στη Σταδίου 23, άτομα που μετείχαν στη διαδήλωση επιτέθηκαν με μολότοφ
στο κατάστημα της Marfin, με συνέπεια να εκδηλωθεί πυρκαγιά. από την
πυρκαγιά
.
Προανάκριση εκτελεί η ασφάλεια Αττικής". Αυτά έλεγε η ανακοίνωση του
ΓΑΔΑρχη...Κι ένα το αγέννητο μωρό τέσσερα θα πούμε εμείς...
Ηταν 5 Μαΐου του 2010.
Μια από τις
πλέον ογκώδεις συγκεντρώσεις των τελευταίων ετών, στους πρώτους μήνες
της «μνημονιακής» εποχής στην Ελλάδα, εξελίσσεται σε τραγωδία.
Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης, λίγο μετά τις 2 το μεσημέρι νεαροί
σπάνε τη βιτρίνα της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίυο και πετούν στο
εσωτερικό της μολότοφ. Προκαλείται φωτιά. Στην αρχή κανείς δεν εκτιμά
τον κίνδυνο. Τα μπλοκ των διαδηλωτών αγνοούν τη φλεγόμενη βιτρίνα και
συνεχίζουν να περνούν μπροστά από το νεοκλασικό κτίριο της Σταδίου
φωνάζοντας συνθήματα. Οι υπάλληλοι της τράπεζας, κάποιοι από τα
παράθυρα, άλλοι από το μπαλκόνι του β΄ ορόφου κοιτούν το πλήθος
περισσότερο με περιέργεια παρά με φόβο. Νεαροί διαδηλωτές, στη θέα των
καλοντυμένων τραπεζοϋπάλληλων απαντούν με χειρονομίες φωνάζοντας
συνθήματα ενάντια στο κεφάλαιο και τις τράπεζες.
Εκείνη την ώρα, στην πλατεία Συντάγματος εκρήγνυνταν χειροβομβίδες
κρότου - λάμψης, ενώ διαδηλωτές με πανό συνέχιζαν να ανεβαίνουν τη
Σταδίου.
Ενα λεπτό αργότερα, το τοπίο άλλαξε. Η φωτιά στο ισόγειο του κτιρίου
φούντωσε και από τα ανοιχτά παράθυρα του β΄ ορόφου άρχισε να βγαίνει
πυκνός καπνός. Στο μικρό μπαλκόνι στην πρόσοψη του νεοκλασικού
στριμώχθηκαν τέσσερις ή πέντε εργαζόμενοι προσπαθώντας να αναπνεύσουν,
ενώ άλλοι που δεν χώρεσαν εκεί άνοιξαν διάπλατα τις μπαλκονόπορτες.
Οι αντιδράσεις των διαδηλωτών κλιμακώθηκαν. Εκείνοι που νωρίτερα
έκαναν χειρονομίες, τώρα χλεύαζαν τους υπαλλήλους φωνάζοντας «να καείτε
ζωντανοί, ρε!», ενώ άλλοι τους καλούσαν ειρωνικά να πηδήσουν στο κενό.
Ορισμένοι πιο νηφάλιοι τους έκαναν νόημα να κατέβουν από το κτίριο. Οσοι
διαδηλωτές από τα οργανωμένα μπλοκ σάστισαν και κοντοστέκονταν στη θέα
των εγκλωβισμένων υπαλλήλων επανέρχονταν στην... τάξη από τους
επικεφαλής, οι οποίοι τους φώναζαν «προχωράμε σύντροφοι, προχωράμε».
Καθώς τα δευτερόλεπτα κυλούσαν, το μαύρο σύννεφο καπνού από τα παράθυρα
του α΄ και β΄ ορόφου έγινε τόσο πυκνό που έκρυψε την πρόσοψη του κτιρίου
και τους πανικόβλητους υπαλλήλους που από ένστικτο έσκυβαν για να
αναπνεύσουν. Ο ένας από αυτούς έβγαλε το σακάκι του, πέρασε πάνω από το
κάγκελο της μπαλκονόπορτας του β΄ ορόφου, πάτησε στη μαρκίζα και πήδησε
σε μια πρόχειρη κατασκευή από ελενίτ στην ταράτσα του διπλανού κτιρίου.
