Powered By Blogger

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Συνάντηση Ομάδας Συντονισμού Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Ηλείας,

Συνάντηση Ομάδας Συντονισμού Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Ηλείας,για προγραμματισμό προσεχών δράσεων

23.9.2015





Συνέχεια ...το Σάββατο 26.9.2015





Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

Έφυγε η Μαρία Χορς, η εμβληματική μορφή στις Τελετές Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας./ Ολυμπιακή Φλόγα

ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ 94 ΕΤΩΝ

Πέθανε η χορογράφος των Τελετών Αφής Μαρία Χορς


Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 94 ετών η Μαρία Χορς, η εμβληματική μορφή στις Τελετές Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας.

Πέθανε η χορογράφος των Τελετών Αφής Μαρία Χορς
H Eλληνική Ολυμπιακή Επιτροπή και ο πρόεδρός της Σπύρος Καπράλος με ανακοίνωση εξέφρασαν τη βαθιά τους θλίψη για το θάνατο της Μαρίας Χορς, η οποία έχει συνδέσει το όνομα της με την Ολυμπιακή Φλόγα για σχεδόν 70 χρόνια.
Για πρώτη φορά μετείχε στην ομάδα της Κούλας Πράτσικα το 1936, ως μία από της Ιέρειες της Τελετής Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας. Από το 1964 ανέλαβε τη χορογραφία της Τελετής Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας, θέση που διατήρησε ως το 2006, δίνοντας πάντα τον καλύτερο της εαυτό σε αυτή την τόσο σημαντική τελετή για τον Ολυμπισμό και την Ελλάδα.
Η Μαρία Χορς γεννήθηκε στον Πειραιά το 1921. Σπούδασε και πήρε δίπλωμα του επαγγελματικού τμήματος της σχολής Κούλας Πράτσικα.
Παρακολούθησε μαθήματα χορού στο εξωτερικό με κορυφαίους του είδους, όπως Κροϊτσβέργκι, Κλάντεκ, Βίγκμαν, Σόκολωβ, και άλλους. Παράλληλα σπούδαζε αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οργάνωσε το τμήμα Ρυθμικής και Χορευτικής Γυμναστικής στο Λύκειο Ελληνίδων όπου και δίδαξε επί σειρά ετών.
Πέθανε η χορογράφος των Τελετών Αφής Μαρία Χορς
Υπήρξε επί πολλά χρόνια μέλος της χορευτικής ομάδας Πράτσικα όπου χόρεψε και ως σολίστ σε παραστάσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διδάσκει εκφραστική κίνηση, χορό και αυτοσχεδιασμό στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, καθώς και επί δέκα χρόνια στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών.
Ως χορογράφος παρουσίασε διάφορες καθαρώς χορευτικές εργασίες σε παραστάσεις όπου χόρευε και η ίδια. Στο Εθνικό Θέατρο εργάσθηκε ως μόνιμος χορογράφος 30 περίπου χρόνια. Χορογράφησε πάρα πολλές παραστάσεις σε κάθε είδους θέατρο, καθώς και 30 περίπου τραγωδίες, Αισχύλο – Σοφοκλή – Ευρυπίδη, τραγωδίες που παρουσιάστηκαν σε πολλά αρχαία θέατρα όπως Επίδαυρο – Δωδώνη – Φιλίππους, καθώς και σε περιοδείες στο εξωτερικό και το Εθνικό Θέατρο.
Χορογράφησε στο Φεστιβάλ της Vicenza της Ιταλίας, στο περίφημο θέατρο Ολύμπικο, τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή και τη «Μήδεια» του Ευριπίδη, με σκηνοθέτη τον Αλέξη Μινωτή και σκηνογράφο τον Τσαρούχη.
Στην Επίδαυρο, πάντα με τους ίδιους συντελεστές, χορογράφησε τη «Μήδεια» του Κερουμπίνη. Η ίδια όπερα ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου όπου έκανε τη χορογραφία με σκηνοθέτη τον Μινωτή, σκηνογράφο τον Τσαρούχη και πρωταγωνίστρια τη Μαρία Κάλλας.
από ΕΘΝΟΣ.GR
Ολυμπιακή Φλόγα

Η Ολυμπιακή Φλόγα είναι ένα σύμβολο των Ολυμπιακών Αγώνων. Είναι αναπαράσταση της κλοπής της φωτιάς του Δία από τον Προμηθέα, και οι ρίζες της βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα, όπου μια φωτιά κρατούνταν άσβεστη κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Η Φλόγα επανήλθε κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1928, ενώ η λαμπαδηδρομία εισήχθη κατά τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936.


Αφή της Φλόγας

Η Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας γίνεται το Μάρτιο κάθε ολυμπιακής χρονιάς στο χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας. Για πρώτη φορά έγινε το 1936 για την Ολυμπιάδα του Βερολίνου με τη βοήθεια κοίλου κατόπτρου, το οποίο ανήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είχε κατασκευαστεί στη Γερμανία. Επιστημονικός υπεύθυνος αυτής της πρώτης αφής ήταν ο καθηγητής φυσικής Σαλτερής Περιστεράκης.

Σύμφωνα με το τελετουργικό που έχει καθιερωθεί την αφή κάνει η πρωθιέρεια στο χώρο του ναού της Ήρας (Ηραίου), που βρίσκεται απέναντι από το ναό του Δία, στο αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας. Εκεί η πρωθιερεια ζητά τη βοήθεια του θεού του ήλιου Απόλλωνα ώστε να ανάψει η δάδα απαγγέλοντας την επίκληση στον Απόλλωνα.


