Ο αστροφυσικός Διονύσης Σιμόπουλος πιο γήινος από ποτέ! Μιλά στο thebest.gr για τα χρόνια της νιότης του στην Πάτρα και μας χαρίζει σπάνιες φωτογραφίες
Ο επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου
Διονύσης Σιμόπουλος είναι ένας αναγνωρισμένος και διεθνούς κύρους
αστροφυσικός. Οι περισσότεροι τον γνωρίζουμε από τις εκατοντάδες
εμφανίσεις του στα Μέσα Ενημέρωσης ή τις ομιλίες του, όπου με απλά και
κατανοητά λόγια, καταφέρνει με επιτυχία να εκλαϊκεύει τα... μυστήρια του
Σύμπαντος.
Ο κ. Σιμόπουλος βρέθηκε πρόσφατα στην Πάτρα και μίλησε στο thebest.gr, όχι για τους γαλαξίες, τους αστερισμούς και τους πλανήτες, όπως τον έχουμε συνηθίσει , αλλά για τα γήινα, τα ανθρώπινα και τα απλά.
Απλός και ακοπλεξάριστος ως άνθρωπος, παρά τα όσα έχει καταφέρει, θυμήθηκε τα χρόνια της νιότης του στην Πάτρα, την δεκαετία του 1950, τότε που δεν υπήρχαν πολυκατοικίες και οι αυλές των σπιτιών μύριζαν γαζία και γιασεμί. Τα χρόνια της αθωότητας, αλλά και της πείνας της μεταπολεμικής Ελλάδας, την οποία πείνα «δεν καταλάβαμε», όπως λέει.
Στη συναρπαστική εξιστόρηση της ζωής του, εξάλλου ο ίδιος έχει το χάρισμα της διήγησης, που διήρκησε για πάνω από μια ώρα, ο Διονύσης Σιμόπουλος, μίλησε στο thebest.gr για τα παιδικά του, για τους πρώτους του έρωτες ως έφηβος, ακόμη και για τα τσιγάρα που κάπνιζε στα καφενεία στα Ψηλαλώνια, με τους φίλους του, όταν πια τελείωνε το σχολείο.
Ακόμη, αποκάλυψε πως από μια σειρά «τυχαίων» γεγονότων δεν έγινε αξιωματικός της Αεροπορίας ή καθηγητής της φυσικής, αλλά τελικά πήρε το πλοίο, σε ηλικία 19 ετών για την Αμερική, με όνειρο να σπουδάσει... μηχανολόγος και τελικά να γίνει αστροφυσικός.
Από την εκ βαθέων συνέντευξη του κ. Διονύση Σιμόπουλου, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ο προσκοπισμός, τον οποίο υπηρέτησε από τη νιότη του και συνεχίζει μέχρι σήμερα να εμπνέεται από τις Αρχές και τις Αξίες του προσκοπισμού.
Στο τέλος της συνέντευξης μας έδωσε και μια σειρά από φωτογραφίες της εποχής εκείνης.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η μετακατοχική Πάτρα
Στο βιογραφικό του κ. Σιμόπουλου, αναφέρεται ότι γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1943, ωστόσο ο ίδιος είναι μεγαλωμένος στην Πάτρα και αισθάνεται βέρος Πατρινός.
«Για μένα η Πάτρα είναι η πόλη μου», μου λέει από την αρχή της συνέντευξης και συνεχίζει με τα εξής:
«Γεννήθηκα το 1943 στα Γιάννενα, στη διάρκεια της Κατοχής. Ο πατέρας μου Πάτρα υπηρετούσε εκεί ως δημόσιος υπάλληλος, ήταν δασονόμος, και είχε αποκλειστεί στην πόλη. Η μητέρα μου ήταν από την Πάτρα και ο πατέρας μου από την Ολυμπία.
Από το Βέτσοβο που μέναμε φύγαμε εννέα μήνες μετά τη γέννησή μας, και λέω φύγαμε διότι είμαι δίδυμος με την αδελφή μου την Ιφιγένεια μαζί με την μεγαλύτερη αδελφή μου, την Μενελάη και ήρθαμε στην Πάτρα, από όπου καταγόταν η μητέρα μου Ελένη και μείναμε σε ένα σπίτι Βότση και Καραϊσκάκη κάτω από την Παντάνασσα, στο οποίο έμενε τότε η αδελφή της μητέρας μου, η θεία Γεωργία.
Από τη γειτονιά της Παντάνασσας είναι και οι πρώτες αναμνήσεις που έχω. Θυμάμαι να κάνω σουλάτσο με ένα κόκκινο τρίκυκλο ποδηλατάκι που μου είχαν πάρει από το Μαρκάτο.
Τον Δεκέμβριο του 1946, φύγαμε για την Κυπαρισσία, αφού ο πατέρας μου πήρε μετάθεση. Εκεί πήγα τις δυο τάξεις του Δημοτικού και το 1951, επιστρέψαμε στην Πάτρα».
