να δίνουν μια σφαιρική και πλήρη εικόνα του κρητικού πολιτισμού, όπως εκδηλώθηκε σε διάφορες περιοχές και στα σημαντικά του κέντρα. Η έκθεση πλαισιώνεται από επεξηγηματικά κείμενα, εικόνες, σχέδια και προπλάσματα μνημείων.
Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών βρίσκεται εντός του αρχαιολογικού χώρου των Μυκηνών. Είναι διαμορφωμένο για να εξυπηρετεί τόσο τη διαφύλαξη του υλικού που προέρχεται από τις ανασκαφές στην ακρόπολη των Μυκηνών, στην άμεση περιοχή της και στον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο της, όσο και να λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος, για την ενημέρωση των επισκεπτών, συμπληρώνοντας την περιήγηση τους. Το μουσείο στεγάζεται σε σύγχρονο κτίριο, που κτίστηκε στους πρόποδες του λόφου των Μυκηνών και δίπλα στην ακρόπολη. Κτίστηκε με τρόπο που να εξασφαλίζει άμεση επικοινωνία με τα αρχαία κατάλοιπα, τμήματα των οποίων είναι ορατά από τα μεγάλα παράθυρά του και που ο επισκέπτης συναντά στην πορεία του από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου. Είναι κτισμένο σε τρία επίπεδα και καλύπτει μία συνολική επιφάνεια 2.000 τ.μ. Ο εκθεσιακός χώρος καλύπτει περίπου το 1/4 της έκτασης του μουσείου. Διαμορφώθηκε στην ανατολική πτέρυγα του κτιρίου, σε δύο επίπεδα και περιλαμβάνει τρεις αίθουσες. Πριν από το προαύλιο, ο επισκέπτης συναντά το «θολωτό τάφο των Λεόντων». Η είσοδος οδηγεί σ’ έναν ευρύχωρο προθάλαμο, στο κέντρο του οποίου έχει τοποθετηθεί μία μακέτα της ακρόπολης, ενώ πίνακες με κείμενα και εποπτικό υλικό παρουσιάζουν τις συνδεδεμένες με τις Μυκήνες, απεικονίσεις του χώρου από περιηγητές των περασμένων αιώνων, καθώς και το ιστορικό των ανασκαφών. Η έκθεση αναπτύσσεται σε 4 αυτοτελείς ενότητες, ως επί το πλείστον σε μεγάλες περιμετρικές επιτοίχιες προθήκες. Στις ευρύχωρες αποθήκες του Μουσείου στεγάζεται επίσης υλικό που μεταφέρθηκε από το Μουσείο Ναυπλίου και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Εξειδικευμένα εργαστήρια, κεραμικών και μετάλλινων αντικειμένων επιτρέπουν τη συντήρησή του υλικού επί τόπου, ενώ υπάρχουν χώροι γραφείων και βιβλιοθήκη για τη διευκόλυνση των μελετητών, που ενασχολούνται με αυτό.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας
Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας, από τα πιο σημαντικά της Ελλάδας, παρουσιάζει τη μακραίωνη ιστορική εξέλιξη ενός από τα πιο λαμπρά ιερά της αρχαιότητας, που ήταν αφιερωμένο στον Δία, και αποτέλεσε την κοιτίδα των Ολυμπιακών Αγώνων. Περιλαμβάνει τη μόνιμη έκθεση ευρημάτων από τις ανασκαφές στο χώρο της Άλτης, που χρονολογούνται από τα προϊστορικά έως και τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Από το σύνολο των πολύτιμων εκθεμάτων, πιο σημαντική είναι η έκθεση των γλυπτών, για την οποία είναι κυρίως γνωστό το μουσείο, καθώς και η συλλογή χάλκινων αντικειμένων, που είναι η πλουσιότερη στον κόσμο και απαρτίζεται από