Μετά την αφή η πρωθιέρεια παραδίδει ανάβει με τη φλόγα τη δάδα του πρώτου λαμπαδηδρόμου, ενώ παράλληλα φυλάει άσβηστη τη φλόγα σε όλη τη διάρκεια της ολυμπιακής τετραετίας σε ειδικό χώρο. Ακολουθεί λαμπαδηδρομία σε πολλές πόλεις της Ελλάδας πριν τελικά παραδοθεί στους εκπροσώπους της διοργανώτριας χώρας.

Η λαμπαδηδρομία συνεχίζεται και η φλόγα φτάνει στο στάδιο τη βραδιά της τελετής έναρξης των αγώνων.

Πρωθιέρειες

Οι ιέρειες κατά την εκτέλεση της χορογραφίας της Μαρίας Χορς κατά την τελετή αφής της Ολυμπιακής Φλόγας το 2004

Στο τελετουργικό της αφής συμμετέχουν η πρωθιέρεια και οι ιέρειες, οι οποίες πραγματοποιούν μια λιτή χορογραφία κατά τη διάρκεια της τελετής. Υπεύθυνη της χορογραφίας ήταν η Μαρία Χορς από το 1964 ως το 2004. Το 2008 τη διαδέχτηκε η Άρτεμις Ιγνατίου.

Για πρώτη φορά έγινε το 1936, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου με τη βοήθεια κοίλου κατόπτρου. Σύμφωνα με το τελετουργικό, την Αφή την κάνει η Πρωθιέρεια στο χώρο του ναού της Ήρας (Ηραίον), που βρίσκεται απέναντι από το ναό του Δία, στο αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας. Εκεί η πρωθιέρεια ζητά τη βοήθεια του θεού του ήλιου Απόλλωνα ώστε να ανάψει η δάδα απαγγέλοντας την επίκληση.

Πρωθιέρειες από το 1936 μέχρι σήμερα διετέλεσαν οι εξής:

Κούλα Πράτσικα: 1936.
Μαρία Αγγελακοπούλου: 1948.
Ξανθίππη Πηχεών-Θεολογίτη: 1952.
Αλέκα Κατσέλη: 1956, 1960, 1964.
Μαρία Μοσχολιού: 1968, 1972, 1976, 1980.
Κατερίνα Διδασκάλου: 1984, 1988.
Μαρία Παμπούκη: 1992, 1998.
Θάλεια Προκοπίου: 2000, 2004.
Μαρία Ναυπλιώτου: 2008.

Πρώτοι Λαμπαδηδρόμοι

Ιδιαίτερα τιμητική είναι η επιλογή του πρώτου και του τελευταίου λαμπαδηδρόμου. Από το 1936 μέχρι το 1956 οι πρώτοι λαμπαδηδρόμοι δεν ήταν αθλητές. Στη συνέχεια καθιερώθηκε να είναι αθλητής εκτός από το 1972 και το 1980.

Το 1984 δεν έγινε λαμπαδηδρομία επί ελληνικού εδάφους, ως διαμαρτυρία για την εμπορευματοποίησή της από τους διοργανωτές της ολυμπιάδας του Λος Άντζελες.

Ως το 2004 οι πρώτοι λαμπαδηδρόμοι ήταν αθλητές στίβου. Μόλις το 2008 επιλέχτηκε από άλλο άθλημα (τάε κβον ντο). Ως τώρα δεν υπήρξε γυναίκα πρώτη λαμπαδηδρόμος.

1936: Κωνσταντίνος Κονδύλης (διπλωμάτης)
1948: Κωνσταντίνος Δημητρέλλης (στρατιώτης)
1952: Χρήστος Παναγόπουλος (ιδιώτης)
1956: Διονύσιος Παπαθανασόπουλος (ιδιώτης)
1960: Τάκης Επιτρόπουλος (αθλητής δεκάθλου)
1964: Γιώργος Μαρσέλλος (αθλητής 110 εμπ. και ύψους)
1968: Χάρης Αϊβαλιώτης (αθλητής 100 μ.)
1972: Γιάννης Κιρκιλέσης (ιδιώτης)
1976: Τάσος Ψυλλίδης (αθλητής 110 εμπ.)
1980: Θανάσης Κοσμόπουλος (ιδιώτης)
1984: ---
1988: Θανάσης Καλογιάννης (αθλητής 400 εμπ.)
1992: Σάββας Σαριτζόγλου (αθλητής σφυροβολίας)
1996: Κώστας Κουκοδήμος (αθλητής μήκους)
2000: Λάμπρος Παπακώστας (αθλητής ύψους)
2004: Κώστας Γκατσιούδης (αθλητής ακοντισμού)
2008: Αλέξανδρος Νικολαΐδης (αθλητής τάε κβο ντο)
 



 