Στην Πάτρα θα κάνει τους πρώτους του φίλους, με τους οποίους διατηρεί μέχρι σήμερα επαφές, από τρεις γειτονιές μάλιστα, την Παντάνασσα, τη Σαχτούρη, και τη οδό Νικήτα στα Λουτρά, θα τελειώσει το ενιαίο Γυμνάσιο, στην αρχή το 2ο Γυμνάσιο (Μαιζώνος και Τριών Ναυάρχων) και στη συνέχεια στο 3ο Γυμνάσιο το «πρακτικό».
«Υπήρχε πείνα αλλά δεν την καταλάβαμε»
Στα χρόνια μετά από την Κατοχή η Ελλάδα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της και να ξαναβρεί το δρόμο της. Δύσκολα χρόνια με τη φτώχεια και την πείνα να είναι «παρούσες» στα περισσότερα σπίτια.
«Υπήρχε μεγάλη πείνα εκείνη την περίοδο. Θυμάμαι την εποχή που το ψωμί το έδιναν με το δελτίο. Να σκεφτείτε πως η μητέρα μου, όταν έβρισκε κανένα κομμάτι ψωμιού που μας είχε πέσει, το έπαιρνε το καθάριζε και το έτρωγε. Δύσκολα χρόνια αλλά εμείς δεν το καταλάβαμε.
Η δεκαετία του 1950 ήταν η εποχή της αθωότητας για όσους μεγαλώσαμε στην Πάτρα τότε. Επί της ουσίας ήμασταν όλοι ίσοι. Και ο γιος του βιομήχανου και ο γιος του δημοσίου υπαλλήλου, όπως ήμουν εγώ, πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο και κάναμε τα ίδια πράγματα. Εξάλλου, τότε δεν υπήρχαν ούτε καφετέριες, ούτε μπαρ. Μόνο τα σφαιριστήρια στην πλατεία Γεωργίου, που μπαίναμε, κρυφά από την πίσω πόρτα. Αυτή ήταν και η διασκέδαση της εποχής, μαζί με τα πάρτι που γίνονταν στα σπίτια. Βέβαια, τότε δεν υπήρχε και η τηλεόραση για να δείξει τη διαφοροποίηση ανάμεσα στους ανθρώπους και έτσι δεν καταλαβαίναμε τη διαφορά.
Οι καρναβαλικοί χοροί και τα πρώτα φλερτ
Σημείο αναφοράς για τα παιδιά και τους έφηβους της δεκαετίας του 1950, όπως και για τον κ. Σιμόπουλο, ήταν το Πατρινό Καρναβάλι. Από τότε έχει και τις πιο όμορφες αναμνήσεις, οι οποίες σχετίζονται με το… ωραίο φύλο. Το πώς μας το λέει ο ίδιος:
«Θυμάμαι ες τους παιδικούς καρναβαλικούς χορούς που διοργάνωνε ο σύλλογος Κυριών της Πάτρας. Των χορών προηγούνταν πρόβες, οι οποίες ξεκινούσαν αμέσως μετά τα Χριστούγεννα. Είχα πάει δυο χρονιές, το 1957 και το 1958, όταν πήγαινα έκτη Δημοτικού και πρώτη Γυμνασίου, όχι φυσικά για να μάθω τους χορούς, αλλά για να έρθω πιο κοντά με τα κορίτσια!
Και έτυχε και τις δυο χρονιές, η κυρία που μας μάθαινε χορό, η κυρία Μπουλούκου, να με βάλει με ντάμες δυο κορίτσια που ήταν τα ομορφότερα της Πάτρας!
Όχι ότι κάναμε τίποτα!
Για αυτό και όταν με κάλεσε ο Μορφωτικός Σύλλογος Κυριών της Πάτρας να μιλήσω, αν και δεν τις ήξερα, είπα ναι μόνο και μόνο σε αυτή την όμορφη ανάμνηση».
Η επαφή με τους προσκόπους
Ο Διονύσης Σιμόπουλος γνώρισε τον Προσκοπισμό σε ηλικία δέκα ετών, με αφορμή τον καταστρεπτικό σεισμό σε Κεφαλονιά και Ζάκυνθο το καλοκαίρι του 1953. Τότε οι πρόσκοποι της Πάτρας έδωσαν αμέσως το παρόν για να βοηθήσουν όσο μπορούσαν τους κατοίκους στα νησιά.
Αυτό τον εντυπωσίασε και αποφάσισε να γραφτεί στα Λυκόπουλα, μαζί με τους φίλους του, Τάκη, Βασίλη και Αλέξη.
Η πρώτη του Αγέλη είχε έδρα ένα μικρό δωμάτιο στο υπόγειο του Δικαστικού Μεγάρου της Πάτρας. Το καλοκαίρι του 1956 δημιουργήθηκε η 5η Ομάδα Αεροπροσκόπων και ο Διονύσης Σιμόπουλο, έγινε από τους πρώτους αεροπροσκόπους της Πάτρας. Ο κ. Σιμόπουλος ήταν και ένας από τους «Πρόσκοπος του Έθνους» που τότε λέγονταν «Πρόσκοποι Βασιλέως» Πελοπόννησο τον Ιούνιο του 1959.
Με τους προσκόπους εκείνης της εποχής ακόμη διατηρεί επαφές.
