Οι Ολυμπιακοί Αγώνες πρωτάρχισαν το 776 π.Χ. στην Ολυμπία της Ήλιδας, με
τη συμμετοχή αθλητών απ’ όλο τον Ελληνικό Κόσμο της αρχαιότητας. Κατά
τη διάρκεια των Αγώνων κηρυσσόταν εκεχειρία και οι πολεμικές
επιχειρήσεις διακόπτονταν.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες πέρασαν από διάφορες φάσεις ακμής και παρακμής, έως
ότου καταργήθηκαν από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοδόσιο τον Μέγα
το 393 μ.Χ. ως ειδωλολατρικοί.
1503 χρόνια αργότερα αναβίωσαν, χάρις στις ενέργειες δύο ανθρώπων, του
Γάλλου βαρώνου Πιέρ Ντε Κουμπερτέν (1836-1937) και του Έλληνα λόγιου και
επιχειρηματία Δημητρίου Βικέλα (1835-1908)..... Αγώνες «χρηματίται» και
όχι «στεφανίται»: Ο κότινος της Ολυμπίας αποτελούσε μια τυπική
βράβευση. Στην πραγματικότητα, οι ολυμπιονίκες απολάμβαναν άφθονες
χρηματικές παροχές, ανάδειξη σε αξιώματα και ισόβια συντήρηση από την
πολιτεία.
Οι διακηρύξεις περί αθλητικών αγώνων χωρίς χρηματικές επιδιώξεις ή άλλα
υλικά ωφέλη αποτελούσαν κραυγαλέα απάτη. Στη βάση του αγάλματος του Δία
στην Ολυμπία υπήρχε επιγραφή-μήνυμα και συμβουλή («Ο Ζευς εθέλει τον
Ολυμπιάσιν αγώνα αρετής είναι ου χρήμασιν») για τον αξιοπρεπή, τον
ευγενή και ενάρετο συναγωνισμό, χωρίς όμως καμιά απολύτως ανταπόκριση. Ο
Σόλων, ο νομοθέτης της Αθήνα, καθόρισε την αμοιβή των ολυμπιονικών σε
500 δραχμές, που σήμαινε τη δυνατότητα αγοράς 500 προβάτων ή 100 βοδιών.
Πολλοί ολυμπιονίκες κατέφευγαν σε άλλες πόλεις και αναλάμβαναν την
εκπρόσωπησή τους σε πανελλήνιους αγώνες με σκοπό να εισπράξουν μεγάλες
ποσότητες ασημιού.
Στην 100η Ολυμπιάδα η Έφεσος της Μ. Ασίας εδωροδόκησε τον καταγόμενο από
την Κρήτη ολυμπιονίκη Σωτάδη για να αγωνιστεί ως Εφέσιος στην επόμενη
Ολυμπιάδα. Ο Αθηναίος Κάλιππος εξαγόρασε κατά την 112η Ολυμπιάδα τους
ανταγωνιστές του και ανακηρύχτηκε ολυμπιονίκης. Ο Σωκράτης στην
¨Απολογία» του αξιώνει τη σίτισή του στο πρυτανείο λέγοντας: «…εκείνος
(ο ολυμπιονίκης) σας κάνει μόνον ευδαίμονες, ενώ εγώ να είστε ευτυχείς,
εκείνος δεν έχει καθόλου ανάγκη διατροφής, ενώ εγώ έχω».
Στο δεύτερο ήμισυ του 5ου αι. π.χ. εμφανίζεται ο επαγγελματικός
αθλητισμός και κατά την ελληνιστική εποχή πλέον οι αθλητικοί αγώνες
επαγγελματοποιούνται πλήρως. Και όπως γράφει ο φιλόσοφος Ξενοφάνης από
τον 6ο αι. π.χ. οι αχρειότητες που συνόδευαν τις νίκες στην
Ολυμπία-ισόβια διατροφή, πλούσιες παροχές και άλλα πλούσια δώρα που
νέμονταν οι επαγγελματίες αθλητές-οδήγησαν στον ευτελισμό των αγώνων.
Η Ολυμπιακή εκεχειρία: Η εκεχειρία που εκηρύσσετο κατά τη διάρκεια
τέλεσης των Ο.Α. στην αρχαιότητα συμπεριελάμβανε τις μέρες τέλεσης των
αγώνων καθώς και το χρόνο που απαιτούνταν για την άφιξη και την
αναχώρηση των αθλητών και των θεατών.