Αυτή δεν άντεξε το βάρος, και ο νεαρός βρέθηκε στο κενό. Προσγειώθηκε
μερικά μέτρα πιο χαμηλά στο πρεβάζι του κινηματογράφου «Απόλλων». Στην
άλλη άκρη του κτιρίου της Marfin, άλλος εργαζόμενος, ισορροπώντας πάνω
στο κάγκελο και στη μαρκίζα του β΄ ορόφου, κατάφερε να φθάσει στο
μπαλκόνι του διπλανού κτίσματος. Στη συνέχεια φάνηκε να προσπαθεί να
τραβήξει συναδέλφους του που είχαν μείνει πίσω. Στο μπαλκόνι παρέμεναν
δύο γυναίκες κουνώντας ένα χαρτόνι με το οποίο μάταια προσπαθούσαν να
απομακρύνουν τον καπνό. Η Πυροσβεστική έφτασε πέντε λεπτά αργότερα.
Παρευρισκόμενοι φώναζαν συνθήματα και πετούσαν αντικείμενα εναντίον
τους.
Η πληροφορία για νεκρούς στο κτίριο της Μarfin μεταδόθηκε πρώτα από
το BBC, επιβεβαιώθηκε από την Πυροσβεστική και σύντομα κυκλοφόρησε
μεταξύ των διαδηλωτών. Η πορεία των απεργών ουσιαστικά διεκόπη. Κάποιοι
επέστρεψαν στο κτίριο της Μarfin όπου (υπό τα βλέμματα πλέον δεκάδων
δημοσιογράφων και φωτογράφων από ελληνικά και ξένα δίκτυα) γράφτηκε ο
επίλογος της τραγωδίας. Οσο οι πυροσβέστες καθυστερούσαν να απομακρύνουν
τις σορούς, κάποιοι διέσπειραν τη φήμη ότι δεν υπάρχουν νεκροί και ότι
πρόκειται για κρατική προπαγάνδα. Οι συγκεντρωθέντες απάντησαν πετώντας
πάλι αντικείμενα εναντίον αστυνομικών και πυροσβεστών και φωνάζοντας
συνθήματα εναντίον των δημοσιογράφων που «αναπαρήγαν το ψέμα». Εθισμένοι
θαρρείς στη βία, στάθηκαν εκεί περιμένοντας να δουν τα πτώματα και να
βεβαιωθούν για ό,τι είχε συμβεί. Στο μεταξύ, στο καμένο κτίριο έφθασε,
συνοδεία αστυνομικών, ο πρόεδρος της Marfin, κ. Ανδρέας Βγενόπουλος, που
αποδοκιμάστηκε έντονα από τους παρευρισκομένους.
Στο εσωτερικό του κτιρίου, οι πυροσβέστες εντόπισαν τον 36χρονο
Επαμεινώνδα Τσάκαλη στις σκάλες μεταξύ α΄ και β΄ ορόφου. Την 35χρονη
Παρασκευή Ζούλια στο γραφείο της στον β΄ όροφο. Η 32χρονη Αγγελική
Παπαθανασοπούλου, η οποία ήταν έγκυος, εντοπίστηκε λίγα εκατοστά από την
μπαλκονόπορτα όπου προσπάθησε να φτάσει. Ο θάνατος και των τριών
οφείλεται σε ασφυξία από καπνό. Οι φλόγες δεν επεκτάθηκαν άλλωστε στους
πάνω ορόφους. Από το κτίριο απεγκλωβίστηκαν σώοι τέσσερις γυναίκες και
ένας άνδρας.
Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες
Κατά τη διάρκεια της δίκης, τον Απρίλιο του 2013, ο σύζυγος της
Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, περιγράφει την τελευταία συνομιλία του με
την 32χρονη γυναίκα:
«Στις 2 παρά, η Αγγελική μού τηλεφώνησε εμφανώς πανικόβλητη και μου
είπε με έντονο ύφος: «Μας έχουν βάλει φωτιά, θα σε πάρω σε λίγο». Μου το
έκλεισε. Αμέσως μετά την πήρα πίσω και μου είπε: «Δεν μπορώ να μιλήσω
τώρα. Πνίγομαι». Μου το έκλεισε πάλι. Την πήρα ξανά αλλά δεν το σήκωσε.