Οι Αμερικάνοι πρόσκοποι και το τηλεσκόπιο
Η πρώτη επαφή του Διονύση Σιμόπουλου με τα αστέρια έγινε, φυσικά, στους πρόσκοπους. Εκεί έμαθε τους αστερισμούς και να τους διακρίνει στον καλοκαιρινό ουρανό των κατασκηνώσεων που διοργάνωναν στην ευρύτερη περιοχή.
Χάρη στον προσκοπισμό όμως είδε για πρώτη φορά το φεγγάρι με τηλεσκόπιο. Να πως περιγράφει ο ίδιος το περιστατικό:
«Το 1960 γιορτάστηκε το Χρυσό Ιωβηλαίο, τα 50 χρόνια δηλαδή, του Προσκοπισμού στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο των εορτασμών λειτούργησε κατασκήνωση στον Παρνασσό στην Αθήνα στην οποία συμμετείχαν 40 άτομα από εμάς.
Δίπλα μας ήταν οι σκηνές των προσκόπων από τις ΗΠΑ. Εκεί είχαν στήσει και τρία μικρά τηλεσκόπια, που για εμάς φάνταζαν ως απόκοσμες μηχανές! Γνωρίζαμε βέβαια, ότι με αυτές τις... μηχανές κοιτούσες το φεγγάρι και τα άστρα. Επί ημέρες διστάζαμε να ζητήσουμε από τους Αμερικάνους να μας αφήσουν να δούμε με τα τηλεσκόπια.
Ώσπου μια μέρα το πήρα απόφαση και με τα χάλια, τότε, αγγλικά και με νοήματα τους ζήτησα να μας αφήσουν να δούμε. Φυσικά, μας άφησαν και μας έδειξαν πως να χρησιμοποιούμε το τηλεσκόπιο.
Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ήταν όταν ξεπρόβαλε το φεγγάρι από το βουνό και κοιτούσα με το τηλεσκόπιο, τους κρατήρες και τις χαράδρες της Σελήνης. Μου ήρθε ο “ουρανός σφοντήλι”».
Αστρονόμος από… τύχη
Ο Διονύσης Σιμόπουλος είναι καθηγητής αστρονόμος, επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου, βραβευμένος για τη συνεισφορά του στην αστρονομική εκπαίδευση, με σημαντική συγγραφική και δημοσιογραφική δραστηριότητα στον Τύπο, στην τηλεόραση και σε θεάματα πολυμέσων και ως σεναριογράφος σε ενημερωτικές εκπομπές.
Όλα αυτά δεν θα είχαν γίνει πραγματικότητα, αν την άνοιξη του 1961 ο Διονύσης Σιμόπουλος περνούσε στη Σχολή Μηχανικών της Αεροπορίας (ΣΜΑ), που έδωσε εξετάσεις με το όνειρο να γίνει αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας.
«Τότε η ΣΜΑ μετρούσε παραπάνω από το Πολυτεχνείο, ενώ πληρωνόσουν όσο σπούδαζες. Άσε που θα κατέβαινα στην Πάτρα με τη στολή και το σπαθί...
Το 1961, ήταν 650 υποψήφιοι και οι θέσεις στη Σχολή 14. Οι δέκα μπήκαν με “χαυλιόδοντες” και μόλις οι τέσσερις με το σπαθί τους. Ε, δεν ήμουν μέσα στους τέσσερις.
Αν πέρναγα θα έμενα εδώ και ο δρόμος μου θα ήταν εντελώς διαφορετικός», λέει ο ίδιος.
Ωστόσο, αυτή η… ατυχία δεν ήταν και η μόνη. Λίγους μήνες μετά ο Διονύσης Φωτόπουλος έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο Φυσικό του Πανεπιστημίου Αθηνών, ωστόσο δεν φοίτησε ποτέ! Το πώς το εξηγεί ο ίδιος:
«Ο πατέρας μου για να παρηγορήσει που δεν πέρασα στη ΣΜΑ, με άφησε να δώσω εξετάσεις και στο Φυσικό της Αθήνας και μάλιστα πήρα και το μοναδικό 10αρι (δηλαδή το άριστα) μεταξύ των 700 υποψηφίων.
Πέρασα αλλά η οικονομική κατάσταση της οικογενείας του δεν μου επέτρεψαν να σπουδάσω. Τότε χρειάζονταν χρήματα, όχι μόνο για να μείνεις στην Αθήνα, αλλά και για τα βιβλία και ο μισθός του πατέρα μου, ήταν δυο χιλιάδες δραχμές το μήνα. Τι να πληρώσει; Το νοίκι, τα έξοδα της οικογένειας ή τις σπουδές μου;»
Για σπουδές στην Αμερική με 150 δολάρια στην τσέπη
Δεδομένης της κατάστασης ο κ. Σιμόπουλος άρχισε να σκέπτεται εναλλακτικές λύσεις για να σπουδάσει και τότε του ήρθε η ιδέα για σπουδές στις ΗΠΑ. Το πώς το εξηγεί ο ίδιος:
«Στη γειτονιά μου, στην Παντάνασσα, υπήρχαν δυο αδέλφια που είχαν πάει στην Αμερική για σπουδές και μάλιστα χωρίς να στέλνουν οι δικοί τους χρήματα. Τότε σκέφτηκα “αφού τα κατάφεραν αυτοί γιατί όχι και εγώ που είμαι και πρόσκοπος” και έτσι πήρα την απόφαση να φύγω για σπουδές στην Αμερική.