«Η καθολική αποχή από εχθροπραξίες αποτελούσε τον υψηλό και ευσεβή πόθο,
που όμως ουσιαστικά ποτέ δεν κατακτήθηκε με τρόπο σταθερό («Ολυμπιακά»,
εφ. «Ελευθεροτυπία», «Ιστορικά», τομ. 2ος).
Ο Στίβεν Μίλερ, καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της
Καλιφόρνιας (Μπέρκλεϊ), που διευθύνει τις ανασκαφές στη Νεμέα,
χαρακτηρίζει μύθο την ιδέα πως οι αρχαίοι Αγώνες ήταν μια γιορτή ειρήνης
(εφ. «ΤΑ ΝΕΑ», στη στήλη του Ρ. Βρανά).
Οι Ολυμπιακοί αγώνες αποτελούσαν πάντα και αιτία πολικοστρατιωτικών
συγκρούσεων. Στον 7ο αι. π.χ. οι πόλεις Ήλις και Πίσα διεκδικούσαν δια
των όπλων τον έλεγχο του ολυμπιακού χώρου καθώς αυτή η κυριαρχία
εξασφάλιζε γόητρο, πολιτική επιρροή και κυρίως πλούσια οικονομικά ωφέλη.
Όπως ιστορεί ο Στράβων οι πόλεις της Πελοποννήσου πολεμούσαν διαρκώς
μεταξύ τους. Το 420π.χ. οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν στην Ήλιδα κατά τη
διάρκεια της εκεχειρίας με 1.000 στρατιώτες, με σκοπό να αποκτήσουν τον
έλεγχο του ολυμπιακού χώρου αλλά δεν τα κατάφεραν.
Τα κατάφεραν όμως το 404 π.χ. σε νέα εισβολή που επιχείρησαν. Στον 5ο
και 4ο αι. π.χ. συνέβησαν κι άλλα γεγονότα που ποδοπατούσαν την ειρήνη
και καθιστούσαν την «εκεχειρία» χωρίς κανένα αντίκρυσμα. Όσοι σήμερα την
επικαλούνται έχουν χρέος να αναδιφήσουν τα αρχαία κείμενα που
αποκαλύπτουν την απάτη και τη διαπλοκή πολιτικών, οικονομικών και
στρατιωτικών συμφερόντων και φιλοδοξιών.
Βαναυσότητα και βαρβαρότητα
Οι θεατές στους αθλητικούς αγώνες της αρχαιότητας απολάμβαναν τα
βάρβαρα, συχνά και θανατηφόρα, αγωνίσματα παραληρώντας από ενθουσιασμό
μετά τον κατασπαραγμό του αντιπάλου. Ο ιατροφιλόσοφος Γαληνός στηλιτεύει
την εγκληματική συμπεριφορά στις παλαίστρες, τους αθλητές που
στραγγαλίζουν, σακατεύουν, παραμορφώνουν και τυφλώνουν. Πολλοί αθλητές
δεν έβρισκαν τον αντίπαλό τους στην παλαίστρα από τον τρόμο που
προκαλούσαν.
Οι επαγγελματίες του αθλητισμού, γράφει ο Γαληνός, είχαν αποκτηνωθεί,
φρόντιζαν να αυξήσουν τις μυικές τους δυνάμεις καταβροχθίζοντας μεγάλες
ποσότητες κρεάτων κι άλλων τροφών. Ο παλαιστής Μίλων ο Κροτωνιάτης
μπαίνοντας στο στάδιο το 510 π.χ. είδε τον αντίπαλό του να τρέπεται σε
φυγή επειδή το ογκώδες, τεράστιο σώμα του τον τρομοκράτησε. Ο Λεοντίσκος
από τη Μεσσήνη της Σικελίας, δυο φορές ολυμπιονίκης, τσάκιζε τα δάχτυλα
των αντιπάλων του για να νικήσει. Ο Λιβάνιος καταδικάζει την πάλη και
το παγκράτιον που προκαλούσαν συχνά συντριβή οστών και εξόρυξη οφθαλμών.