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

93 Χρόνια ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

93 Χρόνια ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ



«Χαμένη γη και προσφυγιά, τα πόδια εδώ αλλού η καρδιά,
κομμάτια μου ψάχνω να βρω, να κάνω ρίζα να ξανασταθώ
και να φωνάξω με φωνή που να ματώσουν οι ουρανοί,
όλοι μας σφάζαν και μας πνίγανε μαζί,
Εγγλέζοι, Γάλλοι κι Αμερικανοί...»
(Ι. Καμπανέλλης, «Το Μεγάλο μας Τσίρκο»)


image
Γράφει η Χριστιάννα Λούπα
«Ένα από τα δυνατότερα αισθήματα που πήρα μαζί μου όταν έφυγα από τη Σμύρνη, ήταν το συναίσθημα της ντροπής, γιατί ανήκα στο ανθρώπινο γένος».
George Horton, Γενικός Πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη

Και ποιο ανθρώπινο ον θα μπορούσε αλήθεια να μείνει ασυγκίνητο, βλέποντας την πανέμορφη πρωτεύουσα της Ιωνίας να μετατρέπεται σ’ ένα σωρό καπνίζοντα ερείπια, τους κατοίκους της να τρέχουν απελπισμένοι να σωθούν, δρασκελίζοντας ακρωτηριασμένα και κακοποιημένα πτώματα, τις μανάδες να ουρλιάζουν αλλόφρονες σφίγγοντας τα μωρά στην αγκαλιά, τα παιδιά να κλαίνε απελπισμένα και χαμένα μέσα στην κοσμοχαλασιά και τους Τούρκους να σφάζουν, να βιάζουν, να λεηλατούν, με πρωτοφανή αγριότητα και σαδισμό;
Φωτο: Πριν την καταστροφή...
Ελπίδα διαφυγής δεν υπήρχε από εκείνη τη δαντική κόλαση: από τη μία οι φλόγες που τύλιγαν τα πάντα κι από την άλλη η θάλασσα. Στην ύστατη προσπάθειά τους, οι άμοιροι έπεφταν στο νερό, αλλά κι εκεί ακόμα τους πυροβολούσαν. Κι όσοι τελικά κατάφερναν να  φτάσουν μέχρι τα συμμαχικά καράβια δεν είχαν καλύτερη τύχη. Ζεματιστά νερά έριχναν οι Γάλλοι για να τους εμποδίσουν να ανεβούν, ακόμα και τα χέρια τους έκοβαν. Κι ελληνικό καράβι δεν υπήρχε ούτε ένα στη Σμύρνη! Γιατί;
Πέντε ολόκληρες μέρες καιγόταν η Σμύρνη, τον καταραμένο εκείνο Σεπτέμβριο του 1922 – ενενήντα δύο χρόνια πριν. Στάχτες αιωρούνταν στον αέρα, η θάλασσα ήταν σπαρμένη με πτώματα, οι δρόμοι που άλλοτε έσφυζαν από ζωή έμοιαζαν τώρα με τεράστια φέρετρα, όπου δεξιά κι αριστερά έχασκαν καπνίζοντας οι σκελετοί από τα κοσμοπολίτικα μαγαζιά της περικλεούς μεγαλούπολης, που τίποτα δεν είχε να ζηλέψει από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ένα μακάβριο πορτοκαλορόδινο φως απλωνόταν πάνω από την κουρσεμένη πόλη, που αργοπέθαινε μέσα στην αγκαλιά της νύχτας, την ίδια ώρα που η πληγωμένη Ελλάδα, ταλανιζόταν από τις έριδες και το Διχασμό.
Πράγματι, τα πάθη κοχλάζουν, οι δύο ισχυροί άντρες της εποχής, ο Κωνσταντίνος κι ο Βενιζέλος, αδυνατούν να συνεννοηθούν, οι κυβερνήσεις ανεβοκατεβαίνουν, το στράτευμα βράζει, προλειαίνοντας το έδαφος για την επανάσταση και την εκτέλεση των έξι. Η Ελλάδα, ακολουθώντας τη βαριά και προαιώνια κατάρα που την κατατρύχει, είναι ως συνήθως διχασμένη σε δύο στρατόπεδα: βενιζελικούς και κωνσταντινικούς. Η επάνοδος του Κωνσταντίνου στο θρόνο, θα έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή των πολεμικών δανείων από τους Συμμάχους, που σταδιακά μας εγκαταλείπουν στρεφόμενοι προς τον Κεμάλ, ενώ ο Διχασμός, ακόμα και στο στράτευμα, προκαλεί ακατάσχετη εσωτερική αιμορραγία.
Στο μεταξύ ο ελληνικός στρατός προελαύνει μέσα στην Τουρκία για να καταλάβει τα εδάφη που όρισε η Συνθήκη των Σεβρών, την οποία όμως ο Κεμάλ δεν αναγνωρίζει. Ένας αμείλικτος πόλεμος ξεκινά.
Και την ώρα που η μικρή μας χώρα τρώει τις σάρκες της, ο Κεμάλ τρίβει τα χέρια του και παίρνει ολοένα και περισσότερους συμμάχους με το μέρος του. Μοιάζουμε εξαντλημένοι από τον μακροχρόνιο πόλεμο και εγκαταλελειμμένοι απ’ όλους μέσα σε μια χώρα άγνωστη, ενώ τα εφόδια ολοένα και λιγοστεύουν και το όνειρο της «Μεγάλης Ελλάδας» γκρεμίζεται συθέμελα, καθώς στις 26 Αυγούστου 1922 οι τουρκικές δυνάμεις θα σπάσουν το ελληνικό μέτωπο στο Αφιόν Καραχισάρ και θα ξεκινήσει η οπισθοχώρηση του στρατού μας. Η κάθοδος στον Άδη έχει αρχίσει.