Τότε ήθελα να σπουδάσω μηχανολόγος, γιατί ήθελα να κερδίζω το μήνα τέσσερις φορές το μισθό του πατέρα μου, δηλαδή οχτώ χιλιάρικα. Λεφτά απλησίαστα για την εποχή.
Από εδώ έφυγα το 1962 από το λιμάνι με το υπερωκεάνιο «Σατούρνο» για τη Νέα Υόρκη, για να σπουδάσω και 150 δολάρια στην τσέπη. Να σκεφτείτε ότι έφυγα από εδώ γιατί δεν είχα ούτε τα χρήματα για το ταξίδι στην Αθήνα, για να έπαιρνα το πλοίο από τον Πειραιά».
Τελικά πήγε στη Λουιζιάνα για σπουδές, αλλά αντί για μηχανολόγος έγινε αστροφυσικός, από τύχη όπως λέει ο ίδιος, καθώς «έτυχε να είμαι στην κατάλληλη θέση, την κατάλληλη στιγμή, και να γνωρίσω τους κατάλληλους ανθρώπους».
Έγινα αστροφυσικός τυχαία. Εκείνη την εποχή της δεκαετίας του 1950, πριν φύγω για την Αμερική, ακόμη δεν είχε πετάξει ο άνθρωπος στο διάστημα. Ο Γκαγκάριν, ο Ρώσος κοσμοναύτης, πήγε στο διάστημα το 1961, όταν εγώ τελείωνα το τότε εξατάξιο Γυμνάσιο. Δεν είχα προσλαμβάνουσες. Ωστόσο τότε και να θέλαμε δεν είχαμε προσλαμβάνουσες. Ακόμη και στην Δημοτική Βιβλιοθήκη δεν είχαμε πρόσβαση σε όλα τα βιβλία», σημειώνει χαρακτηριστικά.
«Οι αναμνήσεις από την Πάτρα με κράτησαν»
Στη Λουιζιάνα όπου πέρασε 11 σχεδόν χρόνια ως φοιτητής αλλά και ως εργαζόμενος, μπορεί να σπούδασε, να εργάστηκε, να απέκτησε καλούς φίλους, να βρήκε ακόμη και τη γυναίκα του Κάρεν-Λουϊζα Πήτερσον με την οποία έχουν μια κόρη και δύο γιους, ωστόσο ποτέ δεν ξέχασε την Πάτρα και τους ανθρώπους της.
«Στην αρχή τα πράγματα ήταν δύσκολα. Υπήρχε πείνα! Υπήρχαν μέρες που είχα να φάω τέσσερις ημέρες. Να σκεφτείτε ότι νοσταλγούσα τα στραγάλια στην Ελλάδα, με τα οποία γέμιζες το στομάχι σου και με νερό χόρταινες. Αλλά εκεί δεν υπήρχαν στραγάλια… Μόνο ποπ – κορν, που δεν ήταν το ίδιο, άσε που είχαν και λεφτά», θυμάται ο κ. Σιμόπουλος.
Ωστόσο, όπως λέει σε αυτά τα δύσκολα χρόνια, εκείνο που τον κράτησε όρθιο, ήταν οι όμορφες αναμνήσεις από την Πάτρα.
«Έχω πολύ καλές αναμνήσεις από την Πάτρα. Πρόσκοποι, παρέες, κορίτσια! Η μία ανάμνηση καλύτερη από την άλλη. Θυμάμαι μια άλλη Πάτρα της δεκαετίας του 1950 με χωμάτινους δρόμους, ελάχιστα αυτοκίνητα, χωρίς πολυκατοικίες, με διώροφα τα περισσότερα τα σπίτια, με αυλές με μύριζαν γιασεμί, αγιόκλημα και γαζίες.
Τότε η Πάτρα ήταν μια γειτονιά. Στη βόλτα από τα Ψηλαλώνια στο Μόλο έλεγα 500 καλημέρες!
Θυμάμαι, όταν μέναμε στην οδό Νικήτα, βλέπετε δεν είχαμε δικό μας σπίτι και άλλαξα τρεις γειτονιές, τον Σπύρο Παπαβασιλείου που ήταν αδελφός φίλης της αδελφής μου, ο οποίος μετά έγινε ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες, με διάσημα τραγούδια που τραγουδάμε ακόμη και σήμερα. Ακόμη θυμάμαι την Πόλυ Πάνου, να βγαίνει στο παράθυρο του σπιτιού της στη Γούναρη και να τραγουδά.
Αργότερα, όταν είχαμε τελειώσει το σχολείο, καθόμασταν στου Σταυριανού ή στου Γκολφινόπουλου στα Ψηλαλώνια και κάποιος από την παρέα άνοιγε πακέτο με τσιγάρα και κάπνιζε. Φυσικά, δεν πρόσφερε τσιγάρο στους άλλους, διότι τότε τα πακέτα ήταν με δέκα τσιγάρα και θα τελείωνε αμέσως.