όπλα, ειδώλια και άλλα αντικείμενα, ενώ ιδιαίτερα σημαντικά είναι και τα ευρήματα της μεγάλης πηλοπλαστικής. Το κτιριακό συγκρότημα του Μουσείου αποτελείται από εκθεσιακούς, βοηθητικούς και αποθηκευτικούς χώρους. Ο εκθεσιακός χώρος περιλαμβάνει τον προθάλαμο και 12 αίθουσες, που όλες φιλοξενούν τη μόνιμη έκθεση ευρημάτων, που προέρχονται από την Άλτη. Το Μουσείο διαθέτει αποθηκευτικούς χώρους, που καταλαμβάνουν τμήμα της ανατολικής πτέρυγας και του υπογείου, καθώς και εργαστήρια συντήρησης πήλινων, χάλκινων, λίθινων αντικειμένων, ψηφιδωτών και μικροευρημάτων. Μέσα από την πληθώρα των ευρημάτων, που παρουσιάζονται στη μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ολυμπίας, ο επισκέπτης παρακολουθεί τη χρονολογική εξέλιξη και την ιστορία του μεγάλου πανελλήνιου ιερού από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού έως και τον 6ο-7ο αιώνα μ.Χ. Εξέχουσα θέση κατέχει ο γλυπτός διάκοσμος του ναού του Δία, τα αετώματα και οι μετόπες, που αποτελούν τα σημαντικότερα δείγματα αυστηρού ρυθμού στην ελληνική τέχνη. Από τα πλέον σημαντικά εκθέματα είναι η Νίκη του Παιωνίου, καθώς και ο Ερμής του Πραξιτέλη. Στο μουσείο φιλοξενείται η πλουσιότερη συλλογή χάλκινων αντικειμένων στον κόσμο.
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο
Το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο ανήκει στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, που ιδρύθηκε το 1882 με σκοπό τη συλλογή, διάσωση και προβολή κειμηλίων και μαρτυριών σχετικών με τη νεώτερη ελληνική ιστορία. Είναι το παλαιότερο μουσείο του είδους του και περιλαμβάνει πλούσιες συλλογές που διαφωτίζουν τις πιο αντιπροσωπευτικές ιστορικές φάσεις του Νεώτερου Ελληνισμού, από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) έως τον Πόλεμο του 1940. Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου αναπτύσσεται στις περιμετρικές αίθουσες του Μεγάρου της Παλαιάς Βουλής των Ελλήνων, όπου πλέον στεγάζει μόνιμα το Μουσείο. Το κτίριο θεμελιώθηκε το 1858 από τη Βασίλισσα Αμαλία και στέγασε το Ελληνικό Κοινοβούλιο από το 1875 έως το 1935. Η Παλαιά Βουλή είναι αρχιτεκτονικό κόσμημα στο κέντρο της Αθήνας, ενώ η μεγαλόπρεπη Αίθουσα των Συνεδριάσεων αποτελεί χώρο ιστορικής μνήμης, αλλά και κατάλληλη στέγη για σημαντικές εκδηλώσεις πολιτιστικού και ιστορικού περιεχομένου. Μέσα από κειμήλια, έργα τέχνης, όπλα προσωπικά αντικείμενα, ενδυμασίες και χάρτες, ο επισκέπτης παρακολουθεί την πορεία του ελληνικού έθνους στην Τουρκοκρατία και την Ενετοκρατία στον ελλαδικό χώρο, την Ελληνική Επανάσταση του 1821, την ανεξαρτησία και τη διαμόρφωση του νέου ελληνικού κράτους, την επέκταση των συνόρων με τους Βαλκανικούς Πολέμους, την περιπέτεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Παράλληλα παρουσιάζονται πτυχές της καθημερινής ζωής και της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την πλούσια λαογραφική συλλογή του Μουσείου.
