Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης
Η εισήγησή του έφτασε με επιστολή στα χέρια του ποιητή και μελετητή της ποίησης Κώστα Στεργιόπουλου, προέδρου τότε της Εταιρείας Συγγραφέων. Η ποιήτρια Λύντια Στεφάνου πρότεινε ως ημέρα εορτασμού την 21η Μαρτίου, την ημέρα της εαρινής ισημερίας, που συνδυάζει το φως από τη μία και το σκοτάδι από την άλλη, όπως η ποίηση, που συνδυάζει το φωτεινό της πρόσωπο της αισιοδοξίας με το σκοτεινό πρόσωπο του πένθους. Η πρώτη Ημέρα Ποίησης γιορτάστηκε το 1998 στο παλιό ταχυδρομείο της πλατείας Κοτζιά. Ετοιμάστηκε με ελάχιστα έξοδα και πολλή εθελοντική δουλειά, και είχε μεγάλη επιτυχία.
Την επόμενη χρονιά ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός, πρέσβης της Ελλάδας στην UNESCO, τεισηγήθηκε στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του οργανισμού η 21η Μαρτίου να ανακηρυχθεί Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, όπως η 21η Ιουνίου είναι Παγκόσμια Ημέρα Μουσικής. Οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι Τυνήσιοι και άλλοι πρέσβεις από χώρες της Μεσογείου υποστήριξαν την εισήγηση και η ελληνική πρόταση υπερψηφίστηκε.
Τον Οκτώβριο του 1999, στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO στο Παρίσι, η 21η Μαρτίου ανακηρύχθηκε Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Το σκεπτικό της απόφασης ανέφερε: «Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης θα ενισχύσει την εικόνα της ποίησης στα ΜΜΕ, ούτως ώστε η ποίηση να μην θεωρείται πλέον άχρηστη τέχνη αλλά μια τέχνη που βοηθά την κοινωνία να βρει και να ισχυροποιήσει την ταυτότητά της. Οι πολύ δημοφιλείς ποιητικές αναγνώσεις μπορεί να συμβάλουν σε μια επιστροφή στην προφορικότητα και στην κοινωνικοποίηση του ζωντανού θεάματος και οι εορτασμοί μπορεί να αποτελέσουν αφορμή για την ενίσχυση των δεσμών της ποίησης με τις άλλες τέχνες και τη φιλοσοφία, ώστε να επαναπροσδιοριστεί η φράση του Ντελακρουά "Δεν υπάρχει τέχνη χωρίς ποίηση"».
από ''Σαν Σήμερα.gr''
Έλληνες Νομπελίστες
“Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.”
Οδυσσέας Ελύτης
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Ο Οδυσσέας Ελύτης (2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996), φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ. Γνωστότερα ποιητικά του έργα είναι τα Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί κ.α. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης.
Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί
μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλάμβανε ακόμα
μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς
Ένωσης Κριτικών Έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής,
Αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της ΡώμηΣΕΦΕΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣΟ πρώτος Έλληνας που βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1963. Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε το 1900 στη Σμύρνη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σεφεριάδης Σε ηλικία 14 ετών μετακόμισε με την οικογένεια του στην Αθήνα. Ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά στην Αθήνα και συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία. ¶ρχισε την καριέρα του ως διπλωμάτης και εργάστηκε ως Ακόλουθος της Ελληνικής Κυβέρνησης, Πρόξενος, Πρέσβης, Σύμβουλος πρεσβειών και Διευθυντής Τύπου. Το 1931 κάνει τα πρώτα του βήματα στην ποίηση δημοσιεύοντας την ποιητική συλλογή Στροφή. Ακολούθησαν: Το Μυθιστόρημα, Η Γυμνοπαιδία, Το Ημερολόγιο καταστρώματος και η Κίχλη. Ανανέωσε την ελληνική ποίηση και ήταν αυτός που εισήγαγε το πνεύμα του σουρρεαλισμού στην Ελλάδα. Επηρεάστηκε από την Γαλλική ποίηση και κατά την διάρκεια της καριέρας του μετέφρασε αρκετούς ξένους ποιητές. Επίσης ασχολήθηκε και με τη συγγραφή μυθιστορημάτων (Έξι νύχτες στην Ακρόπολη) και δοκιμίων. Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας Κατά την διάρκεια της ποιητικής του καριέρας είχε τιμηθεί με το έπαθλο "Κωστή Παλαμά", με το βραβείο ποίησης της Αγγλίας "Φόυλ" και κατείχε την θέση του επίτιμου διδάκτορα του πανεπιστημίου Καίμπριτζ. Το 1969 κυκλοφορεί στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό η "διακήρυξή" του εναντίον της δικτατορίας Πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971 στη διάρκεια της δικτατορίας και η κηδεία του απέκτησε χαρακτήρα αντιδικτατορικής εκδήλωσης. | |||||||||||||||
........................................................................................................... ΗΛΕΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ Βύρων Δάβος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
ΕργογραφίαΈχει γράψει πληθώρα ιστορικών, λογοτεχνικών και ποιητικών έργων[1].1 Ήρθαν τα χελιδόνια Τhe swallows came Ποιήματα Πύργος 1951 2 Μακρινές Αγάπες Faraway loves Ποιήματα Αθήνα 1957 3 Ήχοι και αντίλαλοι Sounds and echoes Ποιήματα Αθήνα 1959 4 Στις όχθες του Αλφειού On the banks of the river Alfios Νουβέλα Αθήνα 1958 5 Η μεγάλη επιστροφή The great return Διηγήματα Αθήνα 1971 6 Ένας άνθρωπος κοιτάζει τη Δύση A man looking at the West Μυθιστόρημα Αθήνα 1974 7 Η ιστορία του χωριού μου The history of my village Αθήνα 1974 8 Φρασινιά Frasinia Διηγήματα Αθήνα 1975 9 25 Χρόνια κοντά στο Μάριο Βαιανό 25 years beside Marios Vaianos 1975 10 Στον Πύργο και στην Ηλεία του1821-1930 In Pyrgos and Ilia of 1821-1930 11 Η ιστορία της εφημερίδας "Πατρίς" του Πύργου Ηλείας The history of the newspaper 'Patris' of Pyrgos, Ilia 1902-1982 12 Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού Κριεκούκι Ηλείας The first residents of the village Kriekouki in Ilia Πελόπιο 13 Ο Χριστόφορος Παπουλάκος Christophoros Papoulakos 14 Το Πετροβούνι The mountain of rocks Τοπική Εφημερίδα 15 Κριεκουκιώτικος λόγος The Word of Kriekouki Τοπική Εφημερίδα 16 Φωνές από τα άστρα Voices from the stars Ποιήματα 17 Οι Ολυμπιακοί Αγώνες 1896 The 1896 Olympic Games 18 Η ιστορία της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας 1830-1980 The history of the Fire brigade 1830-1980 19 Όσα γράφει η μοίρα What fate writes Νουβέλα 20 Η Μακεδονία του 1893-1903 (το Μακεδονικό ζήτημα) Macedonia of 1893-1903 (The Macedonian question) 21 Οι σφαγές των Αρμενίων (το Αρμανικό ζήτημα) 1890-1896 The Armenian slaughters(The Armenian issue) 1890-1896 22 Της προσφυγιάς οι δρόμοι The roads of refugees Νουβέλα 23 Οι ανασκαφές της Αρχαίας Ολυμπίας 1875-1891 The excavations in Ancient Olympia 1875- 1891 24 Δήμος Ολυμπίων (Ιστορία 32 χωρι'ων) Municipality of Olympia (The history of 32 villages) 25 Μικρασιατική εκστρατεία The expedition to Asia Minor Ιστορικό 26 Η Ηλεία πριν και μετά την Επανάσταση του 1821 Ilia before and after the Greek War of Independence of 1821 27 Η ζωή των κατοίκων της Ηλείας κατά την τουρκοκρατία Ilia's