Αυτές οι αναμνήσεις με κράτησαν στις δύσκολες συνθήκες που πέρασα στην Αμερική».
Ο Διονύσης Σιμόπουλος αν και δεν μένει στην Πάτρα από το μακρινό 1962, η Πάτρα είναι πόλη της καρδιάς του και αυτό μπορεί να το καταλάβει κανείς, όταν αρχίσει να μιλά μαζί του.
Ο κ. Σιμόπουλος βρέθηκε πρόσφατα στην Πάτρα και μίλησε στο thebest.gr, όχι για τους γαλαξίες, τους αστερισμούς και τους πλανήτες, όπως τον έχουμε συνηθίσει , αλλά για τα γήινα, τα ανθρώπινα και τα απλά.
Απλός και ακοπλεξάριστος ως άνθρωπος, παρά τα όσα έχει καταφέρει, θυμήθηκε τα χρόνια της νιότης του στην Πάτρα, την δεκαετία του 1950, τότε που δεν υπήρχαν πολυκατοικίες και οι αυλές των σπιτιών μύριζαν γαζία και γιασεμί. Τα χρόνια της αθωότητας, αλλά και της πείνας της μεταπολεμικής Ελλάδας, την οποία πείνα «δεν καταλάβαμε», όπως λέει.
Στη συναρπαστική εξιστόρηση της ζωής του, εξάλλου ο ίδιος έχει το χάρισμα της διήγησης, που διήρκησε για πάνω από μια ώρα, ο Διονύσης Σιμόπουλος, μίλησε στο thebest.gr για τα παιδικά του, για τους πρώτους του έρωτες ως έφηβος, ακόμη και για τα τσιγάρα που κάπνιζε στα καφενεία στα Ψηλαλώνια, με τους φίλους του, όταν πια τελείωνε το σχολείο.
Ακόμη, αποκάλυψε πως από μια σειρά «τυχαίων» γεγονότων δεν έγινε αξιωματικός της Αεροπορίας ή καθηγητής της φυσικής, αλλά τελικά πήρε το πλοίο, σε ηλικία 19 ετών για την Αμερική, με όνειρο να σπουδάσει... μηχανολόγος και τελικά να γίνει αστροφυσικός.
Από την εκ βαθέων συνέντευξη του κ. Διονύση Σιμόπουλου, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ο προσκοπισμός, τον οποίο υπηρέτησε από τη νιότη του και συνεχίζει μέχρι σήμερα να εμπνέεται από τις Αρχές και τις Αξίες του προσκοπισμού.
Στο τέλος της συνέντευξης μας έδωσε και μια σειρά από φωτογραφίες της εποχής εκείνης.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η μετακατοχική Πάτρα
Στο βιογραφικό του κ. Σιμόπουλου, αναφέρεται ότι γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1943, ωστόσο ο ίδιος είναι μεγαλωμένος στην Πάτρα και αισθάνεται βέρος Πατρινός.
«Για μένα η Πάτρα είναι η πόλη μου», μου λέει από την αρχή της συνέντευξης και συνεχίζει με τα εξής:
«Γεννήθηκα το 1943 στα Γιάννενα, στη διάρκεια της Κατοχής. Ο πατέρας μου Πάτρα υπηρετούσε εκεί ως δημόσιος υπάλληλος, ήταν δασονόμος, και είχε αποκλειστεί στην πόλη. Η μητέρα μου ήταν από την Πάτρα και ο πατέρας μου από την Ολυμπία.
Από το Βέτσοβο που μέναμε φύγαμε εννέα μήνες μετά τη γέννησή μας, και λέω φύγαμε διότι είμαι δίδυμος με την αδελφή μου την Ιφιγένεια μαζί με την μεγαλύτερη αδελφή μου, την Μενελάη και ήρθαμε στην Πάτρα, από όπου καταγόταν η μητέρα μου Ελένη και μείναμε σε ένα σπίτι Βότση και Καραϊσκάκη κάτω από την Παντάνασσα, στο οποίο έμενε τότε η αδελφή της μητέρας μου, η θεία Γεωργία.
Από τη γειτονιά της Παντάνασσας είναι και οι πρώτες αναμνήσεις που έχω. Θυμάμαι να κάνω σουλάτσο με ένα κόκκινο τρίκυκλο ποδηλατάκι που μου είχαν πάρει από το Μαρκάτο.
Τον Δεκέμβριο του 1946, φύγαμε για την Κυπαρισσία, αφού ο πατέρας μου πήρε μετάθεση. Εκεί πήγα τις δυο τάξεις του Δημοτικού και το 1951, επιστρέψαμε στην Πάτρα».
Στην Πάτρα θα κάνει τους πρώτους του φίλους, με τους οποίους διατηρεί μέχρι σήμερα επαφές, από τρεις γειτονιές μάλιστα, την Παντάνασσα, τη Σαχτούρη, και τη οδό Νικήτα στα Λουτρά, θα τελειώσει το ενιαίο Γυμνάσιο, στην αρχή το 2ο Γυμνάσιο (Μαιζώνος και Τριών Ναυάρχων) και στη συνέχεια στο 3ο Γυμνάσιο το «πρακτικό».