Με πήρε τη στιγμή που κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σωθεί. Αφού είχε
κάνει ό,τι μπορούσε για να φύγει από τη φωτιά».
Ο μάρτυρας τόνισε στο δικαστήριο ότι η μοναδική είσοδος - έξοδος του
καταστήματος ήταν κλειδωμένη και ότι κανείς από τους υπαλλήλους δεν
βγήκε με ορθόδοξο τρόπο. «Τους εξανάγκασαν να ζήσουν ένα φρικτό θάνατο.
Εγώ δεν θα τους κρατούσα μέσα να πεθάνουν σαν τα ποντίκια».
Ο υπάλληλος της τράπεζας Γιώργος Γκολιάς κατέθεσε στο δικαστήριο ότι
την στιγμή της φωτιάς άκουσε συναδέλφους να ανεβαίνουν τη σκάλα και να
φωνάζουν «μας καίνε, μας καίνε» και ότι η ατμόσφαιρα ήταν τόσο
αποπνικτική που δεν μπορούσαν ούτε να δουν ούτε να αναπνεύσουν. «Βγήκα
σε ένα πολύ μικρό μπαλκόνι, περίπου 30 πόντους, και μέσα στον πανικό μου
πήδηξα. Έπεσα στο κενό γιατί το σημείο όπου προσπάθησα να πηδήξω,
υποχώρησε. Δεν είχα επιλογή: ή θα έσκαγα ή θα πήδαγα. Θεώρησα ότι είχαν
πεθάνει όλοι, γιατί δεν υπήρχε έξοδος κινδύνου για να βγουν. Όλοι κάναμε
σπασμωδικές κινήσεις γιατί δεν ξέραμε τί να κάνουμε. Δεν ήμασταν
εκπαιδευμένοι. Χάσαμε χρόνο γιατί δεν ξέραμε τί να κάνουμε».
Ο συνάδελφος του κ. Γκολιά, Γιώργος Σταυρογιαννάκης, που εργαζόταν
στον τελευταίο όροφο του κτιρίου κατέθεσε ότι βγήκε από την ταράτσα όταν
συνάδελφός του έσπασε την καταπακτή. «Το κτίριο δεν είχε άλλη έξοδο
πέρα από την κυρία είσοδο. Ήταν σαν να ήμασταν στο εσωτερικό μιας
καμινάδας».
Ο μάρτυρας υποστήριξε ότι τράπεζα δεν αναγνωρίζει την ευθύνη και ότι
δεν τους έχει αποζημιώσει, ενώ, όπως κατέθεσε, «σε μία προσωπική
συνάντηση που είχαμε λίγες μέρες μετά την επίθεση, με το Δ.Σ. της
Marfin, ουσιαστικά μας είπαν ότι έπρεπε να παραβούμε τις εντολές που
είχαμε. Μας είπαν τί καθόμασταν για να κλείσουμε ταμείο ή τις επιταγές,
ενώ έπρεπε να φύγουμε, τη στιγμή που είχαμε εντολές».
Στη συνάντηση αυτή μετά τον εμπρησμό, αναφέρθηκε και ο υπάλληλος της
τράπεζας Σωτήρης Παπατζίκης : «Στη συνάντηση με το διοικητικό συμβούλιο
της τράπεζας, ο άνθρωπος για τον οποίο δουλεύαμε, μας είπε γιατί δεν
πήραμε την πρωτοβουλία να φύγουμε, παρά τις εντολές που είχαμε να
μείνουμε. Ποιός θα τολμούσε εν μέσω κρίσης να κάνει του κεφαλιού του,
αναρωτιέμαι...»
Η δίκη
Η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης για το τραγικό περιστατικό της 5ης
Μαΐου δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, παρουσιάζοντας πολύ μεγάλες
καθυστερήσεις.
Η δίκη των δυο κατηγορουμένων που φέρονται ότι εμπλέκονται στην
εμπρηστική επίθεση έχει αναβληθεί για τις 21 Σεπτεμβρίου. Η διαδικασία
είχε προσδιοριστεί αρχικά για τις 9/12/2013 αλλά δόθηκε αναβολή για τις
14/5/2014.