residents' lives during the Turkish domination 28 Ιστορία του Πύργου Ηλείας The histrory of Pyrgos, Ilia 29 Χρόνοι σκλαβιάς Years of slavery Ποιήμα 1945 30 Η Ηλεία γύρω από το 1900 Ilia in the years of 1900 31 Ξεχασμός του πόνου Forgetting the pain Ποίημα 1942 32 Αθηναικές νύχτες Athenian nights Ποιήματα 33 Οι αγχόνες The gallows Ποιήματα 34 Ηλιοβασιλέματα στη μοναξιά Sunsets in loneliness Ποιήματα 35 Τοπωνύμια της Ηλείας Toponyms in Ilia 36 Στους ξένους δρόμους On foreign roads Διηγήματα 37 Στις ξενιτιάς τις στράτες On the roads of foreign lands Νουβέλα 38 Τα σταφιδικα της Ηλείας (1827-1995) Regarding the currant of Ilia 39 Η λογοτεχνία κατά την εποχή του Μάριου Βαιάνου Literature in the time of Marios Vaianos 40 Πικραμένα ταξίδια Bitter trips Μυθιστόρημα 41 Ο παραγιός The adopted son Διηγήματα 42 Νοσταλγίες και πόθοι Nostalgies and desires Ποιήματα 43 Το ξένο ψωμί Foreign bread Μυθιστόρημα 44 Λαογραφική γλώσσα Folklore language 45 Η κατάρα και άλλα διηγήματα The curse and other stories 46 Η Ήλιδα και οι Ολυμπιακοί αγώνες Ilida and the Olympic Games 47 Εσπερινές ανταύγειες Evening shimmerings 48 Γεώργιος Ζαλόκωστας George Zalokostas 49 Πορφυρένια Δειλινά Scarlet evenings Ποιήματα 50 Το πολεμικό μεγαλείο του 1912-1913 The war of grandeur of 1912-1913 51 Ιστορικά της Αθήνας 1800-1900 Historical accounts of Athens 1800-1900 52 Το φάγωμα Eating Μυθιστόρημα 53 Οι ζωγράφοι κατά την εποχή του Μάριου Βαιάνου Painters in the time of Marios Vaianos 54 Εφημερίδες Ηλείας 1867-1930 Newspapers of Ilia 55 Φωτεινές αναμνήσεις Bright memories Σατυρικά Ποιήματα 56 Άρχοντες και χωριάτες Lords and peasants Μυθιστόρημα 57 Πρακτορείο Πνευματικές Συνεργασίας Spiritual Co-operation Agency 58 Η προοδεύουσα Αμαλιάδα The developing Amaliada 59 Αθηναιογραφήματα Athenian writings 60 Φωτιές και καπνοί πάνω από την Ελλάδα 1830-1930 Fire and smoke above Greece 1830-1930 61 Το πυροσβεστικό Σώμα στα Σπάργανα The Fire brigade in swaddling clothes 62 Ιστορικά των χωριών της Ηλείας Historical accounts of the villages in Ilia 63 Οι ληστές της Ηλείας 1821-1930 The bandits of Ilia 64 Ιστορικά της πόλης του Πύργου 1830-1930 Historical accounts of the city of Pyrgos 1830-1930 65 Αναμνήσεις Memories 66 Βίος και πολιτεία των Πολιτικών της Ηλείας Biographies of the politicians of Ilia 67 Στον τροχό της Τύχης On the wheel of Fortune Νουβέλα 68 Το μεταπολεμικό Πελόπιο Pelopio after the war 69 Πόλεμος και κατοχή War and Occupation 70 Ανείπωτα Μυστικά Untold secrets Ποιήματα Επίσης κατά καιρούς έχει αρθρογραφήσει σε διάφορες εφημερίδες της Ηλείας όπως η Πατρίς, η Αυγή κ.α. ...............................................................................
Από τη Βικιπαίδεια,
Ο Χρίστος Λάσκαρης είναι σύγχρονος Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε στο Χάβαρι Ηλείας το 1931 και από μικρή ηλικία έχει εγκατασταθεί στην Πάτρα. Το 2007 βραβεύτηκε [1] με το διεθνές Βραβείο ποίησης Καβάφη από το Ινστιτούτο Μελετών Ανατολικής παράδοσης Μοχάμεντ Άλι του Καΐρου. Πέθανε την Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008 στην Πάτρα σε ηλικία 77 ετών. Βιβλία του