Το ολοκαύτωμα που θα ακολουθήσει είναι αδύνατο να περιγραφεί με λέξεις. Κι αναρωτιέται κανείς: από τις 26 Αυγούστου που έσπασε το μέτωπο,  ως τις 8 Σεπτεμβρίου που οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη, γιατί δεν έγιναν ενέργειες να εκκενωθεί η πόλη; Γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν έστειλε καράβια να παραλάβει τον πληθυσμό, παρά τον εγκατέλειψε στην τύχη του; Ποιος ο ρόλος του Ύπατου Αρμοστή της Σμύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη; Δεκάδες χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας, που δεν πρόλαβαν να διαφύγουν, έχασαν τη ζωή τους. 300.000 αθώες ψυχές σφαγιάστηκαν με το χειρότερο τρόπο μέσα στη Σμύρνη. Περίπου 1.500.000 πρόσφυγες κατέφθασαν συνολικά στη μητέρα Ελλάδα, που επιφορτίζεται με τη στέγαση, διατροφή και απασχόληση τους, παρ’ ότι η οικονομία της είναι ήδη αναιμική και επισφαλής.
Οι πρόσφυγες όμως αυτοί, που ανέστιοι και ξεριζωμένοι προσπαθούν να ξαναρχίσουν από το μηδέν τη ζωή τους, αποδυόμενοι σ’ έναν τιτάνιο αγώνα επιβίωσης - συχνά μάλιστα συνοδευόμενοι κι από κοινωνική απαξίωση και περιφρόνηση - με το δημιουργικό και προοδευτικό μυαλό και την εργατικότητά τους, θα καταφέρουν να προκόψουν σε οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας κι αν ριζώσουν, δίνοντας μια νέα ώθηση στην ελληνική οικονομία και ανατρέποντας τα δεδομένα.
Όμως, πόσοι από μας γνωρίζουν στ’ αλήθεια τις αιτίες της μικρασιατικής καταστροφής; Τι απ’ όλα αυτά διδασκόμαστε στα σχολεία και τι πιθανότητες έχουμε να αποφύγουμε τα ίδια λάθη, όταν δεν γνωρίζουμε το παρελθόν μας; Γιατί λαός που δεν γνωρίζει την Ιστορία του κινδυνεύει να χάσει την εθνική του ταυτότητα. Και τα λάθη μας τα πληρώσαμε πολύ ακριβά!
Κι όσο για την Τουρκία… είναι κάποτε καιρός να αναλάβει την ευθύνη για τις σκοτεινές σελίδες της Ιστορίας της. Και δυστυχώς τέτοιες υπάρχουν πάρα πολλές, όχι μόνο εις βάρος της Ελλάδας αλλά και άλλων λαών. Η γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας δεν είναι η μόνη. Μήπως κάποτε πρέπει να μπουν τα πράγματα στη θέση τους και να αποκατασταθούν οι μνήμες; Γιατί τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραγράφονται, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Κι αν θέλουμε κάποτε επιτέλους να θεμελιώσουμε φιλία με τη γειτονική χώρα, απαραίτητη προϋπόθεση εκ μέρους της είναι να αποποιηθεί το επάρατο παρελθόν της. Διαφορετικά, η καλή γειτονία δεν θα μοιάζει παρά με τεράστιο γίγαντα με πήλινα πόδια.
Επ' ευκαιρία της θλιβερής επετείου ωστόσο, ας μου επιτραπεί, φίλοι μου, να παραθέσω, αντί μνημοσύνου, ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου "Μετά την Καταστροφή, Σμύρνη-Κατοχή", Εκδόσεις Ιωλκός 2003, που δεν αποτελεί παρά μία θλιβερή, αυθεντική μαρτυρία:
"Ο πατέρας μου αγαπούσε μεν τα άλογα, ιππασία, όμως δεν ήξερε. Καβάλησε ωστόσο, ένα ήμερο, όμορφο, μαύρο άλογο και τράβηξε μέχρι την Αγία Άννα, ένα μέρος γεμάτο περβόλια. Προτού, όμως, φτάσει εκεί, σταμάτησε στη γειτονιά μας, τον Άγιο Τρύφωνα, για να δει τι κατάσταση επικρατούσε εκεί. Και καλύτερα να μην είχε πάει, να μην είχε δει. Έδεσε το άλογο έξω από την εκκλησία και μπήκε μέσα. Μέσα στον παγερό ναό βασίλευε νεκρική σιγή. Λιγοστό χρωματιστό φως από τα βιτρό παράθυρα έπεφτε πάνω στις τοιχογραφίες του θόλου.
Στ' αυτιά του αντήχησε σαν ηχώ η κυριακάτικη λειτουργία. Στα μάτια του πρόβαλε θολά η ενορία που ερχόταν να εκκλησιαστεί τα πρωινά της Κυριακής, τα πεντακάθαρα κολλαρισμένα ρούχα των παιδιών, τα γαλήνια βλέμματα...