«Υπήρχε πείνα αλλά δεν την καταλάβαμε»
Στα χρόνια μετά από την Κατοχή η Ελλάδα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της και να ξαναβρεί το δρόμο της. Δύσκολα χρόνια με τη φτώχεια και την πείνα να είναι «παρούσες» στα περισσότερα σπίτια.
«Υπήρχε μεγάλη πείνα εκείνη την περίοδο. Θυμάμαι την εποχή που το ψωμί το έδιναν με το δελτίο. Να σκεφτείτε πως η μητέρα μου, όταν έβρισκε κανένα κομμάτι ψωμιού που μας είχε πέσει, το έπαιρνε το καθάριζε και το έτρωγε. Δύσκολα χρόνια αλλά εμείς δεν το καταλάβαμε.
Η δεκαετία του 1950 ήταν η εποχή της αθωότητας για όσους μεγαλώσαμε στην Πάτρα τότε. Επί της ουσίας ήμασταν όλοι ίσοι. Και ο γιος του βιομήχανου και ο γιος του δημοσίου υπαλλήλου, όπως ήμουν εγώ, πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο και κάναμε τα ίδια πράγματα. Εξάλλου, τότε δεν υπήρχαν ούτε καφετέριες, ούτε μπαρ. Μόνο τα σφαιριστήρια στην πλατεία Γεωργίου, που μπαίναμε, κρυφά από την πίσω πόρτα. Αυτή ήταν και η διασκέδαση της εποχής, μαζί με τα πάρτι που γίνονταν στα σπίτια. Βέβαια, τότε δεν υπήρχε και η τηλεόραση για να δείξει τη διαφοροποίηση ανάμεσα στους ανθρώπους και έτσι δεν καταλαβαίναμε τη διαφορά.
Οι καρναβαλικοί χοροί και τα πρώτα φλερτ
Σημείο αναφοράς για τα παιδιά και τους έφηβους της δεκαετίας του 1950, όπως και για τον κ. Σιμόπουλο, ήταν το Πατρινό Καρναβάλι. Από τότε έχει και τις πιο όμορφες αναμνήσεις, οι οποίες σχετίζονται με το… ωραίο φύλο. Το πώς μας το λέει ο ίδιος:
«Θυμάμαι ες τους παιδικούς καρναβαλικούς χορούς που διοργάνωνε ο σύλλογος Κυριών της Πάτρας. Των χορών προηγούνταν πρόβες, οι οποίες ξεκινούσαν αμέσως μετά τα Χριστούγεννα. Είχα πάει δυο χρονιές, το 1957 και το 1958, όταν πήγαινα έκτη Δημοτικού και πρώτη Γυμνασίου, όχι φυσικά για να μάθω τους χορούς, αλλά για να έρθω πιο κοντά με τα κορίτσια!
Και έτυχε και τις δυο χρονιές, η κυρία που μας μάθαινε χορό, η κυρία Μπουλούκου, να με βάλει με ντάμες δυο κορίτσια που ήταν τα ομορφότερα της Πάτρας!
Όχι ότι κάναμε τίποτα!
Για αυτό και όταν με κάλεσε ο Μορφωτικός Σύλλογος Κυριών της Πάτρας να μιλήσω, αν και δεν τις ήξερα, είπα ναι μόνο και μόνο σε αυτή την όμορφη ανάμνηση».
Η επαφή με τους προσκόπους
Ο Διονύσης Σιμόπουλος γνώρισε τον Προσκοπισμό σε ηλικία δέκα ετών, με αφορμή τον καταστρεπτικό σεισμό σε Κεφαλονιά και Ζάκυνθο το καλοκαίρι του 1953. Τότε οι πρόσκοποι της Πάτρας έδωσαν αμέσως το παρόν για να βοηθήσουν όσο μπορούσαν τους κατοίκους στα νησιά.
Αυτό τον εντυπωσίασε και αποφάσισε να γραφτεί στα Λυκόπουλα, μαζί με τους φίλους του, Τάκη, Βασίλη και Αλέξη.
Η πρώτη του Αγέλη είχε έδρα ένα μικρό δωμάτιο στο υπόγειο του Δικαστικού Μεγάρου της Πάτρας. Το καλοκαίρι του 1956 δημιουργήθηκε η 5η Ομάδα Αεροπροσκόπων και ο Διονύσης Σιμόπουλο, έγινε από τους πρώτους αεροπροσκόπους της Πάτρας. Ο κ. Σιμόπουλος ήταν και ένας από τους «Πρόσκοπος του Έθνους» που τότε λέγονταν «Πρόσκοποι Βασιλέως» Πελοπόννησο τον Ιούνιο του 1959.
Με τους προσκόπους εκείνης της εποχής ακόμη διατηρεί επαφές.
Οι Αμερικάνοι πρόσκοποι και το τηλεσκόπιο
Η πρώτη επαφή του Διονύση Σιμόπουλου με τα αστέρια έγινε, φυσικά, στους πρόσκοπους. Εκεί έμαθε τους αστερισμούς και να τους διακρίνει στον καλοκαιρινό ουρανό των κατασκηνώσεων που διοργάνωναν στην ευρύτερη περιοχή.