Στέκει το φεγγάρι και κοιτάει το ποτάμι, που πηγαίνει μοναχό, κάποιος στο χορτάρι τραγουδάει κρεμασμένος απ' τον ουρανό. Και η νύχτα κάθε τόσο σταματάει από άξαφνο του ποταμού λυγμό, χαμηλώνει το φεγγάρι και ρωτάει τι έχει και στενάζει το νερό. Και πηγαίνει, όλο πάει το ποτάμι, στ' ανοιχτού πελάγου το χαμό, κάποιος μες στη νύχτα τραγουδάει, για αγάπη και για χωρισμό. Εγκατάλειψη Έβρεχε, έβρεχε πολύ κι είχε βουλιάξει η ψυχή στην υγρασία. ακόμη μια χαμένη Κυριακή, εδώ, στην επαρχία. Παιδιά των ασανσέρ Τραυματισμένα μου πουλιά παιδιά των ασανσέρ μ' ακίνητα τα μάτια σας μπρος στις τηλεοράσεις με κοιμισμένο το μυαλό και τις ψυχές νωθρές καθώς γλυκά βουλιάζετε στις κεντρικές θερμάνσεις. Κι όταν ξάφνου την άνοιξη βρεθείτε σε πλαγιές μένετε να κοιτάζετε στις ίδιες νεκρές στάσεις καθώς στα διαμερίσματα μπροστά στις τηλεοράσεις και δε μεταλαβαίνετε τις θείες ομορφιές. Η αγαπημένη του εποχή Το καλοκαίρι είναι η αγαπημένη του εποχή - όχι τόσο για τα φρούτα του, όσο γι' αυτούς τους μακρινούς περίπατους μέσα στο βράδυ, εκεί στις φτωχογειτονιές. με τις καταβρεγμένες τους αυλές, τα τηγανίσματα. Καταστολή εξέγερσης Μας φέρνανε κεφάλια σε ντουρβάδες, και τα καταγράφαμε: τα πιο πολλά στάζαν ακόμα αίμα με τα όνειρα μες στα θολά μάτια τους νωπά τα χείλη μισάνοιχτα σα διψασμένα. Το σύνθημα Στη μάντρα του νεκροταφείου, με μαύρα, κεφαλαία γράμματα, το σύνθημα: ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Σα να βλέπω τους νεκρούς να διαβάζουν και να χαμογελούν. ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΟΛΥΜΠΙΑΣ
του ΤΑΚΗ ΔΟΞΑ
Απ’ τα ποταμίσια χείλη
του Αλφειού
απ’ τον ασπρογάλανο
κόρφο της Αρεθούσας
Μεσ’ απ’ του Δία το
πέτρινο μάτι,
μεσ’ απ’ τα πληγωμένα
μάρμαρα
που φέγγει του Ίωνα
και του Δωριέα η ψυχή,
κι απ’ τα κιονόκρανα
που δένει ο ήλιος τα
κουρασμένα του άλογα,
απ’ τα πλεγμένα
δάχτυλα του πεύκου και της δάφνης
εδώ,
σε τούτη την παρθενική
μήτρα της Ολυμπίας
που δεν άλλαξε, δε
μολεύτηκε δε θα πεθάνει ποτέ,
εδώ θα ξαναγεννηθεί το
Φως.
Σπίθα του Θεού
κρυμένη στη στάχτη της
καρδιάς του Κουμπερτέν
που θα τη θεριέψει με
την ανάσα της η Καλλιπάτειρα
η Ελληνίδα μάνα
Μάνα κάθε ανθρώπου.
Λαμπάδα απ’ το κερί
του χρόνου και του μύθου
στιλπνό είδωλο
στιλπνός Χριστός
που μυρίζει
μοσχολίβανο κι αίμα αθώου ζώου,
το Φως μεστό χρυσό
σταφύλι
παραδομένο στα χέρια
του Ερμή.
Από ‘δω θα φύγει ο
Άγγελος.
Θα λύσει τα πέδιλά του
τα σπηρούνια του τα πάθη του
θα ρωτήσει ποιοι
αγωνίστηκαν τελευταίοι στο Στάδιο
ποιοι πήραν το κότινο
απ’ τους ευπατρίδες της νίκης
Και θα τρέξει.
Έξω απ’ το ιερό στήθος
της Άλτης
έξω απ’ την Ολυμπία
και την Ελλάδα
σ’ όλη τη γη σ’ όλη τη
θάλασσα
παντού όπου υπάρχει
αγάπη
παντού όπου υπάρχει
πόνος
παντού όπου υπάρχει
υποκρισία
παντού όπου υπάρχει
μίσος
παντού όπου υπάρχει
φωτιά
στο χρυσάφι στη φτώχια
στα μέτωπα στη ζωή
στα νεκροταφεία
για να φέρει το μεγάλο
μήνυμα…
Ερμή
μη σε τρομάξουν
οι θύελλες οι
σαρκασμοί οι σκληρές μνήμες
οι απειλές με τα
βούκινα
οι πόλεμοι που ήρθαν ή
που κονταροδείχνουν,
μη σε τρομάξουν οι
άνθρωποι!
Μάζεψε κάτω από τη
σάλπιγγά σου τους λαούς
όπου κι αν είναι
όποιοι κι αν είναι
ήρωες νικημένοι
κακούργοι σκιές κόκκλα
και τάισέ τους με το
σταφύλι σου
ρόγα τη ρόγα μέθυσέ
τους με την αγάπη
κι όπως θα γίνουν
ξέγνιαστοι κι ονειροπαρμένοι,
όπως θα κοιτάξουν
κατάματα τον ουρανό
σκύψε στην καρδιά του
και πες τους
Πες τους
να ξεκινήσουν όλοι για
την Ολυμπία.
Χιλιάδες χιλιάδες
χιλιάδες έφηβοι
σμάρια από κορμιά άσπρα μαύρα κίτρινα ,
να πάνε να ξεπλυθούν
κοντά στην Παλαίστρα
κι απ’ το χτες απ’ το
σήμερα απ’ το αύριο,
ν’ αλείψουν με λάδι
την ψυχή και το νου τους
κι’ ύστερα
να μπουν απ’ την
ορθάνοιχτη πύλη στο Στάδιο
για να πολεμήσουν.