Η "Πλατυτέρα των ουρανών" έκλαιγε με λυγμούς. Πονούσε. Τόσο ψηλά δεν έφταναν για να καταστρέψουν. Κάτι μύριζε άσχημα. Πολλά παράθυρα σπασμένα από σφαίρες. Τα μανουάλια αναποδογυρισμένα. Κάτι πάτησε, γλίστρησε κι έπεσε: Ακαθαρσίες αλόγων. Το παγκάρι σπασμένο σε χίλια κομμάτια. Τα στασίδια αναποδογυρισμένα, κατεστραμμένα. Οι τοιχογραφίες πασαλειμμένες με κόπρανα. Σπιρτάδα ούρων διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Οι εικόνες; Πού ήταν οι εικόνες; Προχώρησε προς το Ιερό. Η Ωραία Πύλη ήταν ανοιχτή. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό. Η οσμή εμετική. Ένας διάκος σκοτωμένος κείτονταν αιμόφυρτος πάνω στην Αγία Τράπεζα, ανάμεσα σε ακαθαρσίες. Το αίμα σκούρο καφέ, σαπισμένο από μέρες. Το πρόσωπο εντελώς παραμορφωμένο, μελιτζανί. Τα μάτια ορθάνοιχτα, μη μπορώντας ωστόσο να δουν το λεφούσι από μύγες που ήταν κολλημένο πάνω στα αίματα και τα σκουλήκια που κατάτρωγαν αργά, αλλά σταθερά τα τουμπανιασμένα, άκαμπτα μέλη. Ο άνθρωπος αυτός δεν σφαγιάστηκε απλώς, αλλά πρέπει να μαρτύρησε με το χειρότερο τρόπο, όπως τόσοι άλλοι κληρικοί, που αποτελούσαν για τους υπανάπτυκτους Αγαρηνούς κόκκινο πανί.
_ Ήθελα να του κλείσω τα μάτια, μας διηγήθηκε αργότερα, δεν βρήκα όμως το κουράγιο να το κάνω.
Ζαλισμένος από το βουιτό των εντόμων, αηδιασμένος από τη μυρωδιά του σάπιου νεκρού σώματος μέσα στην κάψα του Σεπτέμβρη, βγήκε τρέχοντας από την πλαϊνή πόρτα, όπου έπεσε πάνω σ' ένα μπαούλο γεμάτο εικόνες. Τις είχαν μαζέψει οι Τούρκοι, προφανώς για να τις πάρουν αργότερα, μια και ήταν καμωμένες από ασήμι και χρυσάφι. Άνοιξε βιαστικά το μπαούλο κι αναζήτησε τη μικρή εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου - από τον οποίο είχε πάρει και τ' όνομά του - και της Αγίας Ελένης, που κάποτε ήταν τοποθετημένη σ΄' αριστερά της εισόδου της εκκλησίας. Αφού τη βρήκε, την έβαλε στο στήθος του, κούμπωσε το σακάκι του, καβάλησε το άλογο και έφυγε καλπάζοντας, αφήνοντας πίσω κονιορτό, ερείπια και χαλάσματα.
Το σπίτι μας έχασκε δίχως παράθυρα και πόρτες. Ο,τιδήποτε ξύλινο είχε καεί. Στο εσωτερικό, ό,τι δεν είχε καεί, είχε λεηλατηθεί. Η τέφρα σχημάτιζε ένα παχύ στρώμα στο δρόμο, στα πατώματα. Οι τοίχοι έστεκαν μπαρουτοκαπνισμένοι, θλιμμένοι, μόνοι. Πόσα χρόνια σ' αυτό το σπιτι! Αστραπιαία πέρασε από τα μάτια του ολόκληρη η ζωή του. Όπως στους ετοιμοθάνατους. Αναμνήσεις όμορφες, αναμνήσεις άσχημες. Τι σημασία έχει άλλωστε; Οι αναμνήσεις πάντα πονάνε, ακόμα και οι πιο γλυκιές. Έτσι κι αλλιώς, έφυγαν, πάνε, μαζί με τις στάχτες που τις παρέσυρε το απαλό αεράκι και τις σκόρπισε μακριά.
Πηγαίνοντας για την Αγία Άννα οι ακτίνες του ήλιου είχαν αρχίσει πια να γέρνουν. Σε πολλά σημεία οι δρόμοι ήταν απροσπέλαστοι. Σωροί από πέτρες και μπάζα έκλειναν τη δίοδο. Πτώματα διαμελισμένα και πεταμένα είχαν αρχίσει να σέπονται. Ήταν νωρίς το απόγευμα, όταν κάτι τράβηξε την προσοχή του. Κοντοστάθηκε. Ήταν βογκητά.
Κατέβηκε απ' το άλογο και άρχισε να ψάχνει από πού προέρχονταν, ώσπου μέσα σ' ένα λάκκο αντίκρισε ένα αγοράκι ίσα με επτά - οκτώ χρονών, σε άθλια κατάσταση. Καταλάβαινε όμως καλά. Γύρω, αποσυντεθειμένα πτώματα, με πλήθος εντόμων να περιφέρονται από πάνω σαν κοράκια. Το κεφάλι του δε θύμιζε πια κεφάλι, απ'  τα χτυπήματα ήταν γεμάτο αυλακιές. Το είχαν στην κυριολεξία κάνει κιμά. Οι Τούρκοι νόμιζαν ότι το είχαν σκοτώσει, γι αυτό το άφησαν εκεί στο λάκκο. Ήταν όμως γραφτό του να ζήσει.
Αφού το έβγαλε απ' το λάκκο, ο πατέρας το ανέβασε στο άλογο, καλύπτοντάς το όσο μπορούσε με το σακάκι του, μαζί με την εικόνα και πήρε το δρόμο της επιστροφής..." .