Ενυδρείο Ηρακλείου
Το Ενυδρείο Κρήτης Cretaquarium άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό το Δεκέμβριο 2005. Είναι το πρώτο μεγάλο δημόσιο ενυδρείο στην Ελλάδα και ανήκει στο Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, το μεγαλύτερο ερευνητικό κέντρο για τη θαλάσσια επιστήμη στην Ανατολική Μεσόγειο και στη χώρα μας. Το Ενυδρείο καταλαμβάνει έκταση 5.000 τ.μ. περίπου και είναι τμήμα του ευρύτερου κτιριακού συγκροτήματος «Θαλασσόκοσμος», συνολικής έκτασης 60.000 τ.μ. Εκτός από το Ενυδρείο, ο «Θαλασσόκοσμος» περιλαμβάνει τις ερευνητικές εγκαταστάσεις που στεγάζουν τις δραστηριότητες θαλασσίων επιστημών, όπως της Ωκεανογραφίας, Θαλάσσιας Βιολογίας και Γενετικής, Αλιευτικής Βιολογίας και των Θαλάσσιων Υδατοκαλλιεργειών. Το Ενυδρείο Κρήτης και ο «Θαλασσόκοσμος» βρίσκονται στη ΒΔ παραλιακή ζώνη της πρώην αμερικανικής βάσης στις Γούρνες Ηρακλείου, 14 χλμ. από την πόλη του Ηρακλείου και πολύ κοντά στην πιο τουριστική περιοχή της Κρήτης που εκτείνεται από τις Γούρνες Ηρακλείου, προς τη Χερσόνησο και τον Αγ. Νικόλαο. Σκοπός του Ενυδρείου είναι η ανάδειξη του θαλάσσιου μεσογειακού κόσμου που είναι ελάχιστα γνωστός στους πολλούς. Το Cretaquarium φιλοξενεί περίπου 4.000 θαλάσσια είδη και οργανισμούς μέσα σε μικρές και μεγάλες δεξαμενές που αντιγράφουν τις συνθήκες του φυσικού θαλάσσιου περιβάλλοντος. Περιπλανώμενοι στο διάδρομο ανάμεσα στις δεξαμενές του ενυδρείου θα νιώσετε, τουλάχιστον, σαν δύτης που κολυμπάει αρμονικά δίπλα σε μικρά και μεγάλα ψάρια και οργανισμούς, αφού όλα είναι τόσο ρεαλιστικά και προσεγμένα.
Μουσείο Αρχαίας Αγοράς
Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, ή Μουσείο Αρχαίας Αγοράς (Αθηνών), ή Μουσείο Αττάλου δημιουργήθηκε το 1957, και στεγάζεται στον ισόγειο χώρο της Στοάς του Αττάλου, μετά την αναστήλωση της. Στο Μουσείο αυτό στεγάζονται και εκτίθενται ευρήματα που έχουν έλθει στο φως από τις αρχαιολογικές ανασκαφές που έχουν γίνει στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας και μόνον απ’ αυτόν, που εκτείνεται δυτικά και ΝΔ του Μουσείου μέχρι τον αρχαίο ναό του Ηφαίστου. Ο εκθεσιακός χώρος του Μουσείου διακρίνεται στον εσωτερικό, που περιλαμβάνει 4 ενότητες-χώρους, και τον εξωτερικό αίθριο χώρο. Στο πρώτο τμήμα της έκθεσης εκτίθενται αγγεία, πήλινα ειδώλια, κοσμήματα, όπλα, κτερίσματα τάφων της μυκηναϊκής μέχρι και της γεωμετρικής περιόδου, επειδή ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Αγοράς αρχικά ήταν νεκροταφείο πριν μεταφερθεί αυτό δυτικότερα και μεταβληθεί σε κέντρο εμπορικών θρησκευτικών, πολιτικών, πολιτιστικών ακόμη και αθλητικών συναθροίσεων. Στο κεντρικό χώρο του μουσείου περιλαμβάνονται εκθέματα από την πολιτική ζωή και την εμπορική κίνηση της αρχαίας Αθήνας κατά τους κλασικούς χρόνους, όπως όστρακα εξοστρακισμού, κλεψύδρες, χάλκινες ψήφοι των αθηναϊκών δικαστηρίων, μέτρα και σταθμά της περιόδου, συλλογή νομισμάτων και διάφορα ψηφισματοφόρα ανάγλυφα. Στον επόμενο χώρο παρουσιάζονται στον επισκέπτη μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία γνωστών αρχαίων αγγειογράφων καθώς και διάφορα σκεύη του καθημερινού βίου. Την έκθεση του μουσείου συμπληρώνουν μαρμάρινα γλυπτά, θραύσματα επιγραφών, αγαλματίδια της ρωμαϊκής, βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου που προέρχονται κυρίως από πηγάδια του γύρω χώρου. Τέλος στον αίθριο χώρο του ισογείου μεταξύ των κιονοστοιχιών του οικοδομήματος εκτίθενται πολύ αξιόλογα γλυπτά, βάσεις επιγραφών, βωμοί, κιονόκρανα, γλυπτά από το διάκοσμο του Ηφαιστείου, του ναού του Άρεως κλπ.