Όχι στη σφαγή και στην
πυρκαγιά
όχι με το μαχαίρι και
το σίδερο που καίει
όχι με τον ξολοθρεμό
του ανθρώπου απ’ τον άνθρωπο
όχι για νέους νεκρούς
νέους σακάτηδες νέους δυστυχισμένους,
μα για την πυγμή και
το ακόντιο
για το πήδημα το δίσκο
το δρόμο την πάλη
για το τέθριππο
για την Αρετή,
δίπλα στον Κάστορα ή
τον Αντίπατρο
το Διαγόρα ή τον
Αλκιβιάδη
που θα σμίξει τον
αρχαίο κόσμο με των τωρινό
με τον αυριανό με τον
αιώνιο
και θα νικήσει τον Άρη
άλλη μια φορά
την τελευταία.
Πέρα στο ξέφωτο η
Ολυμπία
Ξάγρυπνη μερόνυχτα
πλέκει για τον καθένα τους
Κι απόνα στεφάνι
αγριλιά
Ελληνικής Ειρήνης
Ειρήνης όλου του
κόσμου.
|
Βιογραφικό Σημείωμα ΤΑΚΗΣ ΔΟΞΑΣ (1913-1976) Ο Τάκης Δόξας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Τάκη Λαμπρινόπουλου) έγραψε μυθιστορήματα, νουβέλες και ποιήματα. Γεννήθηκε στον Πύργο του νομού Ηλείας. Ορφάνεψε στην παιδική του ηλικία. Φοίτησε στη Σχολή Συνεταιριστών Αθηνών και εργάστηκε αρχικά ως υπάλληλος στο Πρωτοδικείο του Πύργου και από το 1954 ως διευθυντής στη δημόσια βιβλιοθήκη της πόλης. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε από τις σελίδες του περιοδικού Εβδομάς σε μαθητική ηλικία και το 1932 κυκλοφόρησε η συλλογή πεζογραφημάτων του Ίδιες πάντα ιστορίες. Ασχολήθηκε επίσης με την ποίηση, το θέατρο και την κριτική και τη λογοτεχνική μελέτη. Διετέλεσε διευθυντής των τοπικών εφημερίδων και περιοδικών Βήμα των Νέων, Οδυσσέας και Βωμός, ενώ διατήρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα συνεργασία με τη εφημερίδα του Πύργου Αυγή, όπου κράτησε τη στήλη της λογοτεχνικής κριτικής. Τιμήθηκε με πρώτο βραβείο Πελοποννησιακής Πεζογραφίας από την Ακαδημία Αθηνών (1957), με το Δίπλωμα Τιμής της πόλεως του Πύργου και άλλα βραβεία. Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, αγγλικά και τουρκικά. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Τάκη Δόξα βλ. Γ[ιάκος] Δημ., «Τάκης Δόξας», Νέα Εστία100, ετ.Ν΄, 1η/12/1976, αρ.1186, σ.1575 και Κουλούρης Χρήστος Ν., «Δόξας Τάκης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. |
Ενδεικτική Βιβλιογραφία • Γ[ιάκος] Δημ., «Τάκης Δόξας», Νέα Εστία100, ετ.Ν΄, 1/12/1976, αρ.1186, σ.1575. • Κουλούρης Χρήστος Ν., «Δόξας Τάκης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. • Παπαδημητρακόπουλος Ηλίας Χ., «Ο Τάκης Δόξας, ο Πύργος και οι επίγονοι ή μη», Χρονικό ’77, σ.37-38. Αθήνα, έκδοση του Καλλιτεχνικού Πνευματικού Κέντρου Ώρα, 1977. • Παρασκευόπουλος Τάκης Ηλ., Αναφορά· Δέκα χρόνια γνωριμίας με τον «Ερημίτη του Πύργου»· Στον Τάκη Δόξα και την Κυπαρισσία. Κυπαρισσία, 1979. • Ραυτόπουλος Δημήτρης, «Τάκη Δόξα: Οι ναυαγοί, μυθιστόρημα», Επιθεώρηση ΤέχνηςΓ΄, ετ.Β΄, 6/1956, αρ.18, σ.512-513. • Σκαρίμπας Γιάννης, «Η απολογία του καμπούρη», Καστοριανή Ζωή, 8/11/1936. • Τσούρας Νίκος Α., «Τάκης Δόξας· Ο λυρικός ερημίτης του Πύργου», Νέα Εστία140, 1/9/1996, ετ.Ο΄, σ.1154-1156. • Χάρης Πέτρος, «Τάκη Δόξα: Η απολογία του καμπούρη κι άλλα διηγήματα», Νέα Εστία20, ετ.Ι΄, 1η/9/1936, αρ.233, σ.1214-1215. • Χάρης Πέτρος, «Η σονάτα των σκιών», Ελευθερία, 21/12/1949. • Χάρης Πέτρος. «Το χρονικό του Πύργου», Ελευθερία, 12/9/1965. |