Χάρη στον προσκοπισμό όμως είδε για πρώτη φορά το φεγγάρι με τηλεσκόπιο. Να πως περιγράφει ο ίδιος το περιστατικό:
«Το 1960 γιορτάστηκε το Χρυσό Ιωβηλαίο, τα 50 χρόνια δηλαδή, του Προσκοπισμού στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο των εορτασμών λειτούργησε κατασκήνωση στον Παρνασσό στην Αθήνα στην οποία συμμετείχαν 40 άτομα από εμάς.
Δίπλα μας ήταν οι σκηνές των προσκόπων από τις ΗΠΑ. Εκεί είχαν στήσει και τρία μικρά τηλεσκόπια, που για εμάς φάνταζαν ως απόκοσμες μηχανές! Γνωρίζαμε βέβαια, ότι με αυτές τις... μηχανές κοιτούσες το φεγγάρι και τα άστρα. Επί ημέρες διστάζαμε να ζητήσουμε από τους Αμερικάνους να μας αφήσουν να δούμε με τα τηλεσκόπια.
Ώσπου μια μέρα το πήρα απόφαση και με τα χάλια, τότε, αγγλικά και με νοήματα τους ζήτησα να μας αφήσουν να δούμε. Φυσικά, μας άφησαν και μας έδειξαν πως να χρησιμοποιούμε το τηλεσκόπιο.
Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ήταν όταν ξεπρόβαλε το φεγγάρι από το βουνό και κοιτούσα με το τηλεσκόπιο, τους κρατήρες και τις χαράδρες της Σελήνης. Μου ήρθε ο “ουρανός σφοντήλι”».
Αστρονόμος από… τύχη
Ο Διονύσης Σιμόπουλος είναι καθηγητής αστρονόμος, επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου, βραβευμένος για τη συνεισφορά του στην αστρονομική εκπαίδευση, με σημαντική συγγραφική και δημοσιογραφική δραστηριότητα στον Τύπο, στην τηλεόραση και σε θεάματα πολυμέσων και ως σεναριογράφος σε ενημερωτικές εκπομπές.
Όλα αυτά δεν θα είχαν γίνει πραγματικότητα, αν την άνοιξη του 1961 ο Διονύσης Σιμόπουλος περνούσε στη Σχολή Μηχανικών της Αεροπορίας (ΣΜΑ), που έδωσε εξετάσεις με το όνειρο να γίνει αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας.
«Τότε η ΣΜΑ μετρούσε παραπάνω από το Πολυτεχνείο, ενώ πληρωνόσουν όσο σπούδαζες. Άσε που θα κατέβαινα στην Πάτρα με τη στολή και το σπαθί...
Το 1961, ήταν 650 υποψήφιοι και οι θέσεις στη Σχολή 14. Οι δέκα μπήκαν με “χαυλιόδοντες” και μόλις οι τέσσερις με το σπαθί τους. Ε, δεν ήμουν μέσα στους τέσσερις.
Αν πέρναγα θα έμενα εδώ και ο δρόμος μου θα ήταν εντελώς διαφορετικός», λέει ο ίδιος.
Ωστόσο, αυτή η… ατυχία δεν ήταν και η μόνη. Λίγους μήνες μετά ο Διονύσης Φωτόπουλος έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο Φυσικό του Πανεπιστημίου Αθηνών, ωστόσο δεν φοίτησε ποτέ! Το πώς το εξηγεί ο ίδιος:
«Ο πατέρας μου για να παρηγορήσει που δεν πέρασα στη ΣΜΑ, με άφησε να δώσω εξετάσεις και στο Φυσικό της Αθήνας και μάλιστα πήρα και το μοναδικό 10αρι (δηλαδή το άριστα) μεταξύ των 700 υποψηφίων.
Πέρασα αλλά η οικονομική κατάσταση της οικογενείας του δεν μου επέτρεψαν να σπουδάσω. Τότε χρειάζονταν χρήματα, όχι μόνο για να μείνεις στην Αθήνα, αλλά και για τα βιβλία και ο μισθός του πατέρα μου, ήταν δυο χιλιάδες δραχμές το μήνα. Τι να πληρώσει; Το νοίκι, τα έξοδα της οικογένειας ή τις σπουδές μου;»
Για σπουδές στην Αμερική με 150 δολάρια στην τσέπη
Δεδομένης της κατάστασης ο κ. Σιμόπουλος άρχισε να σκέπτεται εναλλακτικές λύσεις για να σπουδάσει και τότε του ήρθε η ιδέα για σπουδές στις ΗΠΑ. Το πώς το εξηγεί ο ίδιος:
«Στη γειτονιά μου, στην Παντάνασσα, υπήρχαν δυο αδέλφια που είχαν πάει στην Αμερική για σπουδές και μάλιστα χωρίς να στέλνουν οι δικοί τους χρήματα. Τότε σκέφτηκα “αφού τα κατάφεραν αυτοί γιατί όχι και εγώ που είμαι και πρόσκοπος” και έτσι πήρα την απόφαση να φύγω για σπουδές στην Αμερική.
Τότε ήθελα να σπουδάσω μηχανολόγος, γιατί ήθελα να κερδίζω το μήνα τέσσερις φορές το μισθό του πατέρα μου, δηλαδή οχτώ χιλιάρικα. Λεφτά απλησίαστα για την εποχή.