Τελικά η δίκη αναβλήθηκε εκ νέου λόγω της αποχής των δικηγόρων. Και
οι δύο κατηγορούμενοι είναι ελεύθεροι, καθώς μετά τις απολογίες τους δεν
είχαν κριθεί προφυλακιστέοι.
πηγη΄ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
................................................................................................................
Το όνομα της ήταν Αγγελική.
Δεν το έμαθε ποτέ κανείς. Όπως φυσικά και του αγέννητου παιδιού της που
κάηκε μαζί της στον δολοφονικό εμπρησμό της ΜΑΡΦΙΝ στις 5 Μαΐου 2010.
Στη μνήμη της δεν έγινε ούτε ένα συλλαλητήριο. Κανείς δεν έγραψε
τραγούδι.
Ο σύζυγος κι η οικογένεια της δεν διεκτραγώδησαν τον πόνο τους στην εκπομπή κανενός Σταύρου Θεοδωράκη.
Κανένας Πρετεντέρης ή Τρέμη δεν απαίτησαν από τους δικαστές την άμεση προφυλάκιση των δολοφόνων της.
Κανένα Μέγκα, Αντένα, Σκάι, Σταρ, Άλφα δεν έκανε αφιέρωμα στην στυγερή δολοφονία της.
Κανένας Σαμαράς δεν έκανε δηλώσεις διεθνώς ότι πατάξε το τέρας της ανεξέλεγκτης βίας που οδήγησε στη δολοφονία της.
Κανένας Δένδιας δεν συνέλαβε τους δολοφόνους της.
Κανένας εισαγγελέας δεν βρήκε μάρτυρες που να αποκαλύψουν μέσα σε μια εβδομάδα την εγκληματική συμμορία που την σκότωσε.
Βλέπετε κανείς δεν ενδιαφερόταν να την κάνει τηλεοπτικό σόου η να την εκμεταλλευθεί πολιτικα.
Γιατι όπως φώναζαν οι δολοφόνοι της προτού πετάξουν τις μολότοφ που την
σκοτώσουν: «Να καείτε, να καείτε, στις τράπεζες δουλεύετε”.
Κι
εκείνη η Αγγελική λίγο προτού ξεψυχισει. μιλώντας στο κινητό, στον
τρομαγμένο σύζυγο της του είπε: «Δεν μπορώ να σου μιλήσω άλλο.
Πνίγομαι».
Και μαζί της πνίγηκε το αγέννητο παιδί της.
Θύματα της διεστραμμένης λογικής κάποιων φανατικών περί δήθεν «κοινωνικών αγώνων».
Καληνύχτα Ελλάδα
Γιάννης Λοβέρδος
Πρώτη δημοσίευσις 14 Ὀκτωβρίου 2013
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ... 5 ΜΑΪΟΥ 2010... Οι Έλληνες βγαίνουν στους δρόμους σε όλη τη χώρα, αντιδρώντας στα νέα οικονομικά μέτρα.
150.000 πολίτες διαδηλώνουν στην Αθήνα, όπου σημειώνονται εκτεταμένα
επεισόδια. Κουκουλοφόροι πετούν βόμβες Μολότοφ σε υποκατάστημα της
τράπεζας Marfin Egnatia στην οδό Σταδίου, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή
τους από ασφυξία τρεις υπάλληλοι, εκ των οποίων μία έγκυος γυναίκα.
Η φωτιά προκλήθηκε μετά από ρίψη μολότοφ από κουκουλοφόρους και είχε
ως αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν μέσα στο νεοκλασικό κτίριο οι υπάλληλοι
της τράπεζας, τρεις από τους οποίους βρήκαν τραγικό θάνατο από ασφυξία,
σύμφωνα με τον ιατροδικαστή Φίλιππο Κουτσάφτη.
Στη δίνη εκείνων των τραγικών γεγονότων, στην απαρχή των δεινών που
επέφερε στη χώρα και στους Έλληνες το Μνημόνιο, την τελευταία τους πνοή
άφησαν η 32χρονη έγκυος Αγγελική Παπαθανασοπούλου, η 35χρονη Βιβή Ζούλια
και ο 36χρονος Νώντας Τσακάλης.