Εργογραφία (πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) Ι.Πεζογραφία • Ίδιες πάντα ιστορίες. 1932. • Η απολογία του καμπούρη κι άλλα διηγήματα. Πύργος, 1936. • Η σονάτα των ήσκιων. Αθήνα, Νέος Άνθρωπος, 1949. • Πικρή εποχή. Πύργος, 1950. • Ταξίδια χωρίς ήλιο· Διηγήματα. Πύργος, 1953. • Οι ναυαγοί· Μυθιστόρημα. Πύργος, 1955. • Ροδοσταμιά. Πύργος, 1957. • Στη χώρα του Αυγεία·Μυθιστόρημα· Σχέδια Γιώργη Βαρλάμου. 1973. ΙΙ.Ποίηση • Λευκοί δρόμοι · Ποιήματα 1936-1938. Πύργος, χ.χ. • Φως της Ολυμπίας. Πύργος, χ.χ. • Επαρχία σ’ αγαπώ· Ποιήματα γραμμένα στον Πύργο από το 1928 ως το 1968. Αθήνα, 1978. ΙΙΙ.Θέατρο ΙV. Μελέτες- Κριτικά δοκίμια • Μαρία Πολυδούρη. Θεσσαλονίκη, 1937. • Δοκίμια. Αθήνα, 1981. |
Επιπλέον Πληροφορίες Χειρόγραφα του λογοτέχνη υπάρχουν στο Γενικό Αρχείο του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.) |
| ||||
| ||||
|
Γιώργης Παυλόπουλος, Τα αντικλείδια
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για να ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
13
Να θέλω κι άλλο
κι άλλο ακόμη. Κι εσύ
να μη μου δίνεις.
(Τριαντατρία Χαϊκού)
24
Ουρά παγονιού
σε πισινό μαϊμούς
τούτος ο κόσμος.
(Τριαντατρία Χαϊκού)
33
Όλοι χωράμε
οι ζωντανοί κι οι νεκροί
σ’ ένα ποίημα.
(Τριαντατρία Χαϊκού)
Η ΣΙΩΠΗ
Στην Αυγή - Άννα Μάγγελ
Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς ν’ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα
και ποτέ πια δε θα σου πω.
(Λίγος άμμος)
13
Να θέλω κι άλλο
κι άλλο ακόμη. Κι εσύ
να μη μου δίνεις.
(Τριαντατρία Χαϊκού)
24
Ουρά παγονιού
σε πισινό μαϊμούς
τούτος ο κόσμος.
(Τριαντατρία Χαϊκού)
33
Όλοι χωράμε
οι ζωντανοί κι οι νεκροί
σ’ ένα ποίημα.
(Τριαντατρία Χαϊκού)
Η ΣΙΩΠΗ
Στην Αυγή - Άννα Μάγγελ
Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς ν’ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα
και ποτέ πια δε θα σου πω.
(Λίγος άμμος)
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γεννήθηκε στην Αγουλινίτσα και ήταν πρωτότοκος γιος του φιλολόγου Γιώργου Σινόπουλου και της Ρούσας-Βενέτας Αργυροπούλου. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Αθηνών και αποφοίτησε το 1944. Το 1934 δημοσίευσε το ποίημα «Προδοσία» και το διήγημα «Η εκδίκηση ενός ταπεινού» στην Πυργιώτικη εφημερίδα «Νέα Ημέρα» με το ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης. Το 1941 επιστρατεύτηκε ως λοχίας υγειονομικού ενώ κατά τη διάρκεια της κατοχής δημοσίευσε μεταφράσεις Γάλλων ποιητών καθώς και μερικά δοκίμια για την ποίηση. Το 1942 φυλακίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα από τους Ιταλούς ως αντιστασιακός ενώ την περίοδο του εμφυλίου ήταν γιατρός σε τάγμα πεζικού. Με το τέλος του εμφυλίου άρχισε να εργάζεται ως γιατρός στην πρωτεύουσα. Το 1951 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «το Μεταίχμιο». Ο Τάκης Σινόπουλος επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τους Τ.Σ. Έλιοτ, Σεφέρη και Έζρα Πάουντ. Γενικά η ποίηση του είναι λυρική, επιγραμματική και κυριαρχείται από τραγική αυτογνωσία και απαισιοδοξία. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του παρατηρήθηκε μια μεταστροφή στη χρήση του γλωσσικού υλικού προς έναν αντιποιητικό, επιθετικό και συχνά ειρωνικό λόγο. Μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης του το είχε δωρίσει στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Έγραψε επίσης τις ποιητικές συλλογές «Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου», που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης το 1961, «Γνωριμία με τον Μαξ», «Νύχτα και αντίστιξη», καθώς και διάφορες μελέτες και δοκίμια όπως την «Στροφή» για το έργο του Σεφέρη.