Από Palmografos.com: Palmografos.com - Σμύρνη 1922: In Memoriam

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975)




Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής. Γεννημένος στη Μπράιλα της Ρουμανίας, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1902 και αργότερα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο King's College του Λονδίνου. Την περίοδο 1926-1931 έζησε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο των υπερρεαλιστών και ασχολήθηκε ενεργά με την ψυχανάλυση, κοντά στον ιδρυτή της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού, Ρενέ Λαφόργκ. Το 1931 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1935.
Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του '30 και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, ασκώντας την ψυχαναλυτική πρακτική κατά την περίοδο 1935-1951. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους κατεξοχήν «οραματιστές ποιητές»[1], κατέχοντας περίοπτη θέση στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, παρά τη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίστηκε αρχικά το έργο του[2]. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζει η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, ως το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα, ενώ ανάμεσα στα πεζά έργα του διακρίνεται το τολμηρό ερωτογράφημα Ο Μέγας Ανατολικός, που προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό του. Σημαντικό τμήμα του έργου του εκδόθηκε μετά τον θάνατό του


  Α.Εμπειρίκος
Ανδρέας Εμπειρίκος [Τρία αποσπάσματα]
Τα παρακάτω αποσπάσματα να διαβαστούν ως αυτοτελή ποιήματα. Ανήκουν στη συλλογή Ενδοχώρα (1945). Τα δύο πρώτα στην ενότητα Ο Πλόκαμος της Αλταμίρας και το τρίτο στην ενότητα Πουλιά του Προύθου.
1
Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι.
Μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μας αναγγέλλει την
αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας.
2
Η ποίησις είναι ανάππτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της
όλοι μεγαλώνουμε. Οι διάδρομοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν.
Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
3
Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες.
Όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.
νύκτωρ: κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Για την κατανόηση των ποιημάτων ας έχουμε υπόψη μας τα εξής:
1. Ο Γάλλος ποιητής Πολ Βαλερί (1871-1945) διατύπωσε την εξής άποψη για την ποίηση: «Η ποίηση είναι ανάπτυξη ενός επιφωνήματος», δηλαδή έχει την αφετηρία της στο συναίσθημα. Η σύγκριση με το ποίημα του Εμπειρίκου μας δείχνει τη νέα αντίληψη: α) η ποίηση ξεκινάει από την εικόνα, από τη μαγεία των πραγμάτων, β) έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει διαρκώς τον κόσμο σύμφωνα με τη φαντασία και τις επιθυμίες του ποιητή.
2. Στην υπερρεαλιστική ποίηση, οι εικόνες αναπηδούν αυτόματα και συμφύρονται μεταξύ τους χωρίς αυστηρή λογική αλληλουχία. Γίνεται επίσης χρήση τολμηρών μεταφορών.
3. Ο Εμπειρίκος, όπως και άλλοι Έλληνες υπερρεαλιστές, χρησιμοποιεί συχνά λέξεις λόγιες, επειδή είναι λιγότερο συνηθισμένες, που ξεχωρίζουν μέσα στο κείμενο και ασκούν κι αυτές γοητεία, όπως και τα πράγματα.
στίλβω: απαστράπτω.
Προσεγγίζοντας τα σύντομα αυτά ποιήματα θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως η υπερρεαλιστική ποίηση επιχειρεί να μεταφέρει στην επιφάνεια τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ποιητή, τη στιγμή που γράφει το ποίημα, χωρίς ειρμό και χωρίς να αποσκοπεί στη διατύπωση κάποιου συγκεκριμένου νοήματος.
Ο ποιητής απαλλαγμένος από τον αυστηρό έλεγχο της λογικής, καταγράφει τις σκέψεις του βασιζόμενος σε συνειρμούς και στη συναισθηματική κατάσταση της στιγμής, καταφεύγοντας, ως ένα βαθμό, στην αυτόματη γραφή, όπου οι λέξεις καθρεπτίζουν τις υποσυνείδητες ενέργειες και διαθέσεις της ψυχής.
1
Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι.