Οι σκηνές φρίκης που έζησαν το μεσημέρι της 5ης Μαΐου 2010 οι
εργαζόμενοι στο υποκατάστημα της Marfin στην οδό Σταδίου, ήταν
απερίγραπτες. Ήταν 14:00 το μεσημέρι, όταν στη διάρκεια πορείας προς το
Σύνταγμα, άγνωστοι κουκουλοφόροι έσπασαν την τζαμαρία του
υποκαταστήματος και έριξαν στο εσωτερικό μολότοφ, αδιαφορώντας για τις
κραυγές των εργαζομένων.
Η φωτιά εξαπλώθηκε αμέσως, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει πανικός.
Κάποιοι κατάφεραν και βγήκαν σώοι, άλλοι πηδούσαν από τα μπαλκόνια στο
κενό για να σωθούν, ή σκαρφάλωναν στα μπαλκόνια του διπλανού κτιρίου
προκειμένου να ξεφύγουν από τον καπνό. Τρεις όμως δεν τα κατάφεραν.
Το τραγικό χρονικό θα μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη των
εργαζομένων, αλλά και των ανθρώπων που βρίσκονταν μπροστά από το κτίριο
και έγιναν μάρτυρες των σκηνών αλλοφροσύνης που εκτυλίχτηκαν εκεί στο
κέντρο της πρωτεύουσας.
Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του φωτογράφου ο φωτογράφος Γιώργου
Μουτάφη, στο πρόσφατο αφιέρωμα του CNN. «Οι κουκουλοφόροι κρατώντας 150
μολότοφ άρχισαν να φωνάζουν «κάψτε τους, κάψτε τους πλούσιους». Όταν δε
κάποιοι τους παρακάλεσαν να μην κάψουν την τράπεζα εκείνοι αποκρίθηκαν
ότι δεν υπήρχε κόσμος μέσα συνεχίζοντας να φωνάζουν συνθήματα» ...; Αυτή
ήταν κι η αρχή της τραγωδίας» δήλωσε ο ίδιος, που υπήρξε αυτόπτης
μάρτυρας του εγκλήματος.
Τα θύματα της βαρβαρότητας
Δεν πρόλαβε να φέρει στον κόσμο το πρώτο της παιδί. «Έφυγαν» μαζί,
προδομένοι στη βία και το πάθος των «ιδεολόγων» κουκουλοφόρων. Η 32χρονη
Αγγελική Παπαθανασοπούλου, ήταν πτυχιούχος της Μαθηματικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές λογιστικής στο ελληνικό
πανεπιστήμιο και το City του Λονδίνου, εργαζόταν από το 2008 στο τμήμα
συναλλαγών επιχειρήσεων του υποκαταστήματος στη Σταδίου. Η καταγωγή της
ήταν από το Αίγιο όπου ζουν οι γονείς και η μεγαλύτερη αδερφή της.
Η 35χρονη Βιβή Ζούλια, καταγόταν από τη Μήλο αλλά μεγάλωσε και έζησε
στο Μαρούσι. Ήταν πτυχιούχος του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
του Παντείου Πανεπιστημίου και είχε πάρει το μεταπτυχιακό της από το
University Of Greenwich στα διεθνή τραπεζικά και χρηματοοικονομικά. Τα
τελευταία χρόνια εργαζόταν στο τμήμα συναλλαγών επιχειρήσεων της Marfin.
Η άτυχη υπάλληλος, επέστρεψε στην Ελλάδα μετά τις σπουδές της και
έπιασε αμέσως δουλειά στην τράπεζα.
Με το χαμόγελο πάντα στα χείλη, θυμούνται συνάδελφοι και φίλοι, τον
36χρονο Νώντα Τσακάλη, προϊστάμενος του τμήματος συναλλαγών του
υποκαταστήματος. Με καταγωγή από την Λευκάδα, είχε σπουδάσει στο
Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, ενώ είχε κάνει μεταπτυχιακές σπουδές
στο Πανεπιστήμιο του Στίρλινγκ στη Σκωτία και ήταν άγαμος. Ως
μοναχοπαίδι ήταν το μοναδικό στήριγμα της χήρας μητέρας του, με την
οποία ζούσε μαζί στην Ηλιούπολη.
εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
.......................................................................................