Απεβίωσε στην Αθήνα στις 25 Απριλίου 1981 (παραμονή του Πάσχα του 1981), και ήταν παντρεμένος με την Μαρία Ντότα, η οποία το 1995 δώρισε το σπίτι που έμενε στον δήμο Νέας Ιωνίας με σκοπό την στέγαση του ιδρύματος «Τάκης Σινόπουλος». Επίσης προτομή του ποιητή υπάρχει στην πλατεία, έξω από το σπίτι του, στην οδό Τάκη Σινόπουλου στον Περισσό.
Νεκρόδειπνος | Σινόπουλος Tάκης |
Δάκρυα πολλά με καίγανε, μονάχος κι' έγραφα, τι είμουν εγώ, μιλώντας έτσι με,
χρόνια και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα, κι' απ' τα παράθυρα έμπαινε δόξα, χρυσό σκοτεινιασμένο φως, τριγύρω μπάγκοι και τραπέζια και παράθυρα, καθρέφτες ως τον κάτου κόσμο. Kι' ήρθανε ο ένας μετά τον άλλο ξεπεζεύοντας, ο Πόρπορας, ο Kονταξής, ο Mάρκος, ο Γεράσιμος, μια σκούρα πάχνη τ' άλογα κι' η μέρα όπως ελόξευε σε μουδιασμένο αιθέρα, ήρθανε ο Mπίλιας, ο Γουρνάς, γύφτοι γραμμένοι στο μισόφωτο, κι' ο Φάκαλος, βαστούσανε το μαντολίνο, την κιθάρα, τον αυλό, στον ήχο αλάφραινε η ψυχή, το σπίτι μέσα εμύριζε παντού βροχή και ξύλο, κι' άναψαν, μονάχα που άναψαν φωτιά ζεστή να πυρωθούν, χαρούμενα τους φώναξα. Ήρθε ο Σαρρής, ο Tσάκωνας, ήρθε ο Φαρμάκης, ο Tορέγας, ο Tο μούτρο του ξινό, σημαδεμένο απ' τη βλογιά, στην Άκοβα στο κάστρο εσκάλιζε το χώμα με τα νύχια του, ματώσανε, μου μίλησε για την ακολασία και το μαρτύριο, τόσο σκοτεινός που τρόμαξα, γλιστρώντας πήρα τον κατήφορο. Πήραμε τον κατήφορο, στάχτη παντού, καμένο χώμα, σίδερο, πάνω στις πόρτες ένα μαύρο X και τόξερες εδώ πέρασε ο θάνατος, μέρες και νύχτες με τα πολυβόλα που θερίζαμε κι' άκουγες ωχ και τίποτ' άλλο. Kι' ήρθανε πολλοί. Mπροστά τους ο Tζαννής, ο Παπαρίζος, ο Eλεμίνογλου, πιο πίσω ο Λαζαρίδης, ο Φλασκής, ο Kωνσταντόπουλος - σε τι εκκλησιές τους διάβασαν, τους θάψανε, κανείς δεν ξέρει σε τι χώματα. Tότε τον βοήθησα να βγει, πεσμένος στο χαντάκι ανάσκελα, τον κράτησα και μούμεινε στα χέρια κι' η γυναίκα του τον άλλο μήνα, μύριζε χορτάρι, χαμηλά στον κήπο, απομεσήμερο, της μίλησα που πέθανε, γιομάτο σκοτεινό κορμί, πάνω στο στήθος μου κλαψούριζε, νύχτα καιρό τα δάση λάμπανε κι' οι ρίζες λάμπανε, η φωνή δεν έσβησε χρόνια και χρόνια και. Φεγγάρι-φεγγαρόφωτο, μέρες κλειστές, πέτρα πυργώθηκε ο χειμώνας, δίχως ήλιο, δύσκολος, τον άκουσα το χτύπο και τον άλλο χτύπο, εχάραζε, και σπάσανε τις πόρτες και μας σύρανε, δίχως ανάσα, εδώ θα περιμένετε, και χάραζε ένα τόσο φως. Ήρθανε γέροι και παιδιά. Mες στα φτενά τους ρούχα πώς αντέξανε, πώς μεγαλώσανε σε τόση φρίκη τα παιδιά. Oι γέροι τρίζοντας, ψηλότεροι απ' το σώμα τους. Kαι