Η πυγμαχία επίσης ήταν ένα τρομακτικά αιματηρό αγώνισμα. Στο
«λάκτισμα», την πιο καταστροφική βαναυσότητα του παγκρατίου, ο αθλητής
με το γόνατο χτυπούσε και συνέθλιβε τα γεννητικά όργανα του αντιπάλου.
Τα βάρβαρα αυτά αθλήματα (η πυγμαχία, η πάλη και το παγκράτιον)
καταλάμβαναν το ήμισυ σχεδόν των αθλητικών αναμετρήσεων.
Στους Ολυμπιακούς αγώνες απαγορευόταν το δάγκωμα και η εξόρυξη οφθαλμών,
αλλά και τα δύο ήταν σύνηθες φαινόμενο. Στο αγώνισμα των αρματοδρομιών
συνηθίζονταν βίαιες ενέργειες για προσπεράσματα, ανατροπές αντιπάλων και
αιματοκυλίσματα. Στην «Ηλέκτρα» ο Σοφοκλής γράφει: « Όλοι οι
αρματοδρόμοι τσακίζονταν κι έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο κι ολόκληρος ο
στίβος γέμιζε ιππικά ναυάγια. Δεν έλειπαν βέβαια και τα ένοπλα
αγωνίσματα: ξιφομαχίες και μονομαχίες, κυρίως στην περίοδο της
ρωμαιοκρατίας.
Τι είπαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι για τους αθλητικούς αγώνες
Από τον 6ο αι. π.χ. οι φιλόσοφοι καταδίκαζαν με δριμύτητα τις
πλουσιοπάροχες αμοιβές και τα αξιώματα που παρέχονταν στους
ολυμπιονίκες, την αποκλειστική ενασχόληση με τον αθλητισμό και την
υποβάθμιση της πνευματικής και ηθικής άσκησης. Κατά τον Πλάτωνα, η
αποκλειστική ενασχόληση με τον αθλητισμό καθιστά το άτομο βίαιο και
απάνθρωπο: η αγαθή ψυχή και το πνεύμα καθιστά κάλλιστο το σώμα και όχι
το αντίθετο, τονίζει δε πως επιβάλλεται παράλληλη άσκηση του πνεύματος
και του σώματος.
Ο Αριστοτέλης λέει πως ο συναγωνισμός πρέπει να αφορά και την παιδεία
και όχι αποκλειστικά τον αθλητισμό. Ο Ισοκράτης εκφράζει την αγανάκτησή
του για την καθιέρωση θρησκευτικών εορτών και αθλητικών αγώνων με
βράβευση μόνον των σωματικών επιδόσεων (στην Αθήνα, πρέπει να
σημειώσουμε, ότι εκτός από τα αθλητικά Παναθήναια υπήρχαν και πολλές
πολιτιστικές εκδηλώσεις, πνευματικές και καλλιτεχνικές, με τη μορφή των
διαγωνισμών). Ο Ευριπίδης γράφει πως η διανόηση είναι πιο ισχυρή από τα
δυνατά χέρια και αναγκάζεται, βλέποντας τη διαφθορά και τη βαναυσότητα
των αθλητών στους αθλητικούς αγώνες, να πει: «Από όλα τα κακά που
κουβαλάει μαζί της η Ελλάδα, τίποτα δεν είναι τόσο κακό όσο η ράτσα των
αθλητών».
Οι Στωικοί φιλόσοφοι δίδασκαν ότι πρωταρχικό χρέος των πολιτών είναι η
πνευματική ανάπτυξη και η ηθική τελειοποίηση στιγματίζοντας τον
επαγγελματικό αθλητισμό της βίας. Ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης, ο
«αναρχικός» της αρχαιότητας, στιγματίζει τους επαγγελματίες αθλητές
χαρακτηρίζοντάς τους πανάθλιους εξαιτίας των βαναυσοτήτων τους για την
κατάκτηση της νίκης. Ο Πλούταρχος εξαίρει την κυριαρχία του πνεύματος
πάνω στο σώμα, ο δε Γαληνός τονίζει ότι η πιο σημαντική άσκηση είναι
αυτή που όχι μόνο εκγυμνάζει το σώμα, αλλά τέρπει και το πνεύμα.....
Πηγή Λόγιος Ερμής 1.8.2012