Μουσείο Ασιατικής τέχνης
Το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης της Κέρκυρας, το μοναδικό Μουσείο στην Ελλάδα που είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στην τέχνη και τις αρχαιότητες της Άπω Ανατολής και της Ινδίας, στεγάζεται στο Ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου. Το κτίριο, εκτός από μία ευρύχωρη κατοικία για τον Αρμοστή, βασικά χρησιμοποιήθηκε ως το βρετανικό διοικητικό κέντρο (Αρμοστεία). Παράλληλα, υπήρξε έδρα της Ιονίου Γερουσίας και, για κάποιο χρονικό διάστημα, της Ιονίου Βουλής, κυρίως, όμως, του Τάγματος των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου, από όπου και πήρε το όνομά του. Σχεδιάστηκε από τον στρατηγό Sir George Whitmore (1775-1862), μηχανικό του αγγλικού στρατού και αρχιτέκτονα. Το 1864, μετά την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, πέρασε στην ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους, και από το 1928 στεγάζει το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης. Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου υπέστη πολλές φθορές. Το 1953 αποκαταστάθηκαν οι τρεις Μνημειακές Αίθουσες του πρώτου ορόφου. Το κτίριο συντηρήθηκε ξανά στα τέλη του 1992, για να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες της Συνόδου Κορυφής των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα το 1994. Το μουσείο αριθμεί περίπου 10.500 αντικείμενα, που προέρχονται από δωρεές ιδιωτικών συλλογών. Τον πυρήνα του Μουσείου, αποτέλεσε η συλλογή του Γρ. Μάνου (1850-1928), που διετέλεσε πρέσβης της Ελλάδας στην Αυστρία. Η σινο-ιαπωνική συλλογή του λειτούργησε ως μαγνήτης προσελκύοντας και άλλες δωρεές, όπως αυτή του πρέσβη Ν. Χατζηβασιλείου, το 1974, που περιλάμβανε 400 έργα από την Ιαπωνία, την Κορέα, το Νεπάλ, το Θιβέτ, το Πακιστάν (Ελληνο-βουδιστικά γλυπτά της Γκαντάρα), την Ινδία, το Σιάμ και την Καμπότζη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει ο αυστηρά σινο-ιαπωνικός χαρακτήρας του μουσείου και να οδηγήσει στην αλλαγή του ονόματός του σε «Μουσείο Ασιατικής Τέχνης». Το 1983 στις συλλογές του Μουσείου προστέθηκε και η δωρεά του Χαρ. Χιωτάκη, που αποτελείται από 380 αντικείμενα κινέζικης, ιαπωνικής και κορεάτικης τέχνης. Μεμονωμένα αντικείμενα δώρισαν επίσης ο Ι. Σινιόσσογλου, ο Π. Αλμανάχος και ο Ι. Κόλλας.