Τα κοσμήματα στη χλόη και τα διαμάντια στο σκοτάδι, μπορούν να εκληφθούν ως μεταφορές με τις οποίες ο ποιητής επιχειρεί να αποδώσει εικόνες του νυχτερινού τοπίου. Η δροσιά που καλύπτει το γρασίδι, κάνοντάς το να λαμπυρίζει, αποδίδεται από τον ποιητή ως κόσμημα πάνω στη χλόη, ενώ τα αστέρια του ουρανού ή τα φώτα της πόλης παρουσιάζονται ως διαμάντια στο σκοτάδι.
Ο ποιητής με τις τολμηρές αυτές μεταφορές παρουσιάζει την ιδιαίτερη γοητεία της νύχτας, που μεταμορφώνει το χώρο και του προσδίδει μια άλλη μαγεία. Χώροι, τοπία και περιοχές που με το φως της ημέρας φανερώνουν όλα τους τα ψεγάδια, μεταμορφώνονται κατά τη διάρκεια της νύχτας και αποκτούν μια διαφορετική, λαμπερή, ομορφιά.
Μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μας αναγγέλλει την
αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας.
Όμως, η ομορφιά της νύχτας δε διαρκεί πολύ. Με τον αντιθετικό σύνδεσμο «μα», ο ποιητής μας αναγγέλλει πως το ξημέρωμα πλησιάζει.
Το μήνυμα για τον ερχομό της αυγής δίνεται με μια νυχτοπεταλούδα που η σύντομη ζωή της φτάνει στο τέλος της, καθώς οι πρώτες αχτίνες του ήλιου διακρίνονται στον ουρανό. Όπως ένα μικρό ζώο σφαδάζει κάτω από το ράμφος ενός αρπακτικού πουλιού, έτσι και η πεταλούδα παρουσιάζεται να πασχίζει παγιδευμένη στο «ράμφος» του πρωινού. Εδώ, φυσικά, έχουμε ακόμη μια τολμηρή μεταφορά, καθώς το πρωινό φως παρουσιάζεται ως αρπακτικό πουλί που με το ράμφος του σκοτώνει τη νυχτοπεταλούδα.
2
«Η ποίησις είναι ανάππτυξι στίλβοντος ποδηλάτου.»
Στο δεύτερο ποίημα ο Εμπειρίκος επιχειρεί τον ορισμό της ποίησης, όπως ο ίδιος τη βιώνει, μέσα από μια σειρά εικόνων ευδαιμονίας που συμφύρονται μεταξύ τους χωρίς αυστηρή λογική αλληλουχία.
Η ποίηση είναι η ανάπτυξη ενός ποδηλάτου που απαστράπτει. Μια εικόνα που μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως, υπό την έννοια πως μπορεί να αποδίδει το συναίσθημα χαράς κι ελευθερίας που προσφέρει ένα ποδήλατο καθώς κινείται κάτω απ’ το φως του ήλιου και λάμπει είτε ως το ευδαιμονικό συναίσθημα που δημιουργεί σ’ ένα μικρό παιδί ένα ολοκαίνουριο ποδήλατο -λαμπερό ακόμη αφού δεν έχει χρησιμοποιηθεί- που του το προσφέρουν ως δώρο.
Σε κάθε περίπτωση, η εικόνα με το απαστράπτον ποδήλατο εκφράζει την αίσθηση του ποιητή πως η ποίηση αποτελεί την έκφραση, την ανάπτυξη, ενός δυνατού και αυθόρμητου συναισθήματος χαράς.
«Μέσα της
όλοι μεγαλώνουμε. Οι διάδρομοι είναι λευκοί.»
Το ρήμα μεγαλώνω μπορεί να εκληφθεί είτε ως δηλωτικό για το ηλικιακό μεγάλωμα είτε ως έκφραση της μεγέθυνσης, της διεύρυνσης των ορίων κάθε ανθρώπου που ασχολείται με την ποίηση. Μας επιτρέπεται επομένως μια διπλή ανάγνωση του στίχου, καθώς όπως και να ερμηνεύσουμε το ρήμα «μεγαλώνουμε» μπορούμε να αντλήσουμε έγκυρα συμπεράσματα.
Οι άνθρωποι μεγαλώνουν ηλικιακά μέσα στην ποίηση, υπό την έννοια ότι καθετί γύρω μας είναι ποίηση. Έτσι, από μικρά παιδιά περιτριγυριζόμαστε από την ποίηση, όπως αυτή ενυπάρχει στην ομορφιά της φύσης, στην αγάπη και κατόπιν στον έρωτα. Οι πηγές της ποίησης, τα ερεθίσματα εκείνα που μπορούν να ωθήσουν κάποιον στην ποιητική δημιουργία βρίσκονται γύρω μας καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας.
Παράλληλα, μέσα στην ποίηση οι άνθρωποι μεγαλώνουν, διευρύνονται, αποκτούν δηλαδή τη δυνατότητα να ξεφύγουν από τα πεπερασμένα όρια της πραγματικότητας. Η ποίηση προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να φανταστεί και να δημιουργήσει νέους κόσμους, νέες ατέρμονες εκφάνσεις της πραγματικότητας, όπου δεν υπάρχουν οι περιορισμοί της πραγματικής ζωής. Η ποίηση μας παρέχει μια πρωτόγνωρη ελευθερία, που χάρη στην αποδέσμευσή της από τους άτεγκτους κανόνες της πραγματικότητας, μας επιτρέπει να προεκτείνουμε τη σκέψη μας, τις επιθυμίες και τη φαντασία μας χωρίς κανένα όριο.
Η ελευθερία αυτή που παρέχεται στο δημιουργό είναι ένα από τα πολύτιμα εκείνα στοιχεία της ποίησης, που την καθιστούν διαχρονικά αναγκαία στους ανθρώπους. Κάθε φορά που η ζωή μας θέτει εμπόδια και περιορισμούς, υπάρχει πάντοτε η ποίηση να μας αποδεσμεύει και να μας επιτρέπει να αφεθούμε σ’ έναν κόσμο απόλυτης ελευθερίας και ευδαιμονίας.