Από εδώ έφυγα το 1962 από το λιμάνι με το υπερωκεάνιο «Σατούρνο» για τη Νέα Υόρκη, για να σπουδάσω και 150 δολάρια στην τσέπη. Να σκεφτείτε ότι έφυγα από εδώ γιατί δεν είχα ούτε τα χρήματα για το ταξίδι στην Αθήνα, για να έπαιρνα το πλοίο από τον Πειραιά».
Τελικά πήγε στη Λουιζιάνα για σπουδές, αλλά αντί για μηχανολόγος έγινε αστροφυσικός, από τύχη όπως λέει ο ίδιος, καθώς «έτυχε να είμαι στην κατάλληλη θέση, την κατάλληλη στιγμή, και να γνωρίσω τους κατάλληλους ανθρώπους».
Έγινα αστροφυσικός τυχαία. Εκείνη την εποχή της δεκαετίας του 1950, πριν φύγω για την Αμερική, ακόμη δεν είχε πετάξει ο άνθρωπος στο διάστημα. Ο Γκαγκάριν, ο Ρώσος κοσμοναύτης, πήγε στο διάστημα το 1961, όταν εγώ τελείωνα το τότε εξατάξιο Γυμνάσιο. Δεν είχα προσλαμβάνουσες. Ωστόσο τότε και να θέλαμε δεν είχαμε προσλαμβάνουσες. Ακόμη και στην Δημοτική Βιβλιοθήκη δεν είχαμε πρόσβαση σε όλα τα βιβλία», σημειώνει χαρακτηριστικά.
«Οι αναμνήσεις από την Πάτρα με κράτησαν»
Στη Λουιζιάνα όπου πέρασε 11 σχεδόν χρόνια ως φοιτητής αλλά και ως εργαζόμενος, μπορεί να σπούδασε, να εργάστηκε, να απέκτησε καλούς φίλους, να βρήκε ακόμη και τη γυναίκα του Κάρεν-Λουϊζα Πήτερσον με την οποία έχουν μια κόρη και δύο γιους, ωστόσο ποτέ δεν ξέχασε την Πάτρα και τους ανθρώπους της.
«Στην αρχή τα πράγματα ήταν δύσκολα. Υπήρχε πείνα! Υπήρχαν μέρες που είχα να φάω τέσσερις ημέρες. Να σκεφτείτε ότι νοσταλγούσα τα στραγάλια στην Ελλάδα, με τα οποία γέμιζες το στομάχι σου και με νερό χόρταινες. Αλλά εκεί δεν υπήρχαν στραγάλια… Μόνο ποπ – κορν, που δεν ήταν το ίδιο, άσε που είχαν και λεφτά», θυμάται ο κ. Σιμόπουλος.
Ωστόσο, όπως λέει σε αυτά τα δύσκολα χρόνια, εκείνο που τον κράτησε όρθιο, ήταν οι όμορφες αναμνήσεις από την Πάτρα.
«Έχω πολύ καλές αναμνήσεις από την Πάτρα. Πρόσκοποι, παρέες, κορίτσια! Η μία ανάμνηση καλύτερη από την άλλη. Θυμάμαι μια άλλη Πάτρα της δεκαετίας του 1950 με χωμάτινους δρόμους, ελάχιστα αυτοκίνητα, χωρίς πολυκατοικίες, με διώροφα τα περισσότερα τα σπίτια, με αυλές με μύριζαν γιασεμί, αγιόκλημα και γαζίες.
Τότε η Πάτρα ήταν μια γειτονιά. Στη βόλτα από τα Ψηλαλώνια στο Μόλο έλεγα 500 καλημέρες!
Θυμάμαι, όταν μέναμε στην οδό Νικήτα, βλέπετε δεν είχαμε δικό μας σπίτι και άλλαξα τρεις γειτονιές, τον Σπύρο Παπαβασιλείου που ήταν αδελφός φίλης της αδελφής μου, ο οποίος μετά έγινε ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες, με διάσημα τραγούδια που τραγουδάμε ακόμη και σήμερα. Ακόμη θυμάμαι την Πόλυ Πάνου, να βγαίνει στο παράθυρο του σπιτιού της στη Γούναρη και να τραγουδά.
Αργότερα, όταν είχαμε τελειώσει το σχολείο, καθόμασταν στου Σταυριανού ή στου Γκολφινόπουλου στα Ψηλαλώνια και κάποιος από την παρέα άνοιγε πακέτο με τσιγάρα και κάπνιζε. Φυσικά, δεν πρόσφερε τσιγάρο στους άλλους, διότι τότε τα πακέτα ήταν με δέκα τσιγάρα και θα τελείωνε αμέσως.
Αυτές οι αναμνήσεις με κράτησαν στις δύσκολες συνθήκες που πέρασα στην Αμερική».
Ο Διονύσης Σιμόπουλος αν και δεν μένει στην Πάτρα από το μακρινό 1962, η Πάτρα είναι πόλη της καρδιάς του και αυτό μπορεί να το καταλάβει κανείς, όταν αρχίσει να μιλά μαζί του.