Μουσείο βασιλικών τάφων Αιγών
Με την αποκάλυψη των βασιλικών τάφων των Αιγών, το 1977, άρχισε αμέσως η συντήρηση των περίφημων τοιχογραφιών που τους διακοσμούσαν. Παράλληλα, δημιουργήθηκε επιτόπου εργαστήριο συντήρησης για τη διάσωση κι αποκατάσταση των εξαιρετικά σημαντικών κινητών ευρημάτων που περιείχαν. Για να σωθούν οι βασιλικοί τάφοι των Αιγών και οι θαυμάσιες τοιχογραφίες της αρπαγής της Περσεφόνης και του βασιλικού κυνηγιού, τα μοναδικά πρωτότυπα έργα μεγάλων ζωγράφων της κλασικής αρχαιότητας που έφτασαν ως εμάς, κατασκευάστηκε το 1993 ένα τεράστιο υπόγειο κέλυφος προστασίας που εγκιβωτίζει και προστατεύει τα αρχαία μνημεία, με ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου και κλιματισμού που διατηρούν σταθερές τις συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας στην περιοχή των τάφων, πράγμα απαραίτητο για την διάσωση των τοιχογραφιών. Το κτίσμα εξωτερικά δίνει την εντύπωση αρχαίου ταφικού τύμβου, καθώς είναι καλυμμένο με χώμα, ενώ στο εσωτερικό του εκτίθενται από το Νοέμβριο του 1997 οι θησαυροί που βρέθηκαν μέσα στους βασιλικούς τάφους. Στο υπόγειο κέλυφος, γύρω από τους χώρους όπου εγκιβωτίζονται οι τέσσερις τάφοι (τρεις μακεδονικοί και ένας κιβωτιόσχημος) και τα θεμέλια του υπέργειου «ηρώου», υπάρχουν τέσσερις συνεχιζόμενες πολυγωνικές αίθουσες, η έκταση των οποίων φτάνει τα 1.200 τ.μ. Οι θησαυροί δεν απομακρύνθηκαν από τον τόπο που βρέθηκαν, δίπλα στους τάφους που τους περιείχαν. Η έκθεση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικου, του αρχαιολόγου που έφερε στο φως τους θησαυρούς και είχε τη γνώση και την πνευματική εγρήγορση να τους αναγνωρίσει.
Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
Το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας ιδρύθηκε το 1964 από τον Άγγελο και τη Νίκη Γουλανδρή με σκοπό «την προώθηση των Φυσικών Επιστημών και την ταυτόχρονη ευαισθητοποίηση του ανθρώπου, ώστε διά της γνώσης να επανέλθει στο σεβασμό της φύσης...». Οι δραστηριότητές του περιλαμβάνουν τόσο την επιστημονική έρευνα σε θέματα σχετικά με το περιβάλλον (φυσικούς πόρους, φυσικοχημικές, βιοχημικές και οικολογικές διαδικασίες που διέπουν το οικοσυστήματα και τους οργανισμούς τους), όσο και την περιβαλλοντική εκπαίδευση, που συνεχίζεται ανελλιπώς από το 1974 και απευθύνεται σε παιδιά όλων των σχολικών βαθμίδων. Η έδρα του Ιδρύματος βρίσκεται στην Κηφισιά. Σε δύο γειτονικά κτίρια, όπου η αρχιτεκτονική αρμονία γεφυρώνει τους αιώνες, φιλοξενούνται οι δύο μεγάλες, ανεξάρτητες μεν αλλά θεματικά αλληλένδετες εκθεσιακές ενότητες: η έκθεση συλλογών Φυσικής Ιστορίας που στεγάζεται στο ιστορικό κτίριο του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας (Λεβίδου 13) και η περιβαλλοντική έκθεση του νέου Κέντρου ΓΑΙΑ (Όθωνος 100). Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας (Λεβίδου 13) στεγάζεται σε ένα κομψό νεοκλασικό κτίριο του 19ου αιώνα (1875) που διαμορφώθηκε και επεκτάθηκε κατά τα 35 χρόνια λειτουργίας του, ώστε να αποτελέσει κατάλληλο χώρο για τις επιστημονικές και εκπαιδευτικές ανάγκες του Ιδρύματος. Οι εκθεσιακοί χώροι παρουσιάζουν: βοτανικά εκθέματα (την εξέλιξη, ανατομία και μορφολογία των φυτών καθώς και φυτικά απολιθώματα), ζωολογικά εκθέματα (αντιπροσωπευτικά είδη από τις πιο σημαντικές ομάδες εντόμων, σπάνια είδη θηλαστικών κατανεμημένα σε ποικίλους βιότοπους ανά τον κόσμο, πουλιά με κύρια έμφαση στην ελληνική ορνιθοπανίδα, ερπετά και αμφίβια ελληνικά και ξένα, μαλάκια με συλλογές ελληνικών και παγκόσμιων κογχυλιών, κοράλλια) και γεωλογικά και παλαιοντολογικά εκθέματα (πλούσια δείγματα ορυκτών, πετρωμάτων και απολιθωμάτων που συνοδεύονται από μακέτες, διαγράμματα, τομές κ.ά.).
Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων
Το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη-Κέντρο Εθνομουσικολογίας εγκαινιάστηκε στις 6 Ιουνίου του 1991. Βασίζεται στη συλλογή 1.200 ελληνικών λαϊκών μουσικών οργάνων από τον 18ο αιώνα ως τις μέρες μας, καρπό 40χρονης έρευνας και μελέτης του μουσικολόγου Φ. Ανωγειανάκη, ο οποίος το 1978 δώρισε τη συλλογή του στο ελληνικό δημόσιο και με την εποπτεία του άρχισαν οι εργασίες ίδρυσης του Μουσείου, που στεγάζεται σ’ ένα παλαιό αρχοντικό του 1840 στην Πλάκα (οικία Λασσάνη) δίπλα στη Ρωμαϊκή Αγορά. Για την οργάνωση και αποπεράτωση του Μουσείου αρχικά συνεργάστηκαν το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και στη συνέχεια το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα Β. Παπαντωνίου και η Ελληνική Εταιρεία Λαογραφικής Μουσειολογίας. Ο αρχιτέκτονας Κωστής Αδαμόπουλος διαμόρφωσε το κυρίως κτίριο στον εκθεσιακό χώρο, που στεγάζει επίσης την υποδοχή, τη διεύθυνση, τη γραμματεία και τη βιβλιοθήκη του Μουσείου. Οι παλαιοί στάβλοι του αρχοντικού στεγάζουν το Κέντρο Έρευνας και τα αρχεία, τους αποθηκευτικούς χώρους, μια αίθουσα εκδηλώσεων (για 80 άτομα) και το πωλητήριο του Μουσείου όπου διατίθενται βιβλία, δίσκοι και μουσικά όργανα. Εκτίθενται περίπου τα μισά όργανα της συλλογής Ανωγειανάκη, με κριτήριο όχι μόνο την αισθητική και τη διακόσμησή τους, αλλά κυρίως το εθνολογικό και μουσικολογικό τους ενδιαφέρον Τα υπόλοιπα όργανα βρίσκονται στη διάθεση των ερευνητών και αποτελούν υλικό για την κινητή έκθεση του Μουσείου, που περιοδεύει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ή για εκθέσεις ειδικού ενδιαφέροντος. Η έκθεση καλύπτει 3 ορόφους και περιλαμβάνει 4 ενότητες, όσες και οι οικογένειες των οργάνων που διακρίνει η εθνομουσικολογία, με κριτήριο το υλικό το οποίο πάλλεται για να δώσει τον ήχο: μεμβρανόφωνα, αερόφωνα, χορδόφωνα και ιδιόφωνα.
Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας
Το Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας είναι ένα κατ’ εξοχήν θεματικό μουσείο με ενδυματολογικό περιεχόμενο. Στις συλλογές του περιλαμβάνει περίπου 25.000 αντικείμενα, κυρίως αυθεντικές τοπικές φορεσιές και κοσμήματα του ιστορικού ελληνικού χώρου (τέλη 19ου-αρχές 20ού αιώνα), αντίγραφα μινωικών, αρχαϊκών και βυζαντινών ενδυμάτων, καθώς και 23 πορσελάνινες κούκλες ντυμένες με παραδοσιακές φορεσιές, που αποτελούν δωρεά της Β. Όλγας στο Λύκειο των Ελληνίδων. Σκοπός της ύπαρξής του είναι η συλλογή, η διαφύλαξη, η μελέτη και η προβολή της ιστορίας της ελληνικής τοπικής φορεσιάς. Το Μουσείο στεγάζεται σε διώροφο κτίριο της οδού Δημοκρίτου 7, που χτίστηκε τη δεκαετία του 1920. Η παρουσίαση των θεματικών εκθέσεών του γίνεται σ’ ένα μικρό, αλλά λειτουργικό εκθεσιακό χώρο που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου. Το Μουσείο δεν έχει μόνιμη έκθεση, αλλά ετήσιες μικρές θεματικές εκθέσεις. Με αυτού του είδους τις εκθέσεις δίνεται η ευκαιρία στο κοινό να γνωρίζει κάθε φορά και ένα τμήμα της πλούσιας συλλογής του. Παράλληλα με τις εκθέσεις, το Μουσείο οργανώνει εκπαιδευτικά προγράμματα, διαλέξεις, σεμινάρια και συνεργασίες με άλλους φορείς με στόχο τον εμπλουτισμό της εκθετικής δραστηριότητάς του και την καλύτερη επικοινωνία του με το κοινό. Στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής του πολιτικής πραγματοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα και ξεναγήσεις μαθητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο να γίνει χώρος μάθησης, ανακάλυψης, ψυχαγωγίας και ανάπτυξης της ευαισθησίας των μικρών επισκεπτών. Συμμετέχει σε ενδυματολογικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με στόχο την ανάδειξη του ενδυματολογικού πλούτου της Ελλάδας. Το Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας αποτελεί τμήμα του Λυκείου των Ελληνίδων, σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ιδρύθηκε το 1910 από την Καλλιρρόη Παρρέν.
Ναυτικό μουσείο Ελλάδας
Το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται στο κτίριο της Μαρίνας Ζέας, στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά. Είναι το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας και παρουσιάζει τη δημιουργία, ιστορία και εξέλιξη του Ναυτικού των Ελλήνων από την προϊστορική εποχή ως τις μέρες μας. Σκοποί του Μουσείου είναι η αναζήτηση, περισυλλογή, συγκέντρωση, συντήρηση, διαφύλαξη και έκθεση των αντικειμένων που έχουν σχέση με την επίδοση των Ελλήνων στα θαλάσσια έργα από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Στους σκοπούς του περιλαμβάνεται ακόμα η μελέτη και τεκμηρίωση της ναυτικής μας κληρονομιάς και γενικά η καλλιέργεια της αγάπης των νέων για τη θάλασσα, γεγονός που εκπληρώνει την παιδαγωγική αποστολή του Μουσείου. Στις 10 μεγάλες αίθουσες που έχουν συνολική επιφάνεια περίπου 1.850 τ.μ. παρουσιάζεται με ανάγλυφο τρόπο η ναυτική πορεία του Ελληνισμού μέσα στους αιώνες. Στην πρώτη στεγάζεται η Ναυτική Πινακοθήκη, με έργα των πιο σημαντικών θαλασσογράφων του 19ου και 20ου αιώνα (Προσαλέντη-Βολανάκη-Χατζή). Στη συνέχεια παρουσιάζεται η ναυτική δραστηριότητα των Ελλήνων στην προϊστορία, στην αρχαιότητα, στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο ως το τέλος του 18ου αιώνα, στους Βαλκανικούς Πολέμους και από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έως τις μέρες μας. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στη μετάβαση από τα ιστιοφόρα στα ατμόπλοια. Οι τελευταίες εκθεσιακές ενότητες αφορούν την ιστορία και εξέλιξη του εμπορικού ναυτικού. Στο Μουσείο υπάρχει επίσης μία μεγάλη συλλογή χαρτών του ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου χώρου από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα. Εδώ λειτουργεί και η μοναδική ναυτική βιβλιοθήκη με πάνω από 10.000 τόμους βιβλίων και περιοδικών, οργανωμένη με το σύστημα Dewey. Η βιβλιοθήκη είναι ανοικτή στο κοινό. Δέχεται και εξυπηρετεί πάνω από 2.000 ερευνητές και μαθητές το χρόνο. Το Μουσείο είναι μέλος της Διεθνούς Ένωσης Ναυτικών Μουσείων και συμμετέχει ενεργά σε εθνικά και παγκόσμια συνέδρια καθώς και σε εθνικές και διεθνείς εκθέσεις δανείζοντας υλικό του.