Οι διάδρομοι της ποίησης είναι λευκοί. Είναι έτοιμοι να δεχτούν τα δικά μας χρώματα, τις δικές μας ιδέες και ν’ αποκτήσουν την εικόνα που εμείς επιθυμούμε. Ο κόσμος της ποίησης είναι ένα άγραφο χαρτί, που είναι στη διάθεσή μας για να εκφράσουμε με πλήρη ελευθερία κάθε σκέψη κι επιθυμία μας.
Συνάμα, το λευκό χρώμα δηλώνει την αγνότητα και μας παραπέμπει σ’ ένα χώρο ανέγγιχτο, όπου η φαντασία του κάθε ανθρώπου μπορεί να αποτελέσει την γενεσιουργό δύναμη, δημιουργώντας κάτι πρωτόφαντο και μοναδικό.
«Τ’ άνθη μιλούν.
Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.»
Στον υπέροχο κόσμο της ποίησης, οι δεσμεύσεις τις πραγματικότητας δεν έχουν καμία εφαρμογή. Στον κόσμο της ποίησης ακόμη και τα άνθη μιλούν, καλώντας τον δημιουργό σε μια πορεία απόλυτης ελευθερίας.
Μέσα από τα πέταλα των λουλουδιών συχνά αναδύονται, γεννιούνται, μικρούτσικες παιδίσκες. Μια εικόνα εξαίσιας ομορφιάς και αγνότητας, που με τη χρήση των υποκοριστικών μεταδίδει εναργέστερα την αίσθηση της παιδικής ευδαιμονίας και του παραμυθιακού στοιχείου. 
Οι εικόνες αυτές, με τα άνθη να μιλούν και τις παιδίσκες να αναδύονται από τα πέταλα του άνθους, είναι αμιγώς υπερρεαλιστικές κι εκφράζουν έμπρακτα τη νέα αίσθηση ελευθερίας που απέκτησε ο ποιητικός λόγος.
Κανένας περιορισμός δεν τίθεται στην ποίηση, που μπορεί πλέον να κινείται ελεύθερα στον κόσμο της φαντασίας, παραβιάζοντας προκλητικά τους κανόνες και τις επιταγές της πραγματικότητας.
«Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.»
Η πορεία της ποιητικής δημιουργίας μοιάζει με μια εκδρομή χωρίς τέλος, μ’ ένα διαρκές διάλειμμα από τις υποχρεώσεις και τις έγνοιες, όπου κυριαρχούν μόνο η ξεγνοιασιά και η χαρά.
Σε αντίθεση με τους αυστηρούς κανόνες της παραδοσιακής ποίησης, που περιόριζαν τη δημιουργικότητα του ποιητή και τον ανάγκαζαν να υποτάσσει τη φαντασία και τις σκέψεις του, ώστε να εξυπηρετείται η μορφή και η νοηματική αλληλουχία του ποιήματος, στα πλαίσια του υπερρεαλισμού η ποίηση αποκτά την απόλυτη ελευθερία που της ταιριάζει.
3
«Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες.
Όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.»
Στο ποίημα αυτό ο Εμπειρίκος παρουσιάζει με μια ιδιαίτερη μεταφορά την αντίθεση ανάμεσα στον κόσμο της πραγματικότητας και στον κόσμο της φαντασίας.
Τα βλέφαρα παρουσιάζονται ως αυλαίες, ως οι κουρτίνες που κλείνουν τη σκηνή του θεάτρου και που με το άνοιγμά τους σηματοδοτούν την έναρξη της παράστασης. Ο ποιητής αποκαλεί τα βλέφαρά του «διάφανες αυλαίες» αποδίδοντας εν μέρει την κυριολεκτική διαπίστωση ότι τα βλέφαρα διαπερνώνται, ως ένα βαθμό, από το φως, ακόμη κι όταν είναι κλειστά. Σε μεταφορικό επίπεδο, όμως, εκφράζουν το γεγονός πως με το κλείσιμό τους δεν εμποδίζουν τη θέαση μαγευτικών και υπέροχων εικόνων. Το κλείσιμο των βλεφάρων δε σημαίνει παράλληλα και το σταμάτημα της παράστασης, απεναντίας υποδηλώνει την έναρξη της καλύτερης παράστασης, εκείνης δηλαδή που δημιουργούν οι επιθυμίες του ανθρώπου.
Τα βλέφαρα, οι μικρές και διακριτικές αυτές αναπαραστάσεις μιας αυλαίας, αποτελούν το σύνορο ανάμεσα στις παραστάσεις, στις εικόνες της πραγματικότητας, για τις οποίες δεν έχει κανένα έλεγχο ο άνθρωπος, και στις μαγευτικές εικόνες της φαντασίας και του ονείρου, που μπορούν ανά πάσα στιγμή να πάρουν τη μορφή που επιθυμούμε.
Όταν, επομένως, ο ποιητής ανοίγει τα μάτια του βλέπει οτιδήποτε τυχαίνει να βρίσκεται μπροστά του εκείνη τη στιγμή. Στοιχείο που αποδίδει αφενός τον ελάχιστο έλεγχο που έχουμε σε αυτά που συμβαίνουν γύρω μας κι αφετέρου το γεγονός ότι η πραγματικότητα μας παρέχει πάντοτε συγκεκριμένες εικόνες τις οποίες δεν μπορούμε να επηρεάσουμε ή να αλλάξουμε. Όταν, όμως, ο ποιητής κλείνει τα μάτια του είναι σε θέση να δει οτιδήποτε ποθεί, αλλάζοντας κατά βούληση τις εικόνες και τα πράγματα που αντικρίζει. Το πέρασμα, δηλαδή, στη φαντασία δημιουργεί έναν κόσμο άπειρων δυνατοτήτων, όπου καθετί είναι εφικτό και λαμβάνει τη μορφή που εμείς θέλουμε.