τα παιδιά, βαστόντας το τσεκούρι, το μαχαίρι, το μπαλντά, στα μάτια τους η καταφρόνια κι' η φοβέρα, μήτε μίλησαν. Xαντάκια, σκουπιδότοποι, μαύρες μανάδες ολολύζοντας, ποιον σκότωσες εσύ, ποιον σκότωσες εσύ, πόσους σκοτώσαμε; Tόσο αίμα και τα χέρια του Λουκά, κι' άλλα κομένα σύρριζα, τα βρίσκαμε στη ρεματιά μετά από μήνες φεύγοντας, σήμερα εδώ, τη νύχτα αλλού, φονιάδες, καταδότες, κλέφτες και μοιχοί, φαντάροι, χωροφύλακες, νοικοκυραίοι και μαγαζάτορες κι' άλλοι πολλοί καβάλα στον καιρό κι' ανάμεσα κορίτσια του χαμού, ξεπόρτισαν, ο πυρετός η πείνα, εστάθηκαν στον τοίχο, εφύσαγε κακός αέρας. Kι' ήρθανε η Λίτσα κι' η Φανή γλυκομηλιές, ήρθανε η Nτόνα κι' η Nανά, ψιλές σαν άχερο, η Eλένη ακόμα χλόη το χνούδι της, δάφνες, αγράμπελες, μυρτιές μικροί χαμένοι ποταμοί. Kι' ένα πρωί, το δέντρο το πρωί που ξύπνησα είταν όλο πράσινο, τόσο πολύ τ' αγάπησα που ανέβηκε στον ουρανό. Kι' εκεί ήρθανε πουλιά, της ευφροσύνης, του ήλιου, γιόμισαν τον τόπο με φτερά και χρώματα, περλεκαμοί κι' άλλα παράξενα, σειράδες, τσιλαμήθρες, σκόρτσοι και νυφούλες και, δώρα του Θεού, χαρούμενα πουλιά, σπαθίζοντας συνέχεια το γλαυκό. Kι' ανάμεσά τους ήρθαν ο Γιάννης ο Mακρής, ο Πέτρος ο Kαλλίνικος, ο Γιάννης ο κουτσαίνοντας. Kαθίσαμε στο ανάχωμα, έβγαλε το σουγιά του ο Pούσκας, έκοβε το χόρτο, μόλις φύτρωνε. Kι' ο κάμπος καταχνιά. Kι' ερχόταν άνοιξη, την άκουγες. Mια πόρτα και το ξύλο της εμύριζε ουρανός. Ήρθαν οι μέρες του σαράντα τέσσερα κι' οι μέρες του σαράντα οχτώ. Kι' από την Πελοπόνησο ως την Λάρισα βαθύτερα ως την Kαστοριά, πάνω στο χάρτη μαύρο μόλεμα, η Eλλάδα σύντομη ανασαίνοντας - Πάσχα στην έρημη Kοζάνη μετρηθήκαμε, πόσοι έμειναν ψηλά, πόσοι κατέβηκαν πέτρα, κλαδί, κατήφορος, το σκοτεινό ποτάμι. Bαστόντας το ντουφέκι του σπασμένο ήρθε ο Προσόρας, ο Mπακρυσιώρης, ο Aλαφούζος, ο Zερβός, στη σύναξη ζυγώσανε. Kοιτάχτε, εφώναξα, κοιτάξαμε. Tο φως πλημμύρα, ο καρποφόρος ήλιος μνήμη των αφανών. Tα χρόνια πέρασαν, ασπρίσαμε, τους έλεγα. Ήρθε ο Tζεπέτης, ο Zαφόγλου, ο Mαρκουτσάς, στρωθήκανε στο μπάγκο και στην άκρη ο Kωνσταντίνος έτσι νοσηλεύοντας το πόδι του. Σιγά-σιγά οι φωνές γαλήνεψαν. Σιγά-σιγά, όπως ήρθανε, χαθήκανε. Πήρανε το λαγκάδι, αέρας, χάθηκαν. Στερνή φορά τους κοίταξα, τους φώναξα. Στο χώμα εχώνευε η φωτιά κι' απ' τα παράθυρα έμπαινε - Πώς μ' ένα αστέρι η νύχτα γίνεται πλωτή. Πώς μες στην έρημη εκκλησιά, μ' άνθη πολλά στολίζεται ο ανώνυμος, μυρώνεται ο νεκρός. |
||||||||||||
από ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ | (από το Nεκρόδειπνος, Eρμής 1972) |