Πολεμικό μουσείο
Δίπλα στο Βυζαντινό Μουσείο, στην οδό Β. Γεωργίου βρίσκεται και λειτουργεί από το 1975 το Πολεμικό Μουσείο Αθήνας. Σκοπός του είναι η συγκέντρωση, παρουσίαση και διαφύλαξη των κάθε είδους πολεμικών κειμηλίων και ενθυμίων της ιστορίας μας, καθώς και η μελέτη-τεκμηρίωση και η προβολή της πολεμικής ιστορίας της χώρας μας. Στο ισόγειό του φιλοξενεί μια από τις πιο σημαντικές συλλογές όπλων από όλο τον κόσμο, δωρεά του Πέτρου Σαρόγλου, αξιωματικού του Πυροβολικού. Τα εκθέματα, από όλο τον κόσμο, χρονολογούνται από τη Νεολιθική εποχή μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Η συλλογή διαθέτει 3.000 όπλα, αμυντικά και επιθετικά, όπως πανοπλίες από τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, καυκάσια πιστόλια, μουσουλμανικά, ινδικά και ιαπωνικά όπλα. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αφρικανικά όπλα, από δέρμα ψαριού και όστρακο χελώνας για μικρόσωμους πολεμιστές, καθώς και τα ξύλινα βέλη και οι κεφαλοθραύστες πρωτόγονων λαών. Ιδιαίτερη συλλεκτική αξία έχει η συλλογή που περιλαμβάνει επίχρυσα και επάργυρα όπλα με ημιπολύτιμες πέτρες, κοράλλι και τιρκουάζ, καθώς κι αυτή της Ελληνικής Επανάστασης. Το Μουσείο διαθέτει ένα πλούσιο αρχείο από αρχεία και συλλογές ιστορικού κυρίως περιεχομένου από την Επανάσταση του 1821 μέχρι και τον πόλεμο στην Κορέα, καθώς κι έγγραφα (γνήσια και αντίγραφα) από διάφορες φάσεις της ελληνικής πολεμικής ιστορίας, όπως γνήσια έγγραφα των Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, Μακρυγιάννη, φύλλα των «Ελληνικών Χρονικών» ή τα αρχεία στρατιωτικών, εφημερίδων και παράνομου Τύπου από την περίοδο της Κατοχής κλπ. Παράλληλα, στο τμήμα του ιστορικού αρχείου φυλάσσεται και η συλλογή με 400 παλιούς χάρτες που ξεκινούν από το 1471 και εξής. Στο πλούσιο φωτογραφικό αρχείο του υπάρχουν πάνω από 20.000 πρωτότυπες φωτογραφίες, με θεματολογία σχετική με την πολεμική ιστορία της Ελλάδας, από το τέλος του 19ου αιώνα έως τη σύγχρονη εποχή. Τέλος, μια πλούσια βιβλιοθήκη, που διαθέτει περίπου 22.000 τίτλους βιβλίων και άλλων έντυπων εκδόσεων, καθώς και ένα άρτια εξοπλισμένο αμφιθέατρο 550 θέσεων συμπληρώνουν τους εσωτερικούς χώρους του Μουσείου. Στον εξωτερικό χώρο του Μουσείου εκτίθενται όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς και στον Α' και Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ανάμεσά τους ο «Δαίδαλος», το πρώτο αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας που χρησιμοποιήθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)